Η μετάβαση προς την καθαρή ενέργεια αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα στοιχήματα της ανθρωπότητας. Είναι πλέον γεγονός ότι η καθαρή ενέργεια εισέρχεται στα ενεργειακά συστήματα με ταχύτατους ρυθμούς, ξεπερνώντας για το 2023 τα 560 GW σε παγκόσμια κλίμακα.
Με οικονομικούς όρους, οι επενδύσεις σε έργα καθαρής ενέργειας προσεγγίζουν πλέον τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο, ποσό σχεδόν διπλάσιο από τις συνδυαστικές δαπάνες για νέες προμήθειες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα.
Οι επενδύσεις αυτές θα αυξήσουν την εγκατεστημένη ισχύ Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) από 4.250 GW σήμερα σε σχεδόν 10.000 GW το 2030. Το μέγεθος αυτό θα είναι υπεραρκετό για να καλύψει την παγκόσμια ζήτηση.
Οι αριθμοί αποτυπώνουν μια δυναμική εξέλιξη του παγκόσμιου ενεργειακού μετασχηματισμού, ωστόσο δεν βρισκόμαστε ακόμη στο σημείο που απαιτούν οι συνθήκες. Με βάση τις σημερινές πολιτικές, η μέση θερμοκρασία του πλανήτη εξακολουθεί να βρίσκεται σε τροχιά αύξησης 2,4°C έως το τέλος του αιώνα, εγκυμονώντας σοβαρούς κλιματικούς κινδύνους, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις. Ήδη, η απορρύθμιση του κλίματος προκαλεί καταστροφές άνευ προηγουμένου σε πολλές περιοχές του πλανήτη, ενώ πλήττει επανειλημμένα και τη δική μας γειτονιά.
Η ενεργειακή μετάβαση συνδυάζεται άρρηκτα και με την κοινωνική ευημερία, καθώς η πρόσβαση σε καθαρή ενέργεια ανοίγει τον δρόμο για τη μείωση της ενεργειακής φτώχειας, τη διασφάλιση ενός βιώσιμου περιβάλλοντος για τις επόμενες γενιές και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.
Η μετάβαση αυτή, ωστόσο, δεν προχωρά με την ίδια ταχύτητα σε όλον τον κόσμο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν όλες οι χώρες να απολαύσουν τόσο τα άμεσα όσο και τα μακροπρόθεσμα οφέλη της, κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά.
Για παράδειγμα, όσο η Ευρώπη και η Αμερική επιταχύνουν τον βηματισμό τους προς την κλιματική ουδετερότητα, η Ασία αναμένεται να διατηρήσει υψηλό βαθμό εξάρτησης από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, με ορίζοντα το 2050. Στην Αφρική εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν ακόμη δίχως πρόσβαση στο βασικό αγαθό της ηλεκτρικής ενέργειας.
Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να εντατικοποιηθεί η παγκόσμια συνεργασία, ώστε τα πιο ευάλωτα κράτη να λάβουν τη μεγαλύτερη δυνατή στήριξη από τη διεθνή κοινότητα και να «συγχρονιστούν» με την ενεργειακή κοσμογονία που συντελείται.
Ανεμογεννήτριες στη Λήμνο. H Ελλάδα, λόγω της μεγάλης αφθονίας ανανεώσιμων πόρων, μπορεί να μεταμορφωθεί από «παραδοσιακός» εισαγωγέας ορυκτών καυσίμων σε ισχυρό εξαγωγέα ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, τονίζει ο Μάνος Μανουσάκης, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ.
