Ο Jordan Bardella, ο 29χρονος ακροδεξιός ηγέτης που το καλοκαίρι του 2024 παραλίγο να γίνει πρωθυπουργός της Γαλλίας, πρόσφατα προειδοποίησε ότι η ύπαρξη της χώρας του κινδυνεύει από μουσουλμάνους μετανάστες που μοιράζονται την ίδια μιλιταριστική ισλαμιστική ιδεολογία με τους επιτιθέμενους που υποστηρίζονται από τη Χαμάς και που έκαναν θανατηφόρες επιθέσεις στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023.
«Έχουμε αυτή την ισλαμιστική ιδεολογία να εμφανίζεται στη Γαλλία», δήλωσε. «Οι άνθρωποι πίσω από αυτήν θέλουν να επιβάλουν στη γαλλική κοινωνία κάτι που είναι εντελώς ξένο προς τη χώρα μας, προς τις αξίες μας». «Δεν θέλω η χώρα μου να εξαφανιστεί», είπε. «Θέλω η Γαλλία να είναι περήφανη για τον εαυτό της».
Ο πολιτικός -του οποίου το κόμμα, ο Εθνικός Συναγερμός, ήρθε πρώτο στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών τον Ιούνιο του 2024 προτού ηττηθεί από μια μεγάλη πολυκομματική συμμαχία στον δεύτερο και τελευταίο γύρο- μίλησε σε πάνελ του Athens Democracy Forum 2024.
Η ήττα του κ. Bardella και του κόμματός του από έναν ευρύ αντι-ακροδεξιό συνασπισμό αποτελεί ένδειξη της ανθεκτικότητας των φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών στη Δύση. Ωστόσο, η ταχεία άνοδός του ως πολιτικής μορφής στη Γαλλία λειτουργεί και ως προειδοποίηση ότι οι βασικές αρχές της φιλελεύθερης Δημοκρατίας δοκιμάζονται συνεχώς -και όπως ποτέ άλλοτε στη μεταπολεμική περίοδο.
Το 2024 ήταν η χρονιά των εκλογών: Διεξήχθησαν περισσότερες εκλογές από ποτέ στην ιστορία. Περίπου 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι -περισσότεροι από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού- κλήθηκαν ή θα κληθούν στις κάλπες σε δεκάδες εκλογικές αναμετρήσεις ανά τον κόσμο.
Οι εκλογές αποτελούν τον αδιαμφισβήτητο θεμέλιο λίθο της Δημοκρατίας: τη διαδικασία μέσω της οποίας οι ψηφοφόροι επιλέγουν τους ηγέτες και τους νομοθέτες που θα τους κυβερνήσουν. Η δυνατότητα των ψηφοφόρων να κάνουν μια ενημερωμένη επιλογή βασίζεται στην πρόσβασή τους σε ακριβείς και επαληθευμένες ειδήσεις και πληροφορίες για τους υποψηφίους και τα κόμματά τους.
Οι ομιλητές και συμμετέχοντες του πάνελ εξέτασαν με ποιον τρόπο η τεχνολογία έχει προσφέρει ταχύτερη, ευρύτερη και ευκολότερη πρόσβαση στην πληροφορία. Ωστόσο, έχει επίσης διευκολύνει την πρόσβαση στην παραπληροφόρηση: ψευδείς ειδήσεις, παραποιημένα και χειραγωγημένα δεδομένα, τα οποία ανταγωνίζονται την «κανονική δημοσιογραφία» για να τραβήξουν την προσοχή των ψηφοφόρων. Η Τεχνητή Νοημοσύνη συλλέγει επίσης τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών, παραβιάζοντας την ιδιωτικότητά τους. Εάν αυτοί οι παράγοντες δεν ρυθμιστούν και δεν ελεγχθούν, η Δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο.
Ο ρόλος της τεχνολογίας στη Δημοκρατία ήταν ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης στο Athens Democracy Forum 2024, όπως και η κατάσταση στη Μέση Ανατολή -ειδικότερα, οι σοβαρές επιπτώσεις των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου- και οι εκλογές στις ΗΠΑ. Εντός και εκτός σκηνής, οι συμμετέχοντες μίλησαν για τον κίνδυνο χρήσης της τεχνολογίας για τη χειραγώγηση του αποτελέσματος των εκλογών, καθώς και για τα πλεονεκτήματα των δύο υποψηφίων.
«Ανήκω σε ένα μεγάλο μέρος του αμερικανικού εκλογικού σώματος, που αισθάνεται πολύ δυσαρεστημένο με τις επιλογές που έχουμε μπροστά μας», δήλωσε ο Jeffrey Sachs, διευθυντής του Κέντρου Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη, σε συνέντευξη που παραχώρησε μετά τη συζήτηση στο πάνελ της Αθήνας. «Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, κατά την άποψή μου, είναι διαλυμένο. Κυριαρχείται από το πολύ χρήμα. Κυριαρχείται από πολύ επιφανειακή προπαγάνδα και δεν οδηγεί στο είδος της σοβαρής ανάλυσης και του δημόσιου διαλόγου που χρειαζόμαστε».
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής και στις διεθνείς ζώνες συγκρούσεων, «Δεν ακούμε. Έχουμε ένα εντελώς μονόπλευρο σύνολο δράσεων και δημόσιων αφηγημάτων, και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο», δήλωσε ο Dr Sachs. Κανένας από τους υποψηφίους «δεν διατυπώνει θέσεις που θα λύσουν τα προβλήματα της Αμερικής» ή «που είναι πιθανό να οδηγήσουν στο είδος της διπλωματίας που πραγματικά χρειαζόμαστε σε αυτόν τον κόσμο».
