Αυτή η περίοδος µοιάζει να σηµατοδοτεί µια ιστορική αλλαγή: ίσως οι πιο αξιόπιστοι άνθρωποι και εταιρείες να είναι εκείνοι που δεν κηρύττουν ένα συγκεκριµένο mantra.
Προς το τέλος της ωριαίας συνέντευξής µου µε τον Jeff Bezos, τον ιδρυτή της Amazon και επιχειρηµατία του διαστήµατος, εκείνος έκανε ένα σχόλιο που µε εντυπωσίασε: «Σταµάτησα να προσπαθώ να γίνοµαι κατανοητός εδώ και πολύ καιρό», είπε ο Bezos. «Το να γίνεσαι κατανοητός είναι πολύ δύσκολο». Και πρόσθεσε: « Ήδη καταναλώνεις πολλή ενέργεια για να γίνεσαι κατανοητός από τους δικούς σου ανθρώπους, τα παιδιά σου και τους πιο στενούς σου φίλους. Αν νοµίζεις ότι κατανοείς κάποιο δηµόσιο πρόσωπο, τότε µάλλον κάνεις λάθος».
Ήταν µια βαθυστόχαστη προσέγγιση, γιατί ένα από αυτά που κάνει ο πολύς κόσµος κάθε µέρα, είναι να προσπαθεί να αξιολογήσει τα δηµόσια πρόσωπα και ό,τι διευθύνουν, είτε εταιρείες είτε κυβερνήσεις είτε οτιδήποτε άλλο. Τα κρίνουµε. Τα αξιολογούµε συνεχώς, εντός και εκτός διαδικτύου. Προσπαθούµε να αποφασίσουµε αν µας αρέσουν, αν τα εµπιστευόµαστε και αν αξίζουν έστω και ένα ελάχιστο µέρος από τα χρήµατά µας που τους δίνουµε.
Αυτό ισχύει κυρίως για τους εκλεγµένους αξιωµατούχους, αλλά επίσης όλο και περισσότερο για αυτούς που διοικούν τις εταιρείες που επηρεάζουν τη ζωή µας µε διάφορους τρόπους. Διαβάζουµε για τις λίστες των εκατοµµυριούχων του «Forbes» και του «Fortune» και ακούµε για τη φιλανθρωπική τους δράση ως ένδειξη τόσο της επιτυχίας όσο και της (µάλλον) ανθρωπιάς τους.
Και όλα αυτά τα επεξεργαζόµαστε µε συναισθηµατισµό που όχι µόνο είναι εκ φύσεως ατελής, αλλά πια είναι και πολωµένη από την πολιτική και από τη «φούσκα» των social media.
Στις συζητήσεις για τη γεωπολιτική, την παγκόσµια οικονοµία, την Τεχνητή Νοηµοσύνη και πολλά άλλα στο φετινό DealBook Summit, στο οποίο συµµετείχαν µερικά από τα πιο σηµαντικά πρόσωπα στον κόσµο, υπήρχε µια διάχυτη αίσθηση ότι η εµπιστοσύνη σε οποιοδήποτε επίπεδο γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αποκτηθεί και ότι έχουν αλλάξει οι κανόνες για το πώς οι άνθρωποι αντιλαµβάνονται κάτι ως αλήθεια.
Ο πρίγκηπας Harry είπε: «Πραγµατικά βρίσκω τον εαυτό µου, τώρα περισσότερο από ποτέ, να αναρωτιέται πώς ή γιατί οι άνθρωποι εµπιστεύονται τις πληροφορίες που τους δίνονται, µε ποια βάση τις εµπιστεύονται και από πού τις παίρνουν, και πώς µπορεί να υπάρξει πραγµατικά οποιαδήποτε µορφή λογοδοσίας».
Το θέµα έγινε προσωπικό όταν ο Bill Clinton µίλησε για το πώς οι Αµερικανοί σκέφτονται τον χαρακτήρα των εκλεγµένων ηγετών τους, ένα πικρό σχόλιο δεδοµένης της προσωπικής του περιπέτειας εξαιτίας της σχέσης του µε τη Monica Lewinsky κατά τη διάρκεια της προεδρίας του. «Ουδείς αναµάρτητος», είπε. «Και οι άνθρωποι δεν συγχωρούν. Στοιχηµατίζω, όµως, ότι εγώ δεν κρίνοµαι επί ίσοις όροις µε τον υπόλοιπο κόσµο».
