Περιστέρης: Να δηµιουργήσουµε ένα νέο, πράσινο ΑΕΠ

Ακόµη και µε περιορισµένους δηµόσιους πόρους, υπάρχουν αποτελεσµατικά εργαλεία που µπορούν να κινητοποιήσουν τους απαιτούµενους πόρους από τον ιδιωτικό τοµέα, τονίζει ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύµβουλος της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ στην Ειδική Εκδοση Business Review του Euro2day.gr και των New York Times.

Περιστέρης: Να δηµιουργήσουµε ένα νέο, πράσινο ΑΕΠ
  • Γιώργος Περιστέρης

Το είδος των επενδύσεων που χρειάζεται η χώρα σκιαγραφεί ο Γιώργος Περιστέρης, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύµβουλος του Οµίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, δίνοντας έµφαση στις υποδοµές, στην καθαρή ενέργεια αλλά και στην εγχώρια προστιθέµενη αξία των επενδύσεων.

Ταυτόχρονα, θίγει το κρίσιµο θέµα χρηµατοδότησης των υποδοµών, προτείνει λύσεις και ξεδιπλώνει τον σχεδιασµό του Οµίλου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε συνάρτηση µε το επενδυτικό του πρόγραµµα ύψους 10 δισ. ευρώ.

H ελληνική οικονομία αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με υψηλότερους ρυθμούς από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σε ένα ιδιαίτερα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να διατηρηθούν ή και να ενισχυθούν αυτοί οι ρυθμοί σε ευρύτερο ορίζοντα; Πού βλέπετε κινδύνους ανατροπής αυτής της τάσης στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς;

Η Ελλάδα πέρασε διά πυρός και σιδήρου για να φθάσει στο σημείο που είμαστε σήμερα και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Επίσης -ακριβώς βλέποντας τι συμβαίνει γύρω μας- δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε ή να θεωρούμε την ανάπτυξη δεδομένη. Αντιθέτως, σε αυτό το περιβάλλον, πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειες για μια παραγωγική οικονομία, με επιπλέον διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συνεπή δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά και ουσιαστικές αναπτυξιακές πολιτικές, που δημιουργούν θετικό οικονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα και αυξάνουν την αυτονομία και την αυτάρκεια της χώρας μας. Βασική προτεραιότητα πρέπει να είναι η μείωση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών μας. Καμία οικονομία δεν ανθεί μακροπρόθεσμα χωρίς την ευημερία των πολιτών της. Η οικονομική ανισότητα και η περιθωριοποίηση διαρρηγνύουν τον κοινωνικό ιστό, προκαλούν πολιτική αστάθεια και, εν τέλει, πλήττουν την οικονομία, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.

Έχετε μιλήσει στο παρελθόν για «επενδυτικό πατριωτισμό». Υπάρχουν κενά πολιτικής που θα πρέπει να καλυφθούν, ώστε να αυξηθούν οι επενδύσεις, εγχώριες και ξένες;

Οι επενδύσεις, εγχώριες ή ξένες, για να έχουν ουσιαστική συνεισφορά στην ανάπτυξη, πρέπει να ενσωματώνουν υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία και να προωθούν την ανάπτυξη σε στρατηγικούς τομείς, δημιουργώντας νέες, ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινείται η εθνική επενδυτική στρατηγική. Αυτό εννοούμε με τον όρο «επενδυτικός πατριωτισμός» και αυτό πράττουμε εμείς στη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ εδώ και χρόνια, πραγματοποιώντας, ακόμα και εν μέσω της βαθύτατης πρόσφατης οικονομικής κρίσης, επενδύσεις με πολλαπλασιαστική αξία που συμβάλλουν όχι μόνο στην ανάπτυξη του Ομίλου μας αλλά και στη συνολική ευημερία της Ελλάδας.

Εισφέρουμε αυτή την περίοδο στα δημόσια ταμεία πάνω από 6 δισ. ευρώ και υλοποιούμε ένα επενδυτικό πλάνο άνω των 10 δισ. ευρώ, που θα δημιουργήσει 20.000 νέες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα. Πρόκειται για έργα παραχωρήσεων και ΣΔΙΤ, όπως ο νέος Διεθνής Αερολιμένας Ηρακλείου Κρήτης, η Εγνατία Οδός, η Αττική Οδός, ο Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης (ΒΟΑΚ), το Ολοκληρωμένο Τουριστικό Συγκρότημα στο Ελληνικό κ.ά., στα οποία επικρατήσαμε μέσω ανοιχτών, διεθνών διαγωνιστικών διαδικασιών απέναντι σε ξένους και Έλληνες επενδυτές, με βάση το υψηλότερο τίμημα που προσφέραμε.

