Ν. Καραμούζης: Οι αναπτυξιακές προκλήσεις της επόµενης µέρας για την Ελλάδα

Σηµαντικά τα βήµατα προόδου, όµως τα δοµικά προβλήµατα παραµένουν ισχυρά, επισηµαίνει ο Πρόεδρος των SMERemediumCap & Grant Thornton Ελλάδας στην Ειδική Εκδοση Business Review του Euro2day.gr και των New York Times. Ποιοι κλάδοι µπορούν να κάνουν την ουσιαστική διαφορά στο µέλλον.

Ν. Καραμούζης: Οι αναπτυξιακές προκλήσεις της επόµενης µέρας για την Ελλάδα
  • Nίκος Καραµούζης

Η ελληνική οικονοµία βρίσκεται σε ένα κρίσιµο σταυροδρόµι. Μετά τη δύσκολη περίοδο των µνηµονίων, η χώρα έχει εισέλθει σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά και σε αποκατάσταση της οικονοµικής κανονικότητας, της δηµοσιονοµικής σταθερότητας και της διεθνούς της αξιοπιστίας.

Έχουν γίνει σηµαντικά βήµατα προόδου τα τελευταία χρόνια, από την επιστροφή της οικονοµίας σε θετικούς ρυθµούς ανάπτυξης, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθµίδας και τη δραµατική µείωση της ανεργίας, στη σαφή καλυτέρευση του επενδυτικού και οικονοµικού κλίµατος, των επιχειρηµατικών προσδοκιών, των ξένων επενδύσεων, ενώ έχει αποκατασταθεί η δηµοσιονοµική πειθαρχία και η χρηµατοοικονοµική υγεία και ρευστότητα του τραπεζικού συστήµατος, µε τη χώρα να δανείζεται διεθνώς πρόσφατα µε πολύ ανταγωνιστικούς όρους, καλύτερους της Ιταλίας και της Γαλλίας.

Αποτελεί, µάλιστα, ιδιαίτερα θετική εξέλιξη για την αναπτυξιακή και επενδυτική προοπτική της χώρας, η σηµαντική ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για τη χρηµατοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους του ελληνικού επενδυτικού προγράµµατος «Ελλάδα 2.0», ενός εθνικού Σχεδίου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας της οικονοµίας της χώρας, ύψους 36 δισ. ευρώ σε δάνεια και επιδοτήσεις, συν την έγκριση ενός νέου ΕΣΠΑ, ύψους 27 δισ. ευρώ για την περίοδο έως το 2027.

Αλλά όλες αυτές οι παραπάνω θετικές µακροοικονοµικές εξελίξεις, όπως και η πρόσφατη εντυπωσιακή αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η µείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων και των ασφαλιστικών εισφορών επιχειρήσεων και επί των προσόδων κεφαλαίου, δεν κατόρθωσαν να τροφοδοτήσουν ένα διαρκές επενδυτικό άλµα που τόσο έχει ανάγκη η χώρα, ώστε να διασφαλίσουµε την επίτευξη διατηρήσιµων υψηλών ρυθµών ανάπτυξης µε σαφή βελτίωση της παραγωγικότητας.

Η χώρα ακόµα δεν έχει απαντήσει επιτυχώς στη µεγάλη αναπτυξιακή πρόκληση που αντιµετωπίζει, της υπερκατανάλωσης και της συστηµατικής διαχρονικής υστέρησης των αποταµιεύσεων και των επενδύσεων, που την παγιδεύουν σε χαµηλούς ρυθµούς ανάπτυξης και τροφοδοτούν τα ελλείµµατα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Ουσιαστικά, το παραγωγικό πρότυπο της χώρας δεν έχει αλλάξει παρά την εφαρµογή τριών οικονοµικών προγραµµάτων προσαρµογής (µνηµόνια) που επέβαλαν οι δανειστές και παρά τις σοβαρές προσπάθειες της κυβέρνησης, µε την ιδιωτική κατανάλωση να παραµένει ακόµα η κινητήριος δύναµη της αναπτυξιακής δυναµικής.

