Από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Άπω Ανατολή αναδύεται ένας νέος «άξονας του κακού» εναντίον της Δύσης, ο οποίος δεν είναι καθόλου εύκολα αντιμετωπίσιμος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον πρόεδρο George Bush τον νεότερο για να περιγράψει καθεστώτα που είχαν αντιταχθεί στην πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Ιράν) και την Ανατολική Ασία (Βόρεια Κορέα). Έκτοτε οι συσχετισμοί ισχύος έχουν αλλάξει σημαντικά στο διεθνές σύστημα, αυτή τη φορά εις βάρος της Δύσης.
Η Μόσχα, το Πεκίνο και η Τεχεράνη έχουν συγκροτήσει έναν πολιτικό - στρατιωτικό άξονα εναντίον όσων κυβερνήσεων υπερασπίζονται τη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Με αργά αλλά σταθερά βήματα, οι αναθεωρητικές δυνάμεις της Ευρασίας επεκτείνουν την επιρροή τους και αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία της Δύσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πρόσφατη σύνοδος των BRICS Plus στο Καζάν της Ρωσίας ήρθε να επιβεβαιώσει τη σταδιακή μετατόπιση ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή.
Από την άλλη πλευρά, ο ελεύθερος κόσμος βρίσκεται σε υποχώρηση. Συνιστά κοινή παραδοχή ότι η επιρροή των ΗΠΑ έχει μειωθεί παγκοσμίως για διάφορους λόγους. Η στρατιωτική τους υπεροχή δεν αρκεί για να τιθασεύσει την επιθετικότητα των αναθεωρητικών δυνάμεων. Η αμερικανική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα, ενώ η πολιτική πόλωση συχνά βραχυκυκλώνει το σύστημα λήψης αποφάσεων.
Στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο συγκερασμός διαφορετικών απόψεων και προσεγγίσεων στους ευαίσθητους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας έχει αποδειχθεί αδύνατος στόχος.
Δεν έχει γίνει ακόμα πλήρως κατανοητός ο αντίκτυπος της ταπεινωτικής αποχώρησης των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων συμμάχων τους από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021. Η επιστροφή των Ταλιμπάν δεν συνιστά ένα μεμονωμένο συμβάν, αλλά ένα γεγονός με παγκόσμιες προεκτάσεις. Αν το ιστορικό ανάλογο της δυτικής επέμβασης στο Αφγανιστάν είναι η αποτυχημένη εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, τότε μάλλον περνάμε σε έναν μετανεωτερικό Δεκελεικό Πόλεμο (413 π.Χ. - 404 π.Χ.). Σύμφωνα με αυτόν τον ιστορικό παραλληλισμό, η Δύση είναι η νέα «Αθήνα» που αμύνεται εναντίον των «Σπαρτιατών» της εποχής μας (Ρωσία και Ιράν). Ωστόσο, εύλογα προκύπτει το ερώτημα ποιοι τελικά είναι οι νέοι «Πέρσες» που καιροφυλαχτούν για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους έναντι όλων των υπόλοιπων. Η απάντηση είναι προφανής και ξεκάθαρη.
Η σημερινή Κίνα αποφεύγει επιδέξια την απευθείας ανάμειξή της σε πολεμικά μέτωπα και επενδύει συστηματικά στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι το Πεκίνο δεν έχει τροφοδοτήσει τη Μόσχα με οπλικά συστήματα που θα αλλάξουν τα δεδομένα του πολέμου στην Ουκρανία.
Παράλληλα, η κινεζική ηγεσία συνεχίζει να ενισχύει τους δεσμούς της με τις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας. Η άνοδος της Κίνας δεν μπορεί ούτε να σταματήσει, ούτε να αντιστραφεί. Αυτή είναι μια αδήριτη πραγματικότητα, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα αμερικανική διοίκηση μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους υπόλοιπους Δυτικούς συμμάχους.
Μέσα σε ένα τέτοιο ασταθές διεθνές περιβάλλον, η ερντογανική Τουρκία διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο ως μια μεσαία δύναμη που χαράζει τη δική της αυτόνομη πορεία. Ανάμεσα στις τεκτονικές πλάκες της Δύσης και της Ανατολής, η χώρα δεν μπορεί παρά να διατηρεί στενές σχέσεις με όλους και κανέναν ταυτόχρονα.
Δεν πρέπει να προκαλεί, λοιπόν, μεγάλη απορία η ευνοϊκή συμπεριφορά πολλών Αμερικανών και Ευρωπαίων έναντι της τουρκικής ηγεσίας. Η Άγκυρα έχει πείσει πολλές δυτικές κυβερνήσεις ότι η γεωπολιτική της απώλεια θα επηρεάσει εξαιρετικά αρνητικά τους υφιστάμενους συσχετισμούς ισχύος μεταξύ της Δύσης και του νέου «άξονα του κακού». Ωστόσο, εδώ υπάρχει μια μεγάλη παρανόηση, που συντελείται μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο σε πολλές δυτικές πρωτεύουσες. Η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν δεν πρόκειται να γίνει ξανά αξιόπιστος σύμμαχος της Αμερικής και της Ευρώπης για πολλούς λόγους.
Η Ελλάδα έχει έναν σταθερό προσανατολισμό στην εξωτερική της πολιτική, ο οποίος δεν αμφισβητείται από καμία υπεύθυνη πολιτική δύναμη. Μια μικρομεσαία χώρα, με έναν ταχέως συρρικνωμένο πληθυσμό, με ευάλωτη οικονομία και πολλές εξωτερικές απειλές, δεν έχει καμία τύχη μόνη της. Πέρα από πανίσχυρες Ένοπλες Δυνάμεις, η Ελλάδα χρειάζεται να διατηρήσει την αξιοπιστία της απέναντι σε φίλους και αντιπάλους. Η εξωτερική μας πολιτική πρέπει συνεχώς και αδιάλειπτα να προτάσσει την υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος ως αυτοσκοπό για τη συλλογική επιβίωση. Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει το τελευταίο χρονικό διάστημα.
*Ο Μάνος Καραγιάννης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.