Το αστείο με το να είσαι Ευρωπαίος κατά τη διάρκεια των αμερικανικών προεδρικών εκλογών είναι η αίσθηση ότι θα έπρεπε κι εσύ να έχεις το δικαίωμα να ψηφίσεις. Και ποιος μπορεί να μας κατηγορήσει γι’ αυτό; Το ποιος θα καθήσει στο Οβάλ Γραφείο θεωρείται -και σωστά- από πολλούς στην Ευρώπη ως μια απόφαση υπαρξιακής σημασίας για την ευημερία και την ασφάλεια της ηπείρου.
Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που, ακόμα και με έναν πόλεμο να μαίνεται στην Ευρώπη (ο οποίος περιλαμβάνει συνεχείς πυρηνικές απειλές από το Κρεμλίνο), οι εξελίξεις στις προεκλογικές εκστρατείες των ΗΠΑ έχουν λάβει πολύ μεγαλύτερη προσοχή από το συνηθισμένο στον ευρωπαϊκό Τύπο. Δεδομένου του πολέμου στην Ουκρανία, των κινδύνων ενός ευρύτερου πολέμου στη Μέση Ανατολή και της αυξανόμενης πρόκλησης της Κίνας απέναντι στην αμερικανική πρωτοκαθεδρία, η Ευρώπη χρειάζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου. Και η Αμερική έχει ακόμη ανάγκη ένα μοναδικό και πολύτιμο πλεονέκτημα, που δεν έχουν οι αυξανόμενοι αντίπαλοί της: αξιόπιστους συμμάχους και εταίρους στην Ευρώπη.
Με τα χρόνια, η Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, το διεθνές φόρουμ για την ασφάλεια στο οποίο ήμουν επικεφαλής για 14 χρόνια, έχει συγκεντρώσει έναν μακρύ κατάλογο διατλαντικών ζητημάτων προς επίλυση. Στον πυρήνα τους βρίσκονται τρεις στρατηγικές προκλήσεις, τις οποίες η Αμερική και η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τις αμερικανικές εκλογές τον Νοέμβριο. Ο τρόπος που θα διαχειριστούμε αυτές τις προκλήσεις θα καθορίσει αν η Διατλαντική Συμμαχία, το ΝΑΤΟ, θα συνεχίσει να είναι η ισχυρή συμμαχία που γνωρίζουμε τα τελευταία 75 χρόνια ή αν θα διαλυθεί.
Πρώτον, πρέπει να μιλήσουμε για την Κίνα. Σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ορίζει την Κίνα ως εταίρο, ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο, η Αμερική, σε μια σπάνια ένδειξη διακομματικής συμφωνίας, φαίνεται να έχει καταλήξει στο ότι η Κίνα δεν είναι απλώς ο κύριος αλλά και ο μακροπρόθεσμος αντίπαλός της σε όρους παγκόσμιας πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος και επιρροής. Οι διατλαντικές διαφωνίες σχετικά με το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα η Κίνα είναι ήδη ορατές και φαίνεται πως πρόκειται να μεγεθυνθούν.
Όσον αφορά τη «διαχείριση» της Ρωσίας, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν έναν μεγάλο μηχανισμό διαβουλεύσεων και συντονισμού εδώ και επτά δεκαετίες: το ΝΑΤΟ. Με την Κίνα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Γιατί δεν ζητήθηκε η γνώμη της Ευρώπης όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να απαγορεύσουν την εξαγωγή ημιαγωγών στην Κίνα; Υπάρχει κάποια συμφωνημένη στρατηγική για την Ταϊβάν; Από την οπτική γωνία της Ευρώπης, η ολοένα και πιο δημοφιλής άποψη στην Ουάσιγκτον ότι η Αμερική πρέπει να επικεντρωθεί στην Κίνα και να αφήσει την Ουκρανία στους Ευρωπαίους, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Πολλοί Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι η Κίνα μπορεί κάλλιστα να ερμηνεύσει τη μειούμενη αμερικανική υποστήριξη προς την Ουκρανία ως ένδειξη αδυναμίας (θυμάστε το Αφγανιστάν;).