Εξίσου κρίσιμο διακύβευμα είναι οι πράσινες επενδύσεις να επιταχυνθούν και σε ό,τι αφορά τα ηλεκτρικά δίκτυα, ώστε να επιτευχθεί ισόρροπη ανάπτυξη σε σχέση με τις ΑΠΕ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ΗΠΑ, 1,5 TW νέων μονάδων καθαρής ενέργειας, ισχύς υπερδιπλάσια των απαιτήσεων του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, περιμένουν τη σύνδεσή τους στο δίκτυο, η οποία μπορεί να ολοκληρωθεί ακόμη και σε βάθος πενταετίας. Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Ενέργειας, στο κομμάτι αυτό σήμερα υφίσταται ένα υπολογίσιμο επενδυτικό χάσμα παγκοσμίως, καθώς για κάθε δολάριο που δαπανάται για ανανεώσιμη ενέργεια, αντιστοιχούν 60 λεπτά για έργα δικτύων και αποθήκευσης.
Η επιτάχυνση στην κατασκευή ηλεκτρικών δικτύων και μπαταριών είναι ζητούμενο και για την Ευρώπη. Η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι εστιάζει στην ανάπτυξη κάθετων και οριζόντιων διαδρόμων μεταφοράς καθαρής ενέργειας, Βορρά-Νότου και Ανατολής-Δύσης, ως μία από τις βασικές προϋποθέσεις για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. τα επόμενα χρόνια.
Σε αυτή τη διεθνή συγκυρία, η Ελλάδα, αξιοποιώντας τη μοναδική γεωγραφική της θέση, μπορεί να εξελιχθεί σε καταλύτη για την ενεργειακή μετάβαση όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και της ευρύτερης περιοχής, προς Ανατολάς.
Η χώρα μας έχει ήδη διανύσει μεγάλη απόσταση σε ό,τι αφορά την πράσινη ενέργεια. Η συμμετοχή των ΑΠΕ στο εγχώριο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής καταρρίπτει κάθε χρόνο απανωτά ρεκόρ, αγγίζοντας πλέον το 60%, με την προοπτική να αυξηθεί περαιτέρω, σχεδόν στο 80% του συνόλου, μέχρι το 2030.
Η μεγάλη αφθονία των εγχώριων ανανεώσιμων πόρων, χερσαίων και υπεράκτιων, σε συνδυασμό με τη δημιουργία νέων ενεργειακών υποδομών ανταλλαγής καθαρού ηλεκτρισμού, από και προς την κεντρική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την Αραβική Χερσόνησο, φέρνουν νέες προοπτικές για τη μετατροπή της Ελλάδας από μία χώρα που παραδοσιακά ήταν εισαγωγέας ορυκτών καυσίμων, σε έναν ισχυρό εξαγωγέα ενέργειας από ΑΠΕ.
Τα έργα αυτά θα θωρακίσουν την ενεργειακή ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου και θα δώσουν νέα ώθηση στην προσπάθεια μετάβασης νέων γεωγραφικών περιφερειών, πέραν της Ευρώπης.
Η ενεργειακή στροφή της χώρας θα έχει ευεργετική επίδραση και στην εγχώρια βιομηχανία, καθώς θα της εξασφαλίσει πρόσβαση σε χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, ευνοώντας την ανταγωνιστικότητά της στη διεθνή αγορά. Παράλληλα, θα διευρύνει ένα νέο πεδίο βιομηχανικής παραγωγής με υψηλή προστιθέμενη αξία για την οικονομία της χώρας, που αφορά τα έργα ανάπτυξης ηλεκτρικών δικτύων και τη διαμόρφωση μιας εγχώριας εφοδιαστικής αλυσίδας για τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, που θα ξεκινήσουν να εγκαθίστανται τα επόμενα χρόνια στις ελληνικές θάλασσες.
Σε αυτό το τοπίο που διαμορφώνεται, η χώρα μας έχει τη μοναδική ευκαιρία να αποκομίσει ουσιαστικά οφέλη, αφενός όσον αφορά τη βιώσιμη οικονομική της ανάπτυξη, αφετέρου σε σχέση με την αναβάθμιση της θέσης της στον γεωπολιτικό χάρτη της επόμενης ημέρας.
*Ο Μάνος Μανουσάκης είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