«Οι ψηφοφόροι», συνέχισε, «έχουν µια βαθιά ριζωµένη καχυποψία για οποιονδήποτε, συµπεριλαµβανοµένου του Τύπου, τους λέει πώς να ορίσουν έναν χαρακτήρα και τι είναι σηµαντικό». «Άραγε», ρώτησε, «θα ακυρώναµε τώρα τον Eisenhower; Θα ακυρώναµε τον Roosevelt; Θα επιτρέπαµε ακόµα στον Harding να θέσει υποψηφιότητα;» (και οι τρεις τους είχαν αποδεδειγµένα εξωσυζυγικές σχέσεις).
Η Alex Cooper, µία από τις πιο επιτυχηµένες podcasters στις Ηνωµένες Πολιτείες, είπε ότι «το κοινό βάλλεται συνεχώς από την εντολή “Πίστεψε αυτό, πίστεψε εκείνο, πίστεψε το άλλο”». Και πρόσθεσε: «Οι άνθρωποι δεν θέλουν πια να τους λένε τι να κάνουν. Νοµίζω ότι τα δηµιουργικά νεαρά ή ενήλικα µυαλά της Generation Z, επιθυµούν να τους δίνεται η δυνατότητα να βγάζουν τα δικά τους συµπεράσµατα. Δεν θέλουν να τους καθοδηγούν».
Αυτή η στιγµή φαίνεται να σηµατοδοτεί µια αλλαγή σε σχέση µε το παρελθόν: ίσως οι πιο αξιόπιστοι άνθρωποι και εταιρείες είναι πια εκείνοι που δεν προσπαθούν να περάσουν ένα συγκεκριµένο mantra. Μετά από µια περίοδο κατά την οποία οι εταιρείες προωθούσαν -και εµπορευµατοποιούσαν- µια «αποστολή» που συχνά ξεπερνούσε τον άµεσο σκοπό τους, φαίνεται ότι το κοινό έχει αποφασίσει ότι τέτοιες προσπάθειες είναι είτε διχαστικές είτε ψεύτικες.
Ο Sundar Pichai, διευθύνων σύµβουλος της Google και της Alphabet, ανέφερε ότι η εταιρεία του, η οποία ήταν γνωστή για το ότι λειτουργούσε σχεδόν σαν πανεπιστηµιακή κοινότητα όσον αφορά την ελευθερία λόγου των εργαζοµένων, έχει αλλάξει: «Ως εταιρεία, νιώθω ότι οι αξίες παραµένουν σταθερές, αλλά η κουλτούρα σου πρέπει να εξελίσσεται µε τον χρόνο, σωστά;» πρόσθεσε, «Η εταιρεία δεν είναι η προσωπική σου πλατφόρµα».
Μία από τις µεγάλες επαναστάσεις µε τις οποίες όλοι παλεύουµε -και προσπαθούµε να καταλάβουµε ποιον να εµπιστευθούµε γι’ αυτήν- αφορά την Τεχνητή Νοηµοσύνη. Μας έχουν κατακλύσει ερωτήµατα σχετικά µε την ασφάλεια, ακόµη και από εργαζόµενους των ίδιων των εταιρειών, οι οποίοι έχουν δηµοσιοποιήσει τις ανησυχίες τους για την τεχνολογία.
Ο Pichai µίλησε για την απόφαση του Geoffrey Hinton, ενός από τους πρωτοπόρους επιστήµονες της Τεχνητής Νοηµοσύνης στην Google, ο οποίος έχει κερδίσει και βραβείο Nobel, να αποχωρήσει τελικά από την εταιρεία, δηλώνοντας δηµόσια ότι µετάνιωσε για το έργο της ζωής του και ανησυχεί για τις επικίνδυνες επιπτώσεις του. «Είναι σίγουρα της άποψης ότι πρέπει να σκεφτούµε σε βάθος αυτήν την τεχνολογία όσο το δυνατόν νωρίτερα και να την αξιοποιήσουµε σωστά προς όφελος της ανθρωπότητας», είπε ο Pichai. «Και νοµίζω ότι ανησυχεί µήπως δεν το πετύχουµε και µιλάει ανοιχτά γι’ αυτό». «Εγώ είµαι σίγουρα µε την αισιόδοξη πλευρά», πρόσθεσε, λέγοντας ότι φαντάζεται πως η τεχνολογία θα βοηθήσει «να αντιµετωπίσουµε προβλήµατα όπως ο καρκίνος, τα εµβόλια και άλλα τέτοια».
