Πριν από τον καιρό των μνημονίων, θα ήταν αδιανόητο για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα να έχει συμμετοχή στην κυβέρνηση ένα κόμμα που συναπαρτίζεται, σε μεγάλο βαθμό, από υποστηρικτές της δικτατορίας. Κι όμως. Αυτό έγινε στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας. Η σκληρή λιτότητα των μνημονίων δεν θα μπορούσε να έρθει χωρίς τη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς. Αλλά και χωρίς την κανονικοποίηση των ιδεών της.
Όταν ξέσπασε το Κίνημα των Αγανακτισμένων, ως τέκνο της αντίδρασης στην αυστηρή λιτότητα, ομάδες ακροδεξιών ανέπτυξαν ακραία επιθετικότητα απέναντί του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την πίστη ότι τα γνήσια λαϊκά ξεσπάσματα μπορούν να συμβάλουν στις μεγάλες δημοκρατικές αλλαγές, βρέθηκε δίπλα και μέσα στον κόσμο, παίρνοντας ιδέες και δοκιμάζοντας τις δικές του. Και με τη στάση του κατάφερε να μετασχηματίσει, σε βάθος κάποιων μηνών, την αγανάκτηση σε προσδοκία για αλλαγή. Πολιτική, οικονομική και κοινωνική.
Με τη στάση του έδωσε πολιτική διέξοδο στη λαϊκή κινητοποίηση. Και απέτρεψε το «αδιέξοδο» του εκφασισμού μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας. Η παρουσία της ακροδεξιάς τα επόμενα χρόνια, βεβαίως, δεν αποφεύχθηκε, αλλά ο περιορισμός της (σε σχέση με τον «χώρο» και την ευκαιρία που της δίνονταν) ήταν σημαντικός. Τουλάχιστον μέχρι το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας.
Στον περιορισμό των δυνάμεών της, στη συνέχεια, συνέβαλε προφανώς και η δίωξη και καταδίκη ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής. Συνέβαλε, όμως, και η πολιτική που εφαρμόστηκε μετά το 2015, με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρεί -και τελικώς να επιτυγχάνει- να φέρει τη δίκαιη ανάπτυξη, να μειώσει τις ανισότητες, να αναγνωρίσει δικαιώματα, να διαχειριστεί το κρίσιμο ζήτημα του προσφυγικού στο πλαίσιο της Ε.Ε. και να ισχυροποιήσει τη θέση της χώρας μας στην περιοχή.
Μία πρώτη παραδοχή είναι, λοιπόν, ότι την ακροδεξιά μπορείς να την περιορίσεις όταν παρεμβαίνεις στον χώρο δράσης της και «βλέπεις» τον αδύναμο ή τον αδικημένο. Όταν εφαρμόζεις φιλολαϊκές και δίκαιες πολιτικές, όταν μειώνεις τις ανισότητες, όταν επιφέρεις κοινωνική δικαιοσύνη και ασφάλεια.
Όταν αναδεικνύεις την αναγκαιότητα και την κρισιμότητα της αλληλεγγύης σε ευάλωτους και πρόσφυγες/μετανάστες. Όταν αναγνωρίζεις την ισότητα των δικαιωμάτων διαφόρων κοινωνικών ομάδων (π.χ. ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα). Όταν υλοποιείς πολιτικές διεθνούς συνεργασίας και συμφωνίες ειρήνης, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, που διαφυλάττουν την ιστορία της χώρας, όταν ασκείς μια διπλωματική πολιτική, όπως στα ελληνοτουρκικά, που προστατεύει την εθνική μας κυριαρχία.
Αυτές οι πολιτικές, όμως, εκλείπουν σήμερα. Και ενώ οι πρόσφατες και τρέχουσες κρίσεις (πανδημική και ενεργειακή κρίση, πολεμικές συρράξεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, κρίση ακρίβειας κ.ά.) έφεραν την ακροδεξιά να ξανασηκώσει κεφάλι:
Στη μεν χώρα μας, αντί για πολιτικές αντιμετώπισης των επιπτώσεων των κρίσεων, υλοποιούνται πολιτικές που διευρύνουν τις ανισότητες, οδηγούν σε μεγέθυνση της οικονομίας αλλά μόνο για λίγους, μειώνουν τα αγαθά που απολαμβάνει η πλειονότητα της κοινωνίας, επιτίθενται στα κεκτημένα νοικοκυριών και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, συγκεντρώνουν την οικονομική δραστηριότητα στα χέρια λίγων.
