Έχουμε συνηθίσει τις ΗΠΑ να πρωταγωνιστούν στο διεθνές γεωπολιτικό σύστημα. Σήμερα, ο ρόλος που επί δεκαετίες είχαν αναλάβει οι ΗΠΑ στην Ευρώπη δείχνει έτοιμος να μετασχηματιστεί υπό τη νέα προεδρία Trump, αλλάζοντας τα δεδομένα σε πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο. Η κατεύθυνση αυτών των αλλαγών, ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρη.
Με δύο εύφλεκτες πολεμικές συρράξεις εν εξελίξει, στην Ουκρανία και το Ισραήλ, η πιθανότητα αλλαγής του διεθνούς ρόλου των ΗΠΑ και η πιθανή υιοθέτηση δογμάτων απομονωτισμού δεν μπορεί παρά να εκλαμβάνεται ως καθοριστικός παράγοντας.
Η πρόθεση του Trump είναι «να τερματίσει τον πόλεμο από την πρώτη μέρα». Άλλο όμως οι προθέσεις και άλλο οι πράξεις. Η εκπεφρασμένη επιθυμία για άμεση ειρηνευτική συμφωνία Μόσχας - Κιέβου είναι πιθανό να έχει ανοίξει τη ρωσική όρεξη για σημαντικές παραχωρήσεις. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μια γενικά ισορροπημένη αμερικανική πρόταση είναι πιο δύσκολο να γίνει δεκτή από ρωσικής πλευράς, κάτι που θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να αυξήσουν την ουκρανική ενίσχυση για να αποφύγουν μια ντροπιαστική υπαναχώρηση που θα ροκάνιζε το κύρος του νεοεκλεγμένου προέδρου.
Στο άλλο φλεγόμενο μέτωπο, η πιθανότητα ο Trump να μειώσει τις πιέσεις προς την κυβέρνηση Netanyahu είναι ασφαλώς υπαρκτή, αλλά θα πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα αρκετών ακόμη παραμέτρων, όπως ο παράγοντας «Ιράν», η δράση οργανώσεων που συνδέονται περισσότερο ή λιγότερο με την Τεχεράνη (Χαμάς, Χεζμπολά, Χούθι) και η στάση των χωρών του Κόλπου.
Η νέα πολιτική Trump πιθανότατα θα φέρει ανακατατάξεις και αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό του NATO. Αν χώρες-κλειδιά, που τώρα ξοδεύουν λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ τους σε αμυντικές δαπάνες πιεστούν να αυξήσουν τις εισφορές τους, αυτό ενδεχομένως θα έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή στροφή σε πιο «ευρωπαϊκοκεντρικά» μοντέλα διαχείρισης της ασφάλειας εντός και εκτός της Γηραιάς ηπείρου.
Τυχόν εκπλήρωση της αμερικανικής απαίτησης για 2% του ΑΕΠ και άνω σε αμυντικές δαπάνες, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη ανάληψη από την Ευρώπη της οικονομικής υποστήριξης της Ουκρανίας, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ευρωπαϊκή οικονομία, σημείωναν το καλοκαίρι οι αναλυτές της Goldman Sachs, προσθέτοντας ότι η ανάπτυξη που θα φέρουν οι επιπλέον αμυντικές δαπάνες δεν θα είναι σημαντική. Μια τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε. τη Γερμανία και θα προστεθεί στις επιπτώσεις για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης που έφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία και η διακοπή εισαγωγής φθηνού ρωσικού αερίου.
Οι ευρωπαϊκές δυσκολίες από την εκλογή Trump δεν σταματούν εδώ. Οι Ευρωπαίοι εξαγωγείς είναι εκ νέου αντιμέτωποι με την προοπτική επιβολής δασμών στα εξαγόμενα στις ΗΠΑ προϊόντα τους και με το ενδεχόμενο ενός εμπορικού πολέμου με τον μεγαλύτερο εταίρο τους. Η ευρωπαϊκή οικονομία ακόμη θυμάται τους δασμούς που είχε επιβάλει στο ατσάλι και το αλουμίνιο ο νέος πρόεδρος στην πρώτη του θητεία. Η επιστροφή των παλιών δασμών και η επιβολή νέων θα κοστίσουν ακριβά στις ευρωπαϊκές χώρες που στηρίζονται κυρίως στη βιομηχανία τους -αυτό είναι κάτι που το Βερολίνο το γνωρίζει.