Ενδεικτικά να αναφέρω, για να συνειδητοποιήσουµε το µέγεθος του προβλήµατος, τα παρακάτω: η ιδιωτική κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ προσέγγισε το 69% το 2023, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, µε το αντίστοιχο της τελευταίας να διαµορφώνεται κοντά στο 53% (η ίδια σχέση ήταν και το 2009!), ενώ ο σχηµατισµός επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου ως ποσοστό επί του ΑΕΠ διαµορφώθηκε την ίδια περίοδο στο 15,1%, έναντι µέσου όρου 22% στην Ευρωζώνη και µε την εθνική αποταµίευση ως ποσοστό του ΑΕΠ να διαµορφώνεται την ίδια περίοδο µόνο στο 8,7%, έναντι 25,7% αντίστοιχο µέσο όρο στην Ευρωζώνη.

Η συστηµατική υστέρηση στις επενδύσεις τα τελευταία 15 χρόνια έχει συσσωρεύσει ένα τεράστιο επενδυτικό κενό που ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ, ενώ, παράλληλα, οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας µεγαλώνουν µε την ευρωπαϊκή και εθνική προτεραιότητα µετάβασης στην πράσινη ενέργεια, την ψηφιοποίηση της οικονοµίας και την τόνωση της εξωστρεφούς ανάπτυξης, λόγω και της µικρής εγχώριας αγοράς.

Γιατί, όµως, δεν δηµιουργήθηκαν συνθήκες αναπτυξιακού άλµατος παρά τις θετικές εξελίξεις στην οικονοµία, ιδιαίτερα µε την εδραίωση της πολιτικής και δηµοσιονοµικής σταθερότητας στη χώρα;

Υπάρχει ακόµα µια σειρά από σοβαρές προκλήσεις, εµπόδια και αγκυλώσεις, τα οποία επιδρούν αρνητικά στην επενδυτική διάθεση και προοπτική και στην ανάληψη του επενδυτικού κινδύνου.

Οι διεθνείς συνθήκες δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές, µεγάλες αβεβαιότητες κυριαρχούν, µε έξαρση των γεωπολιτικών κινδύνων, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου κατευθύνεται το 55% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών.

Η Ευρώπη βρίσκεται σε κρίση, καταγράφει οικονοµική στασιµότητα, πολιτική αναποφασιστικότητα, δηµογραφική πρόκληση, παραγωγική υστέρηση, σοβαρή εξάρτηση στην εφοδιαστική και ενεργειακή αλυσίδα από τρίτες χώρες, άνοδο του λαϊκισµού και του εθνικισµού και έλλειψη ισχυρής ηγεσίας, οράµατος και διάθεσης για επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενώ η τεχνολογική υστέρηση σε σχέση µε τις ΗΠΑ και την Κίνα διευρύνεται σταθερά, υπονοµεύοντας την αναπτυξιακή προοπτική.

Επίσης, η χώρα αντιµετωπίζει την πρόκληση του χαµηλού ποσοστού επενδύσεων σε έρευνα και καινοτοµία, σχετικά υψηλό κόστος χρήµατος και µια διάρθρωση φορολογικών συντελεστών του κεφαλαίου και των επιχειρηµατικών προσόδων, µεθόδου αποσβέσεων και ύψους ασφαλιστικών εισφορών, που δεν ευνοούν, ceteris paribus, τις επενδύσεις.

Παράλληλα, η εγχώρια αγορά είναι µικρή και συρρικνώνεται λόγω του έντονου δηµογραφικού προβλήµατος, η διασύνδεση πανεπιστηµίων και ερευνητικών κέντρων µε τον επιχειρηµατικό τοµέα είναι περιορισµένη και η ολιγοπωλιακή και η ολιγοψωνιακή δοµή που χαρακτηρίζει τις εγχώριες αγορές περιορίζει τον ανταγωνισµό.

Επιπροσθέτως, η γραφειοκρατία, οι καθυστερήσεις στη λήψη των αποφάσεων στη δηµόσια διοίκηση, η πολυνοµία και η πολυπλοκότητα της δηµόσιας διοίκησης, παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, παραµένουν σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση µε τα διεθνή πρότυπα, ενώ το µέσο µέγεθος της ελληνικής επιχείρησης είναι µικρό, το µικρότερο στην Ευρωζώνη, και ως εκ τούτου, η ελληνική επιχείρηση αντιµετωπίζει δυσκολίες στην υλοποίηση και χρηµατοδότηση επενδύσεων, την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου για άντληση δανείων και µετοχικών κεφαλαίων και την υλοποίηση στρατηγικής εξωστρεφούς ανάπτυξης.