Η δημιουργία ενός πλήρως στελεχωμένου σώματος που να εστιάζει στον συντονισμό για την Κίνα και την περιοχή Ασίας - Ειρηνικού θα πρέπει να είναι υψηλά στην κοινή μας ατζέντα. Μια διευρυμένη «Ομάδα των 7», που να περιλαμβάνει την Αυστραλία, τη Νότια Κορέα και, ενδεχομένως, άλλες περιφερειακές δυνάμεις, θα μπορούσε να είναι μια επιλογή, αν και πιθανώς όχι επαρκής.
Επίσης, πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε σοβαρά για το πώς θα πληρώσουμε τους αμυντικούς μας λογαριασμούς. Το μεγαλύτερο μακροπρόθεσμο «αγκάθι» στο ΝΑΤΟ έχει σχεδόν εξαφανιστεί: οι Ευρωπαίοι πλέον δεν αρνούνται να αναλάβουν ένα δίκαιο μερίδιο του κοινού αμυντικού βάρους. Οι αμυντικοί προϋπολογισμοί έχουν αυξηθεί παντού -η δέσμευση των μελών της Συμμαχίας το 2014 να δαπανήσουν το 2% του εθνικού ΑΕΠ τους έχει εκπληρωθεί από τα περισσότερα κράτη. Ποιο είναι, λοιπόν, το πρόβλημα; Εν ολίγοις, στην Ευρώπη ξοδεύουμε τα αμυντικά μας κονδύλια εξαιρετικά αναποτελεσματικά, επειδή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε για το πού και πώς θα παράγουμε τα όπλα μας ή τι θα αγοράσουμε. Από το 2016, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούσαν περίπου 30 κύρια στρατιωτικά συστήματα, από αεροσκάφη μέχρι φρεγάτες, σε σύγκριση με τα περίπου 180 συστήματα μεταξύ των Ευρωπαίων συμμάχων.
Ακόμα χειρότερα, οι Ευρωπαίοι προμηθεύονται περισσότερα από τα δύο τρίτα των στρατιωτικών συστημάτων τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, με αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές εταιρείες να στερούνται αναγκαίων επενδύσεων. Αυτό είναι σπουδαίο νέο για την αμερικανική αμυντική βιομηχανία, αλλά είναι πολιτικά μη βιώσιμο για την Ευρώπη μακροπρόθεσμα. Οι γερουσιαστές στην Ουάσιγκτον χαίρονται όταν αυξάνονται οι θέσεις εργασίας στην αμυντική παραγωγή στην πολιτεία τους. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν διαφέρουν.
Αν η Αμερική θέλει πραγματικά η Ευρώπη να είναι περισσότερο υπεύθυνη για την ασφάλειά της, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ενθαρρύνει τους Ευρωπαίους εταίρους να αναπτύξουν και να αγοράζουν περισσότερα όπλα στην ήπειρό τους -και να το κάνουν με συντονισμένο τρόπο. Αν οργανωνόμασταν σωστά και προχωρούσαμε σε περισσότερη κοινή χρήση και συνεργασία μεταξύ των μελών της Ε.Ε. και των Ευρωπαίων εταίρων στο ΝΑΤΟ, θα μπορούσαμε να εξοικονομήσουμε περίπου 15 δισ. ευρώ ή και περισσότερα κάθε χρόνο και να τα επενδύσουμε σε περισσότερα και καλύτερα συστήματα, καθώς και σε περισσότερα πυρομαχικά.