Οι Βρυξέλλες ετοιμάζονται για μια τέτοια μάχη ήδη από τα τέλη του 2023, όταν εισήγαγαν έναν μηχανισμό επιβολής δασμών. Το 2018 είχαν απαντήσει στον Trump με επιβολή δασμών σε αμερικανικά προϊόντα. Ωστόσο, ένας εμπορικός πόλεμος, και ειδικά ένας γενικευμένος εμπορικός πόλεμος, θα οδηγήσει σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια σε νέα άνοδο του πληθωρισμού και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, κάτι που όλοι απεύχονται, ενώ θα λειτουργούσε αρνητικά και για την προοπτική κοινού μετώπου κατά των κινεζικών εξαγωγών.
Ήδη, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του ο νέος Αμερικανός πρόεδρος συστηματικά υποβάθμιζε τη σημασία των περιβαλλοντικών κινδύνων. Ο άνθρωπος που είχε αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού, χαρακτήρισε την κλιματική αλλαγή «φάρσα» και όσους μιλούν για την υπερθέρμανση του πλανήτη «ανόητους».
Δεν έχει κρύψει, εξάλλου, την πρόθεσή του να σταματήσει τα προγράμματα πράσινης ενέργειας και αντίστοιχων επενδύσεων, τα οποία ενεργοποιήθηκαν επί προεδρίας Biden. Νωρίτερα φέτος, η βρετανική ΜΚΟ Carbon Brief ανακοίνωσε ότι η νίκη Trump στις εκλογές θα οδηγήσει σε επιπλέον 4 δισεκατομμύρια τόνους εκπομπών άνθρακα έως το 2030, σε σχέση με την επιβάρυνση που θα είχε η ατμόσφαιρα σε περίπτωση νίκης των Δημοκρατικών.
Αρνητικά θα λειτουργήσει, όπως φαίνεται, η νέα θητεία Trump και στον εν εξελίξει διεθνή διάλογο για τον περιορισμό της μόλυνσης μέσω πλαστικών και παραγώγων πετρελαίου, αφού το πιθανότερο είναι πως οι ΗΠΑ θα συνταχθούν με τις πετρελαιοπαραγωγκές χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, οι οποίες έχουν κατηγορηθεί ότι τορπιλίζουν τις σχετικές συζητήσεις.
Σε πολιτικό επίπεδο, η εκλογή Trump εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την παρουσία και την άνοδο υπερσυντηρητικών και ακροδεξιών πολιτικών στη Γηραιά ήπειρο -μια τάση που δεν περίμενε τον Αμερικανό μεγιστάνα για να παραγάγει τα αποτελέσματά της, όπως δείχνει η στάση των πολιτικών σχηματισμών σε Ουγγαρία, Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία, Γαλλία, Αυστρία, Σλοβακία και σύντομα μάλλον στην Τσεχία, οι οποίοι προβάλουν τον εθνοκεντρισμό και δεν κρύβουν τον αντιφιλελευθερισμό και τον ευρωσκεπτικισμό τους.
Το αντισυστημικό προφίλ που θέλει να διατηρεί ο Trump, αλλά και τα νέου τύπου συντηρητικά ακροατήρια που πληθαίνουν, καθιστούν την κυβέρνησή του ικανή για απρόβλεπτες επιλογές, στις οποίες το πολιτικό κόστος θα σταθμίζεται ίσως με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με μια παραδοσιακή προσέγγιση της πολιτικής.
*Ο Δημήτρης Γλύστρας είναι Δημοσιογράφος