Παράλληλα, η ποιότητα και το ύψος των ξένων επενδύσεων δεν είναι ικανοποιητική, µε περιορισµένες τις παραγωγικές επενδύσεις, δηλαδή, η πλειοψηφία των κεφαλαίων που εισρέουν κατευθύνονται κυρίως σε αγορές ακινήτων και υφιστάµενων επιχειρήσεων. Παράλληλα, εξακολουθούν να υπάρχουν ακόµα σοβαρές ελλείψεις στις υποδοµές (π.χ. λιµάνια, σιδηρόδροµοι, µεταφορά ενέργειας, οπτικές ίνες, 5G), ενώ ελάχιστά αξιοποιείται η τεράστια δηµόσια γη και περιουσία για τη διευκόλυνση και προώθηση παραγωγικών επενδύσεων (προσφορά επενδυτικών ευκαιριών).

Να τονίσουµε, επίσης, ότι η µεταρρύθµιση στον αγροτικό τοµέα, που µε σχέδιο θα µπορούσε να λειτουργήσει ως σοβαρός καταλυτικός αναπτυξιακός µοχλός, παραµένει όνειρο θερινής νυκτός, ενώ η διαχείριση των υδάτινων πόρων, που αποτελεί κρίσιµη προτεραιότητα λόγω της κλιµατικής κρίσης, βρίσκεται σε εµβρυακή φάση, ενώ θα µπορούσε να αποτελέσει αξιόλογη πηγή νέων επενδύσεων.

Υπάρχουν κλάδοι της οικονοµίας που κατά τη γνώµη µου έχουν σοβαρό επενδυτικό ενδιαφέρον και δυνατότητες εξαγορών και συγχωνεύσεων µε στόχο τη δηµιουργία βιώσιµων, εξωστρεφών επιχειρηµατικών σχηµάτων: ο αγροτικός τοµέας, τα τρόφιµα - ποτά, οι Ανανεώσιµες Πηγές Ενέργειας, τα ενεργειακά δίκτυα, η διαχείριση των υδάτινων πόρων και αποβλήτων, οι φαρµακευτικές δραστηριότητες, οι µεταφορές, οι οικιστικές και εµπορικές επενδύσεις σε ακίνητα, η επιλεκτική υποκατάσταση εισαγωγών σε ευρεία γκάµα προϊόντων, οι υπηρεσίες τουρισµού, υγείας και παιδείας, τα κέντρα αποθήκευσης και διανοµής (Logistics), η ήπια τεχνολογία, η ελαφρά βιοµηχανία, τα µέταλλα, τα χηµικά και η παροχή συµβουλευτικών υπηρεσιών.

Η Ελλάδα υπό τις τρέχουσες συνθήκες διαθέτει τα θεµέλια και τις προϋποθέσεις να ενορχηστρώσει έναν ενάρετο αναπτυξιακό κύκλο επενδύσεων. Χρειαζόµαστε µια νέα επενδυτική ώθηση προς τα εµπρός, οργανωµένη µε σχέδιο και πυλώνες, που θα ικανοποιεί τις νέες παραγωγικές ανάγκες της οικονοµίας, µε υλοποίηση κρίσιµων αναπτυξιακών µεταρρυθµίσεων, µε στροφή σε άυλες επενδύσεις και επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου και τεχνολογίας, µε επιτάχυνση της εξωστρεφούς ανάπτυξης και µε µικρότερη ενεργειακή εξάρτηση, µε αξιοποίηση της δηµόσιας γης και περιουσίας, µε προσέλκυση σηµαντικών παραγωγικών ξένων επενδύσεων, µε στροφή στην πράσινη ενέργεια και την ψηφιοποίηση της οικονοµίας και µε επιλεκτική υποκατάσταση εισαγωγών.

Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο επιβάλλει τη µεταφορά παραγωγικών πόρων από την κατανάλωση προς τις επενδύσεις, τις υποδοµές και τις εξαγωγές, από τις µη διεθνώς εµπορεύσιµες υπηρεσίες στη µεταποίηση, τον αγροτικό τοµέα και την τεχνολογία αιχµής, από τον δηµόσιο στον ιδιωτικό τοµέα.

Με ευρύτερη κοινωνική συναίνεση και πολιτική βούληση να τολµήσουµε τον µεγάλο οικονοµικό µετασχηµατισµό, να ξεπεράσουµε τα εµπόδια και τα συντεχνιακά συµφέροντα, ώστε να διαµορφώσουµε περιβάλλον µελλοντικής ανάπτυξης και ευηµερίας για τους πολλούς.

 

* Ο κ. Nίκος Καραµούζης είναι Πρόεδρος του SMERemediumCap & Grant Thornton, Ελλάδα

v