Τέλος, πρέπει να μιλήσουμε για τις κοινές δυτικές μας αξίες. Η βασική διαφορά ανάμεσα σε εμάς και τα αυταρχικά ή δικτατορικά καθεστώτα δεν είναι η δέσμευσή μας στα ανθρώπινα δικαιώματα, στο κράτος δικαίου, στην αξιοπρέπεια σε αυτή την εποχή ατιμωρησίας, όπως είχε χαρακτηρίσει κάποτε ο πρώην Βρετανός υπουργός Εξωτερικών David Miliband το σημερινό παγκόσμιο χάος; Μπορούμε και πρέπει να είμαστε υπερήφανοι γι' αυτή τη δέσμευση. Το πρόβλημα είναι ότι ο δυτικός κόσμος -και ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες- κατηγορούνται ότι εφαρμόζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά στην αντιμετώπιση των πολέμων, των συγκρούσεων και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αυτό, φυσικά, δεν είναι ένα νέο σημείο αντιπαράθεσης. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης πανδημίας, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες πίστευαν ότι τους είχαν υποσχεθεί εμβόλια μόλις αυτά γίνονταν διαθέσιμα. Στην πραγματικότητα, έπρεπε να περιμένουν μέχρι να εμβολιαστεί ολόκληρος ο πληθυσμός στις Βρυξέλλες ή στο Μαϊάμι. Ωστόσο, οι ταυτόχρονοι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα έχουν επιδεινώσει το πρόβλημα και έχουν κάνει τη διαχείρισή του σχεδόν αδύνατη. Οι δυτικές χώρες αναμένουν από τον κόσμο να υποστηρίξει τα ψηφίσματά μας που καταδικάζουν τη ρωσική συμπεριφορά στην Ουκρανία, αλλά δυσκολευόμαστε να ανταποκριθούμε με τον ίδιο τρόπο όσον αφορά τη διεξαγωγή του πολέμου στη Γάζα.
Ως αποτέλεσμα, η συλλογική μας αξιοπιστία έχει δεχθεί πλήγμα. Πρόκειται για πλήγμα στην ταυτότητά μας, αλλά επίσης μειώνει τη συλλογική μας ικανότητα να αντισταθούμε στις αυξανόμενες προκλήσεις του αυταρχισμού και στην ανοιχτή και ολοένα μεγαλύτερη περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου. Υπάρχει μια εύκολη λύση για την εξάλειψη αυτού του χάσματος αξιοπιστίας; Όχι, αλλά η συλλογική και επίσημη δέσμευσή μας στο κράτος δικαίου και στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όσον αφορά την προσέγγισή μας σε διεθνείς συγκρούσεις και κρίσεις, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα.
Όλες αυτές οι προκλήσεις είναι σύνθετες και δεν επιλύονται εύκολα. Η Ευρώπη δεν πρέπει να έχει αυταπάτες: δεν μπορεί να περιμένει θαύματα από κανέναν από τους δύο υποψήφιους για την προεδρία των ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί Ευρωπαίοι ελπίζουν ότι η προεδρία της Kamala Harris, ακολουθώντας τα βήματα του Joe Biden, θα είναι περισσότερο διατεθειμένη να ακούσει τις ευρωπαϊκές ανησυχίες σχετικά με τη Ρωσία, την Κίνα και τη διατλαντική ασφάλεια, σε αντίθεση με τον Donald Trump, του οποίου το διατλαντικό ιστορικό δεν χαρακτηριζόταν από συνέπεια. Οι αμφιβολίες που εξέφρασε για το ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του και μετά εξακολουθούν να απασχολούν πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες. Ωστόσο, η διατλαντική συζήτηση με μια κυβέρνηση Harris μπορεί να είναι εξίσου δύσκολη όσο και με μια δεύτερη θητεία Trump, ιδιαίτερα σε θέματα οικονομίας, εμπορίου, επενδύσεων και τεχνολογίας.
Όποιος κι αν κερδίσει τον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος και οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να υπενθυμίσουν στους εαυτούς τους τα πολύ απτά οφέλη αυτής της κεντρικής σημασίας σχέσης -και να συνεχίσουν τη συζήτηση.
* Ο Wolfgang Ischinger είναι Πρόεδρος του ιδρυτικού συμβουλίου του Munich Security Conference Foundation. Επικεφαλής της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου από το 2008 έως το 2022. Πρώην γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας, πρώην πρέσβης της Γερμανίας στην Ουάσιγκτον και στο Λονδίνο.