Ο Sam Altman, συνιδρυτής και διευθύνων σύµβουλος της OpenAI, υποστήριξε σθεναρά τον τρόπο µε τον οποίο η εταιρεία του κυκλοφόρησε τόσο γρήγορα -και ίσως πρώιµα- το ChatGPT, παρά τις ανησυχίες από όσους προβληµατίζονται για τις επιπτώσεις στην ασφάλεια.
«Πιστεύουµε ακράδαντα ότι αυτή η ιδέα της επαναληπτικής ανάπτυξης είναι πραγµατικά σηµαντική», είπε. «Πρέπει να διαθέσουµε αυτά τα συστήµατα στον κόσµο. Η κοινωνία και η τεχνολογία πρέπει να εξελιχθούν. Πρέπει να ξεκινήσεις όταν έχεις λιγότερα να διακινδυνεύσεις. Πρέπει να καταλάβεις τον τρόπο µε τον οποίο οι άνθρωποι θα το χρησιµοποιήσουν, τι δεν λειτουργεί και τι λειτουργεί».
Ο Sam Altman, συνιδρυτής και γενικός διευθυντής του OpenAI, στο DealBook Summit.
Todd Heisler/The New York Times
Με άλλα λόγια, πρότεινε ότι ο µόνος τρόπος για να µάθει η κοινωνία να εµπιστεύεται την Τεχνητή Νοηµοσύνη είναι να ξεκινήσει να τη χρησιµοποιεί το συντοµότερο, καθώς θα εξελίσσεται όλο και περισσότερο.
Άραγε, εκεί που µπορεί να µην εµπιστευόµαστε ο ένας τον άλλον, θα εµπιστευθούµε την τεχνολογία;
Ένα διαφορετικό είδος προβληµατικής εµπιστοσύνης προέκυψε σε µία από τις τέσσερις οµάδες εργασίας του DealBook, αυτής µε τίτλο «Γυναίκες, δύναµη και χρήµατα» και µε συντονίστρια τη δηµοσιογράφο των «New York Times» Jodi Kantor. Η Thasunda Brown Duckett, διευθύνων σύµβουλος της TIAA, υποστήριξε ότι µέρος της οικοδόµησης εµπιστοσύνης είναι το «απλά να ακούς». «Δεν είναι µόνο να έχεις δίκιο. Είναι το δίκιο σου να εισακούεται», είπε. «Πιστεύω ότι κάθε φορά που ακούµε έναν βρυχηθµό, αυτό που θέλει να πει είναι “Με ακούτε;”. Δεν νοµίζω ότι µπορούµε να συνεχίσουµε να αγνοούµε τον βρυχηθµό των ανθρώπων».
Η ύπαρξη -ή η έλλειψη- εµπιστοσύνης δεν είναι πουθενά πιο σηµαντική όσο στην οικονοµική µοίρα του κόσµου. Η Οµοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είναι ένας από τους πιο ισχυρούς και ανεξάρτητους θεσµούς στην Ουάσιγκτον, που έχει βασιστεί αποκλειστικά και µόνο στην εµπιστοσύνη σε όλη της την ύπαρξη. Η ανεξαρτησία της ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής της εµπιστοσύνης, αλλά µπορεί να πρέπει να κερδίζεται όλο και περισσότερο, δεδοµένου του σκεπτικισµού που έχει φουσκώσει σε αυτούς τους καιρούς της δυσπιστίας.
«Δεν είµαστε µέρος του Συντάγµατος», δήλωσε ο Jerome H. Powell, ο πρόεδρος της Federal Reserve, στο DealBook Summit. «Έχουµε ιδρυθεί µε συγκεκριµένο καταστατικό. Αυτό σηµαίνει ότι είµαστε ανεξάρτητοι. Και αυτό µας δίνει τη δυνατότητα να παίρνουµε αποφάσεις προς όφελος όλων των Αµερικανών ανά πάσα στιγµή και όχι για λογαριασµό κάποιου συγκεκριµένου πολιτικού κόµµατος ή πολιτικού αποτελέσµατος».
Ο Jerome Powell και η Alex Cooper στο DealBook Summit 2024.
Todd Heisler/The New York Times
© 2024 The New York Times Company