Η Ευρώπη και η Ελλάδα κινούνται εδώ και περίπου 3 χρόνια με πολύ υψηλές τιμές ενέργειας, τις οποίες δεν έχει καταφέρει να εξισορροπήσει η διαδεδομένη χρήση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), εξαιτίας και των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία. Υπήρξαν λάθη στην πράσινη μετάβαση που ίσως πρέπει να διορθωθούν; Είναι αποτελεσματικό το μοντέλο λειτουργίας της «ευρωπαϊκής αγοράς» ρεύματος ή χρειάζεται αλλαγές; Και ποια είναι η άποψή σας για τη χρήση πυρηνικής ενέργειας, που φαίνεται να έχει ανοίξει πρόσφατα και στη χώρα μας;

Οι τιμές ενέργειας θα ήταν πολύ υψηλότερες αν δεν υπήρχε η καθαρή ενέργεια. Αυτό δεν είναι άποψη, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Όπως αδιαμφισβήτητο είναι και ότι η παραγόμενη από ΑΠΕ ενέργεια είναι η φθηνότερη ενέργεια σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη τεχνολογία. Παρ’ όλα αυτά, λάθη και καθυστερήσεις στην πράσινη μετάβαση κατέστησαν την ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία ομήρους των σοβαρών γεωπολιτικών συγκρούσεων. Για παράδειγμα, ενώ σήμερα η Ελλάδα διαθέτει εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ ικανή να παράγει αρκετές φορές την ενέργεια που απαιτείται για να καλυφθούν οι εθνικές της ανάγκες σε ηλεκτρικό ρεύμα, επειδή δεν διαθέτουμε επαρκείς διασυνδέσεις και υποδομές μεγάλης αποθήκευσης για να εξάγουμε ή να αποθηκεύσουμε αυτή την ενέργεια, είμαστε αναγκασμένοι ακόμα και να μειώνουμε την παραγωγή από ΑΠΕ για να μην καταρρεύσει το ηλεκτρικό σύστημα.

Όπως τονίζουμε εδώ και πάνω από μια δεκαετία, χωρίς αποθήκευση ενέργειας μεγάλης κλίμακας, όπως π.χ. η αντλησιοταμίευση, χωρίς ηλεκτρικές διασυνδέσεις μεταξύ κρατών αλλά και στο εσωτερικό μιας χώρας, η ενέργεια από ΑΠΕ σε περιόδους χαμηλής ζήτησης πάει χαμένη, αντί να αποθηκεύεται και να αποδίδεται σε ώρες αιχμής στο ηλεκτρικό σύστημα, όταν και είναι πιο πολύτιμη και φθηνή για τον τελικό καταναλωτή, ή να μεταφέρεται εκεί όπου η ζήτηση είναι υψηλή μειώνοντας τις τιμές.

Τα ίδια λάθη και καθυστερήσεις έχουν καταστήσει την πράσινη μετάβαση πολιτικά ευάλωτη, τροφοδοτώντας τον λαϊκισμό, την υποκρισία και τη συνωμοσιολογία. Όμως, δεν υπάρχει εναλλακτική ούτε απέναντι στο αδιανόητο κόστος του επαπειλούμενου κλιματικού ολέθρου, ούτε στην επικίνδυνη εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, ούτε απέναντι στην ακριβή ενέργεια. Πρέπει η πολιτεία να σταθεί αποφασιστικά και συντεταγμένα, σε όλες τις βαθμίδες της διοίκησης, απέναντι σε αυτούς που επιχειρούν την ενεργειακή μας ομηρία και την οικονομική μας αιμορραγία προς μη ευρωπαϊκές χώρες, παίρνοντας θέση υπέρ πολιτικών και δράσεων με υψηλή προστιθέμενη αξία για την ευρωπαϊκή, τις εθνικές και τις τοπικές οικονομίες, δημιουργώντας ένα νέο, πράσινο ΑΕΠ.

Σε ό,τι αφορά στα πυρηνικά ή και άλλες ανώριμες, ακριβές και με διάφορα προβλήματα τεχνολογίες (π.χ. διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων - θέματα ασφάλειας, εισαγόμενα καύσιμα - μηδενική εγχώρια προστιθέμενη αξία επένδυσης), εκτιμώ ότι επ’ ουδενί δεν πρέπει να εκτραπούμε από την προσπάθεια για βέλτιστη αξιοποίηση της μοναδικής μας τύχης να διαθέτουμε ανεξάντλητες φυσικές πηγές (αέρας, ήλιος κ.λπ.) και μετά να συζητήσουμε αν και τι άλλο χρειαζόμαστε, με γνώμονα το εθνικό μας συμφέρον.

Τα τελευταία χρόνια ο όμιλος έχει αποκτήσει ηγετική θέση σε σειρά τομέων, με βασικότερο ίσως παράδειγμα τις υποδομές/παραχωρήσεις, ενώ πρόσφατα κλείσατε ένα μεγάλο deal με τη Masdar για την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ. Ποια θα είναι η στρατηγική έμφαση του ομίλου προσεχώς; Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται το μίγμα δραστηριοτήτων σε 5 χρόνια από σήμερα;

