Το 2024 και το 2025 είναι χρονιές σημαντικής προοπτικής αλλά και μεγάλων προκλήσεων για τις επιχειρήσεις. Η χώρα έχει μπει σε μια τροχιά ανάπτυξης που ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, έχει πετύχει δημοσιονομική σταθερότητα και αυξανόμενα δημόσια έσοδα παρά τις πολλές και σημαντικές μειώσεις των συντελεστών για φόρους και εισφορές.
Αυτά τα έσοδα προσδίδουν πολύτιμα περιθώρια για την πραγματοποίηση δημοσίων δαπανών, παράλληλα με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, και η πρόοδος αυτή αντανακλάται και στον προϋπολογισμό του 2025.
Όμως, η εκ νέου εκτίναξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μάς θυμίζει ότι η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί αμείωτη, αλλά και να επικεντρωθεί σε δράσεις με τον μέγιστο δυνατό θετικό αντίκτυπο σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής.
Οι προκλήσεις από το εξωτερικό περιβάλλον είναι πολλές. Η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία μπορεί να έχει πολύπλευρες επιπτώσεις, από την εκτόξευση του κόστους ενέργειας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις μέχρι την περαιτέρω αναστάτωση στις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις πληθωριστικές πιέσεις που αυτή δημιουργεί.
Παράλληλα, η κατάσταση αυτή επιτείνει την ανάγκη η Ευρώπη να βρει τον γεωπολιτικό και παραγωγικό βηματισμό της, να ενισχύσει τις αμυντικές της δυνατότητες, ενώ την ίδια στιγμή ο ανερχόμενος προστατευτισμός, ιδιαίτερα μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, δημιουργεί νέα δεδομένα στο παγκόσμιο εμπόριο.
Ειδικά για την ενέργεια, ο χειμώνας προβλέπεται αρκετά δύσκολος. Ήδη, τον Νοέμβριο του 2024 καταγράφηκε μια αύξηση 53% σε σχέση με τον Οκτώβριο και 31% σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2023, οι κυρώσεις των ΗΠΑ στην Gazprombank μπορεί να επηρεάσουν την προμήθεια φυσικού αερίου στην Ευρώπη, τη στιγμή που στις αρχές 2025 λήγει και η σύμβαση μεταφοράς ρωσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας. Σε αυτό το περιβάλλον, η θωράκιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, όπως κάνουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι ένα πρώτο, απαραίτητο, βήμα.
Παράλληλα, όμως, πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειες και να λύσουμε γρήγορα τα ζητήματα στη χωροταξία, τις υποδομές, την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, την άδικη φορολόγηση των μεσαίων στελεχών, την πολυνομία, την ελλιπή διασύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας και να μπορέσουμε να καλύψουμε τις κενές θέσεις εργασίας.
Είναι προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση του απαιτούμενου επενδυτικού και παραγωγικού άλματος, τη στιγμή που και η Ευρώπη αναζητά απαντήσεις που θα συνδυάζουν τη λιγότερη δυνατή ρυθμιστική επιβάρυνση, περισσότερο ρεαλισμό και ισορροπία μεταξύ πράσινης μετάβασης και ανταγωνιστικότητας. Αν δεν προσαρμοστούμε έγκαιρα και αποτελεσματικά για να αυξήσουμε την παραγωγικότητά μας, η υπαρξιακή απειλή για μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής, βεβαίως και της ελληνικής παραγωγής, είναι δεδομένη.
Παρά τη συγκυρία, για την Ελλάδα οι προοπτικές είναι θετικές. Η χώρα έχει επανατοποθετηθεί στον διεθνή επενδυτικό χάρτη, προσελκύει ολοένα και περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις -αν και όχι πάντα αρκούντως παραγωγικές- και έχει ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της.