Στη δε Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τις παροδικές λύσεις που προτάθηκαν, επιλέγεται πλέον και πάλι ο δρόμος της λιτότητας, χωρίς ουσιαστική ενίσχυση των πολιτών και της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας.
Η επιχείρηση κανονικοποίησης της ρητορικής της ακροδεξιάς συνεχίζει να υφίσταται από τη δεξιά, η οποία θεωρεί ότι μπορεί να προσεταιριστεί ψηφοφόρους από μια άλλη δεξαμενή. Ρητορική που, όμως, αποτελεί απειλή για τις κοινωνίες μας και τη δημοκρατική λειτουργία. Μια ρητορική από δυνάμεις, οι οποίες έχουν στο DNA τους τα απροκάλυπτα πογκρόμ κατά των «ξένων» και των αδύναμων.
Ο δημόσιος λόγος των στελεχών της Ν.Δ., στο πλαίσιο υπεράσπισης των κυβερνητικών πεπραγμένων, γεμίζει τα ιδεολογικά και πολιτικά ντεπόζιτα της ακροδεξιάς. Οι ακραίοι του κόμματος, για παράδειγμα, δείχνουν τον «ξένο» ως υπεύθυνο της φτώχειας των πολλών. Την ίδια στιγμή, ο κ. Μητσοτάκης ξεδιπλώνει, για πολιτικούς και στρατηγικούς λόγους, έναν ιστορικό αναθεωρητισμό, στοχεύοντας αφενός να σβήσει από τη μνήμη του λαού τα μαρτύρια και τις ανωμαλίες της μεταπολεμικής Ελλάδας, αφετέρου να εξαλείψει από την κοινή μνήμη το ποιοι οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία και το ποιοι την έβγαλαν από τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια.
Οι ευθύνες για την άνοδο της ακροδεξιάς, για τη διάχυση των επιχειρημάτων της είναι συγκεκριμένες. Συγκεκριμένοι είναι και οι τρόποι αντιμετώπισης.
Μόνο μια ομοσπονδιακή πορεία για την Ευρώπη, με αυτόνομη άμυνα, μεγαλύτερο προϋπολογισμό, ενιαίο επίδομα ανεργίας, συνέχιση του Ταμείου Ανάκαμψης κ.ά., και όχι νέες εθνικές αναδιπλώσεις, μπορεί να ανακόψει την άνοδο της ακροδεξιάς.
Διαδήλωση αγροτών στις Βρυξέλλες το 2024, με φόντο mural που γράφει «The future is Europe». Όπως τονίζει ο Νίκος Παππάς, Προέδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, μόνο μια ομοσπονδιακή πορεία για την Ευρώπη, με αυτόνομη άμυνα, μεγαλύτερο προϋπολογισμό, ενιαίο επίδομα ανεργίας, συνέχιση του Ταμείου Ανάκαμψης κ.ά., και όχι νέες εθνικές αναδιπλώσεις, μπορεί να ανακόψει την άνοδο της ακροδεξιάς.
Μόνο μια προοδευτική πολιτική που δεν θα αφήνει κανέναν πίσω, που θα απαντά στις τρεις μείζονες κρίσεις, τη δημογραφική, την κλιματική και την οικονομική, που δεν θα επιτρέπει τον λαϊκισμό και την πατριδοκαπηλία, μπορεί να απαντήσει στο μίσος.
Μόνο μια προοδευτική εκλογική συμμαχία, όπως στη Γαλλία, όπου με τη συγκρότησή της κινητοποιήθηκε ο λαός και σήκωσε ανάχωμα στις ακραίες δυνάμεις, μπορεί να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική και ένα τέτοιο σχέδιο. Πολιτική για τον άνθρωπο και σχέδιο υπεράσπισης της Δημοκρατίας και της κοινωνίας. Στο χέρι μας είναι να το κάνουμε πράξη και στην Ελλάδα.
* Ο Νίκος Παππάς είναι Προέδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συµµαχία