Εδώ και χρόνια, ο Όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ υλοποιεί με συνέπεια ένα ευρύτερο στρατηγικό πλάνο, με στόχο να μετεξελιχθούμε σε έναν πλήρως καθετοποιημένο όμιλο, με ένα από τα μεγαλύτερα και πιο διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια υποδομών και παραχωρήσεων όχι μόνο πια σε ελληνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στρατηγικά τοποθετημένοι και με ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον κλάδο των υποδομών, είμαστε ο μεγαλύτερος επενδυτής στην Ελλάδα στον τομέα των παραχωρήσεων, με ένα από τα νεαρότερα, πιο διαφοροποιημένα και χαμηλού ρίσκου χαρτοφυλάκια έργων, όπως η Αττική Οδός, η Εγνατία Οδός, ο ΒΟΑΚ, το Διεθνές Αεροδρόμιο Ηρακλείου Κρήτης κ.ά. Είμαστε ο μεγαλύτερος και πλέον κερδοφόρος Όμιλος κατασκευών, με ανεκτέλεστο ύψους άνω των 5 δισ., το 75% του οποίου αφορά σε δικές μας επενδύσεις και ιδιωτικά έργα για τρίτους. Η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ πρωταγωνιστεί σε όλους τους κλάδους δραστηριοποίησής της, οι οποίοι παράλληλα είναι κλάδοι που εμφανίζουν τις μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης όχι μόνο σε εγχώριο αλλά και στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον.

Η συμφωνία πώλησης της ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ στη Masdar αυξάνει τη συνολική επενδυτική ισχύ του Ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ σε πάνω από 3 δισ. ευρώ, κεφάλαια που μοχλευόμενα μας επιτρέπουν να διεκδικήσουμε νέα μεγάλα έργα στις υποδομές και τις παραχωρήσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Προφανώς, η συμφωνία δεν συνιστά αποχώρηση του Ομίλου από την ενέργεια. Μάλιστα, στο πλαίσιο της συνεργασίας μας με τη Masdar, έχουμε εξασφαλίσει την ισχυρή παρουσία του Ομίλου μας σε εμβληματικά έργα στη νέα γενιά κρίσιμων ενεργειακών υποδομών σημαντικού μεγέθους και με μεγάλο κατασκευαστικό αντικείμενο (έργα αντλησιοταμίευσης, υπεράκτια αιολικά πάρκα κ.ά.).

Η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ κάνει το συγκεκριμένο άλμα προς το μέλλον ακριβώς τη στιγμή που αποκρυσταλλώνεται η ευκαιρία για νέες επενδύσεις σε υποδομές στην Ελλάδα και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με υψηλές αποδόσεις, στοχεύοντας στη διεύρυνση και τη διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου μας και πέραν των μεταφορικών και ενεργειακών υποδομών, ενδεικτικά στους τομείς της διαχείρισης απορριμμάτων και της διαχείρισης υδάτινων πόρων.

Ακούμε συχνά από επίσημα χείλη ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας δεν επαρκούν και ότι μπορούν να γίνουν μόνο επιλεκτικές κινήσεις στις υποδομές. Στον αντίποδα, διαπιστώνουμε καθημερινά ότι οι ανάγκες είναι πολλές και ζωτικές. Υπάρχει τρόπος να υλοποιηθούν αυτές οι υποδομές και πώς;

Οι επενδύσεις στις υποδομές δεν είναι πολυτέλεια. Είναι απαραίτητες για την ασφάλεια των πολιτών, για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της καθημερινότητας, για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά και για τον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης (φράγματα, δρόμοι, γέφυρες, δίκτυα αποχέτευσης /αποβλήτων, εξοπλισμός & πρακτικές δασοπροστασίας κ.λπ.) και, φυσικά, αναγκαίες για να διατηρηθεί ένας υψηλός ρυθμός ανάπτυξης στην οικονομία μας. Πώς θα προστατεύσουμε τις κοινωνίες μας από την κλιματική κρίση χωρίς νέες υποδομές; Πώς θα πάψει η καθημερινότητα όλων μας να είναι ένας γολγοθάς ταλαιπωρίας χωρίς βιώσιμες μεταφορές;

Δεδομένου ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια της χώρας είναι στενά και η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για έργα υποδομών, κυρίως οδικών, μειωμένη, η υλοποίηση μπορεί να προχωρήσει χρηματοδοτούμενη κατά μεγάλο μέρος και για πολλά έτη από ιδιωτικά κεφάλαια. Ακόμη και με περιορισμένους δημόσιους πόρους, υπάρχουν δοκιμασμένα αποτελεσματικά εργαλεία, όπως οι ΣΔΙΤ και οι παραχωρήσεις, που μπορούν να κινητοποιήσουν τους απαιτούμενους πόρους από τον ιδιωτικό τομέα ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες επενδύσεων σε υποδομές στη χώρα μας. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει πραγματικό δίλημμα. Και σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί ο σχεδιασμός και η ωρίμανση άκρως απαραίτητων υποδομών να μην προχωρά παράλληλα με την προσπάθεια να βρεθούν τα βέλτιστα χρηματοοικονομικά εργαλεία για την υλοποίησή τους. Δυστυχώς, ενίοτε, η επίκληση των στενών δημοσιονομικών περιθωρίων γίνεται για να καλυφθούν ελλείμματα στον σχεδιασμό, στην οργάνωση ή και στην ίδια την πολιτική βούληση.

v