Το επενδυτικό κενό ξεπερνάει τα 11 δισ. ευρώ τον χρόνο, αλλά πολλοί κλάδοι, όπως η βιομηχανία, τα logistics, οι κατασκευές, οι εταιρείες τεχνολογίας, οι υπηρεσίες, αντέχουν, εξελίσσονται και κινούνται ανοδικά. Για παράδειγμα, η συνεισφορά της βιομηχανίας στο ΑΕΠ το 2023 ανήλθε στο 13,4% έναντι 11,2% το 2010, και μάλιστα σε μια εποχή με αναντίρρητα σημαντική συνεισφορά και του τουρισμού.
Είμαστε, όμως, ακόμα χαμηλά σε όρους παραγωγικότητας, ενώ και η βελτίωση παραμένει ισχνή. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε ελάχιστα (από 38.800 σε 39.100 ευρώ) μεταξύ 2019 και 2023.
Σε αυτήν την πραγματικότητα, για να αυξήσουμε την εγχώρια παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων, να υποκαταστήσουμε τις εισαγωγές, να αυξήσουμε τις εξαγωγές και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για περισσότερη και πιο στέρεη ευημερία των ανθρώπων, πρέπει να επενδύσουμε. Προτείναμε προς αυτή την κατεύθυνση τη δημιουργία ενός νέου εργαλείου: τις υπεραποσβέσεις σε παραγωγικές επενδύσεις. Είναι απλές, χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες και αφορούν την αξιοποίηση των ιδίων πόρων των επιχειρήσεων, με φορολογικές επιβραβεύσεις αντί για επιδοτήσεις.
Αντίστοιχα, πρέπει να επενδύσουμε και στη βελτίωση της ευημερίας των ανθρώπων όπως αυτή αντανακλάται στην ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής, τον διαρκή εμπλουτισμό των δεξιοτήτων τους και την αύξηση των εισοδημάτων τους.
Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι θεμέλιο για τη σταθερή βελτίωση των εισοδημάτων. Ο μόνος τρόπος για να πετύχουμε με τρόπο που θα είναι βιώσιμος και δεν θα απειλήσει την ευημερία των επόμενων γενεών, βασίζεται σε δύο συμπληρωματικές πτυχές: Από τη μία, τις επενδύσεις. Και από την άλλη, ένα πλαίσιο εργασιακών σχέσεων που αναγνωρίζει τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί και την ανάγκη ευέλικτης λειτουργίας των επιχειρήσεων, διαρκούς εξέλιξης του ανθρώπινου δυναμικού, μετρήσιμους στόχους και αποτελέσματα, καθώς και προσαρμογή στην τεχνολογία, την Τεχνητή Νοημοσύνη και άλλα.
Σε αυτή την κατεύθυνση, οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και η πολιτεία πρέπει να δουλέψουν μαζί και για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα μας ωφελήσει όλους και ιδιαίτερα τους νέους. Πρόκειται για θέματα που συζητιούνται με απόλυτο σεβασμό στα εργασιακά δικαιώματα, τόσο σε χώρες όπως η Ισπανία, όπου η συνεννόηση των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης οδήγησε σε μια νέα κοινωνική συμφωνία, όσο και για πρώτη φορά σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αναγνωρίζεται, δηλαδή, όλο και ευρύτερα ότι οι σύγχρονες εργασιακές σχέσεις είναι η βάση για μια παραγωγική οικονομία και για μια ευημερούσα κοινωνία.
Είναι μια συζήτηση στην οποία πρέπει να προσέλθουμε όλοι, χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες, αλλά με αίσθημα ευθύνης. Από την πλευρά των επιχειρήσεων, η ευθύνη είναι να επενδύσουμε στην τεχνολογία, την καινοτομία και στους ανθρώπους. Να αναγνωρίσουμε την ανάγκη ισορροπίας, να εξηγήσουμε την ανάγκη της ανταγωνιστικότητας και αυξημένης παραγωγικότητας και να επιβραβεύουμε τους εργαζομένους. Κανείς, όμως, δεν μπορεί μόνος και γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε μαζί.
* O Σπύρος Θεοδωρόπουλος είναι Πρόεδρος του ΣΕΒ