Οι δραματικές εξελίξεις των τελευταίων ετών έφεραν τη Δύση αντιμέτωπη με τον αναθεωρητικό «άξονα των δικτατοριών», ο οποίος απειλεί να κατεδαφίσει δια της βίας τη μεταπολεμική δυτικόστροφη τάξη πραγμάτων του απαραβίαστου των συνόρων.
Παρότι τις τελευταίες δεκαετίες ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε καταστεί «αδιανόητος», οι συγκρούσεις είναι δυστυχώς εκ νέου παρούσες και η ανάγκη ανάλογης προετοιμασίας επιτακτική.
Επιπλέον, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παρά το ήπιο κλίμα που επιφανειακά επικρατεί μετά το 2023, οι διαφορές με τον αναθεωρητικό και επιθετικό μας γείτονα παραμένουν αγεφύρωτες. Υποτιμώντας την αυξανόμενη διεκδικητικότητα και αλλαγή συνόρων που επιδιώκει η Άγκυρα, η Αθήνα δείχνει να ονειρεύεται «αιώνια φιλία» μεταξύ των δύο χωρών, αλλά στην πραγματικότητα εκπέμπει άγνοια κινδύνου. Κι αυτό γιατί οι τουρκικές διεκδικήσεις συνεχώς διευρύνονται: από απαιτήσεις για τεράστιες θαλάσσιες ζώνες αμφισβητείται πλέον η ελληνικότητα και το δικαίωμα άμυνας των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Οι πολιτικοί και η κοινή γνώμη δείχνουν να αγνοούν την τεράστια αυτή ποιοτική διεύρυνση «επίδικου αντικειμένου» που επιχειρεί η Τουρκία, χωρίς μάλιστα ουσιαστικές αντιστάσεις «συμμάχων» κρατών ή οργανισμών.
Η στρατιωτική της προετοιμασία και οι αναθεωρητικές φιλοδοξίες της αυξάνονται εκθετικά στον άξονα Θράκη – Αιγαίο - Κύπρος. Ενώ παλαιότερα επιδίωκε να αποτρέψει την Ελλάδα από μονομερή επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 ν.μ.-και προς ώρας το έχει πετύχει- τα τελευταία χρόνια διεκδικεί ανοιχτά ελληνικό νησιωτικό έδαφος.
Τα μεν μικρότερα νησιά, τις «γκρίζες ζώνες», τα απαιτεί αναφανδόν, τα δε μεγάλα (Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ρόδο κ.ά.) με το εκβιαστικό δίλημμα: είτε τα «αποστρατιωτικοποιείτε» είτε τα διεκδικώ και αυτά και «θα ‘ρθω μια νύχτα ξαφνικά». Μέσα στο 2024 προστέθηκαν εξάλλου και νέες απαιτήσεις της Άγκυρας (π.χ. τα θαλάσσια πάρκα και η πόντιση καλωδίων μεταξύ ελληνικών νησιών), με εντυπωσιακή υποτονικότητα της Αθήνας.
Τα καθησυχαστικά αφηγήματα της τελευταίας αποδίδουν την τουρκική επιθετικότητα σε «ανάγκες εσωτερικής κατανάλωσης» και θεωρούν την κατάσταση διαχειρίσιμη με «ανυποχώρητο» πολιτικό λόγο και επικοινωνιακές ακροβασίες.
Ο εφησυχασμός επικρατεί συνήθως ως πιο ευχάριστος από την ανησυχία για τη γιγάντωση της απειλής, η οποία αντίθετα απαιτεί τη λήψη μέτρων. Αντίθετα, ο αντίπαλος, όντας μεθοδικός και στρατηγικά σκεπτόμενος, πετυχαίνει βήμα-βήμα να εγγράφει, μικρές συνήθως, τακτικές νίκες, οι οποίες όμως συμποσούνται σε βάθος χρόνου σε λίαν σημαντικά κέρδη του -και μάλιστα χωρίς «ούτε μια τουφεκιά» ή οποιοδήποτε αντάλλαγμα πέραν της αναβολής.
Η ελληνική αντιμετώπιση του «προβλήματος Τουρκία» καθοδηγείται υπέρμετρα από νομικές, οικονομικές και επικοινωνιακές συνιστώσες σε βάρος της διπλωματικής συνιστώσας. Αναδύεται έτσι μια έλλειψη εξοικείωσης με τα συνήθη εργαλεία της εξωτερικής πολιτικής και επιλέγεται ο παραγκωνισμός τους ως αχρείαστων. Επί μισό αιώνα, επιβλήθηκε μια στενά νομική προσέγγιση του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Διεθνολόγοι νομικοί και πολιτικοί αναγόρευσαν σε δόγμα τη γνωστή ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου «δεν παραχωρούμε τίποτα, δεν διεκδικούμε τίποτα». Στηρίχθηκε δηλαδή κατά κύριο λόγο στη βεβαιότητα περί της ισχύος του διεθνούς δικαίου ως εργαλείου που από μόνο του θα εξασφάλιζε την ανατροπή των τετελεσμένων (κατοχή του 36% της Κύπρου κ.λπ.), την τιμωρία των παραβατών και την επικράτηση των δικαιικών επιταγών (12 ν.μ.) σε όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όχι μόνο αυτό δεν συνέβη παρά οριακά, αλλά η ίδια η χώρα, που ομνύει απόλυτη αφοσίωση στο διεθνές δίκαιο (ειδικά μάλιστα της θάλασσας), δεν το αξιοποιεί, ακολουθώντας μια εξαιρετικά συντηρητική στάση.
Ως αποτέλεσμα των αντιλήψεων αυτών, δυστυχώς με μικρές εξαιρέσεις, η ακολουθούμενη αποτρεπτική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία, απέτυχε: κατά γενική ομολογία η γείτων δεν έχει αποτραπεί μέχρι σήμερα από καμία εκ των αναθεωρητικών απαιτήσεών της.
Ενόψει συνεπώς της νέας φάσης του διαλόγου απαιτείται μια νέα -διεκδικητική και επικερδής- στρατηγική του ελληνισμού. Απαιτείται μια συνολική κινητοποίηση και μια άλλη προσέγγιση του διαλόγου: με θέσεις συνετής διεκδικητικότητας, «ευρωπαϊκούς» κανόνες διαπραγμάτευσης και ουσιαστική στήριξη από συμμάχους και όχι ίσες αποστάσεις.
Η υπαρκτή ανάγκη για εξομάλυνση της σχέσης με τη γείτονα δεν θα πρέπει να καταλήξει ζημιογόνα για τη χώρα μέσα από λανθασμένες επιλογές διαπραγματευτικής τακτικής και παραπομπής στην κρίση ξένων δικαστών θεμάτων εδαφικής κυριαρχίας και άμυνας.
Επί μισό αιώνα ο ελληνισμός επιδίωξε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άλλοτε εντονότερα και άλλοτε παθητικά, με τη μία ή την άλλη μέθοδο, να πετύχει την εξομάλυνση. Δεν εξασφάλισε, όμως, σχεδόν κανένα θετικό αποτέλεσμα, αφού κανένα θέμα δεν λύθηκε. Κατά συνέπεια, η ακολουθούμενη στρατηγική δεν επιτελεί τον σκοπό της και πρέπει γι’ αυτό να βελτιωθεί ή και να αντικατασταθεί με μια επωφελέστερη.
* Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι Καθηγητής Διεθνών σχέσεων, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας «J. Monnet», πρώην Υφυπουργός Εξωτερικών