Η ανάταξη της ελληνικής οικονοµίας τα τελευταία χρόνια δηµιουργεί προσδοκίες για τα επόµενα, χωρίς αυτό να αναιρεί προβληµατισµούς για τα κενά που παρατηρούνται. Η κυβέρνηση, όπως φαίνεται και από τις απόψεις στελεχών της στο φετινό τεύχος, αισθάνεται υπερήφανη για το έργο της και αισιοδοξεί.
Ο επιχειρηµατικός και επενδυτικός κόσµος, ωστόσο, χωρίς να αµφισβητεί τις θετικές µεταβολές, εκφράζει και επιφυλάξεις, αγωνιώντας περισσότερο για την περίοδο µετά τη λήξη του Ταµείου Ανάκαµψης και για τις επιπτώσεις από το ολοένα και πιο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον.
Στο επίκεντρο εξακολουθούν να βρίσκονται δύο θέµατα, το λεγόµενο «επενδυτικό κενό» που παρατηρείται στη χώρα µας αλλά και οι περιορισµένες µεταβολές στο καταναλωτικό οικονοµικό µοντέλο, που κάποτε οδήγησε τη χώρα στα βράχια.
Η βιώσιµη ανάπτυξη έχει πολλές όψεις. Πρέπει να είναι µακροχρόνια, µε διεθνή ανταγωνιστικά πλεονεκτήµατα, όχι συγκυριακή. Πρέπει να σέβεται το περιβάλλον και να απαντά στις επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής.
Πρέπει επίσης να είναι συµπεριληπτική. Να αφορά όσο το δυνατόν µεγαλύτερο µέρος του πληθυσµού και να µην αφήνει «απόκληρους», όπως σηµειώνεται χαρακτηριστικά από δρώντες της οικονοµίας. Κάτι που δείχνει αντίληψη των κοινωνικών συνθηκών και των συνεπειών που µπορεί να έχουν στην πολιτική σταθερότητα.
Οι επιχειρήσεις περιγράφουν στις σελίδες του «Βusiness Review» τα φιλόδοξα σχέδια που υλοποιούν και τα επιτεύγµατα που έχουν συντελεστεί, µε καινοτοµίες όπως η Τεχνητή Νοηµοσύνη να βρίσκονται στο προσκήνιο. Είτε πρόκειται για την πληροφορική, για τον τουρισµό, τις κατασκευές, τη βιοµηχανία και το real estate, είτε για τη φαρµακοβιοµηχανία, τα τρόφιµα και ποτά, έχουν γίνει σηµαντικά βήµατα. Σε αρκετές περιπτώσεις έχουµε άλµατα εταιρικής ανάπτυξης, ενώ σε αυτή την πορεία ο ρόλος των τραπεζών, των επενδυτικών εταιρειών αλλά και των εξειδικευµένων συµβούλων ήταν -και παραµένει- κεντρικός.
Όµως, οι νέες προκλήσεις χρειάζονται πιο αποτελεσµατικό Δηµόσιο και απαιτούν ακόµη σηµαντικές µεταρρυθµίσεις. Ουδείς αρνείται ότι η χώρα έφτασε από αποδιοποµπαίος τράγος της Ευρώπης να παρουσιάζει σηµαντικά υψηλότερη ανάπτυξη. Εν τούτοις, όπως είναι γνωστό στον κόσµο των επενδύσεων, «οι προηγούµενες αποδόσεις δεν εγγυώνται τις µελλοντικές». Η βιώσιµη προοπτική της χώρας δεν πρέπει να περιορίζεται στις προσδοκίες για το 2025, που είναι θετικές. Δεν εξαντλείται στα επόµενα 2-3 χρόνια. Απαιτεί διάλογο και κοινά αποδεκτή στρατηγική από τον ιδιωτικό και τον δηµόσιο τοµέα.
* Ο Γιώργος Παπανικολάου είναι Διευθυντής στο Euro2day.gr