Άλλοι συμμετέχοντες στο συνέδριο τόνισαν τις αλυσιδωτές επιπτώσεις που θα έχουν οι αμερικανικές εκλογές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Εκλογικό κέντρο στην Εκκλησία Friendship Baptist στην Ατλάντα, στις 12 Μαρτίου 2024.
«Η ψήφος για τον πρόεδρο των ΗΠΑ είναι κάτι που αφορά όλους», δήλωσε η Marίa Elena Agüero, γενική γραμματέας του Club de Madrid, ενός forum πρώην ηγετών δημοκρατικών χωρών που προωθεί τη δημοκρατία.
Μέχρι στιγμής, ανέφερε, οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνται μια χώρα που υποστηρίζει τη διαδικασία εκδημοκρατισμού σε όλο τον κόσμο, και αν κερδίσει η κ. Harris, ο κόσμος αναμένει «συνέχιση σε πολλές από τις πολιτικές, ιδιαίτερα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής». Αλλά μια νίκη του Trump θα «ενισχύσει αυτό το αίσθημα αντιπαράθεσης, που ο κόσμος πραγματικά δεν είναι διατεθειμένος να συνεχίσει ή να ξαναρχίσει».
Ανέφερε ότι, εκτός από τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, υπάρχουν πάνω από 50 διασυνοριακές ένοπλες συγκρούσεις σε εξέλιξη σε περίπου 90 χώρες. Αυτές οι συγκρούσεις, σε συνδυασμό με τις «πολύ διασπαστικές αυταρχικές δυνάμεις» σε διάφορα μέρη του κόσμου, οδηγούν σε μια «διάβρωση της Δημοκρατίας».
Η τεχνολογία είναι ακόμα ένα μέσο που συμβάλλει στη διάβρωση της Δημοκρατίας.
Τον Ιανουάριο 2024, μια τεχνητά δημιουργημένη κλήση από ρομπότ με φωνή που ακουγόταν σαν του προέδρου Μπάιντεν προέτρεπε τους ψηφοφόρους στο New Hampshire να μην ψηφίσουν στις προκριματικές εκλογές της πολιτείας. Τον Σεπτέμβριο 2023, η φωνή ενός κορυφαίου υποψηφίου στις βουλευτικές εκλογές της Σλοβακίας πλαστογραφήθηκε (χρησιμοποιώντας Τεχνητή Νοημοσύνη) σε ηχητικά αποσπάσματα όπου φαινόταν να λέει ότι σχεδίαζε να νοθεύσει την ψηφοφορία και να αυξήσει την τιμή της μπίρας.
Οι παγκόσμιοι τεχνολογικοί κολοσσοί έχουν δεσμευθεί να καταπολεμήσουν τη διάδοση αυτών των τύπων ψεύτικων ηχητικών και οπτικών υλικών και να διασφαλίσουν ότι οι εκλογές διεξάγονται σε ένα ασφαλές και προστατευμένο πληροφοριακό περιβάλλον. Η Microsoft το επιτυγχάνει αυτό μέσω ενός τμήματος που ονομάζεται Democracy Forward. Η γενική του διευθύντρια, Ginny Badanes, μίλησε σε πάνελ στην Αθήνα και ξεκίνησε υπογραμμίζοντας τις «ευκαιρίες για την ανθρωπότητα» που προσφέρει η Τεχνητή Νοημοσύνη -από την ενίσχυση της βασικής παραγωγικότητας μέχρι την επίλυση σοβαρών προβλημάτων υγείας όπως η διάγνωση του καρκίνου.
Η Badanes αναγνώρισε επίσης ότι «όπως συμβαίνει με κάθε τεχνολογία που έχει παρουσιαστεί, υπάρχουν άνθρωποι που θα κοιτάξουν αυτό το εργαλείο και θα πουν: “Πώς μπορώ να το κάνω όπλο;”». Θυμήθηκε ότι υπήρχαν ευρέως διαδεδομένοι φόβοι πως η Τεχνητή Νοημοσύνη θα «επηρεάσει δραστικά» τις εκλογές φέτος, αλλά ο κίνδυνος αυτός δεν επαληθεύτηκε, ήταν «το σκυλί που γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει».
Ένας άλλος ομιλητής, ο Carlos Luca de Tena Piera, εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου για τη Διακυβέρνηση της Αλλαγής στο IE University στην Ισπανία, συμφώνησε. Αναφερόμενος σε πληροφορίες από το Ινστιτούτο Alan Turing στη Βρετανία, δήλωσε ότι από τις 112 εθνικές εκλογές που διεξήχθησαν από τον Ιανουάριο του 2023, μόνο 19 εμφάνισαν σημάδια παρέμβασης με τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης.
Ωστόσο, μια άλλη ομιλήτρια διατήρησε το αίσθημα ανησυχίας. «Πιστεύω πραγματικά ότι ο σκύλος δαγκώνει και μάλιστα πολύ δυνατά, αλλά ίσως όχι με τους τρόπους που φανταζόμαστε», δήλωσε η Vivian Schiller, αντιπρόεδρος και εκτελεστική διευθύντρια του Aspen Digital στο Aspen Institute. Είπε ότι το μεγάλο πρόβλημα ήταν πως η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει δώσει τη δυνατότητα στους αντιπάλους ενός υποψηφίου ή ενός κόμματος να «κινούνται με ταχύτητα και σε κλίμακα που δεν ήταν δυνατές πριν από 4 χρόνια».
Ανέφερε ότι η Ρωσική Υπηρεσία Έρευνας Διαδικτύου -που έχει κατηγορηθεί για παρέμβαση στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016- είχε «χιλιάδες άτομα που εργάζονταν εκεί, δημιουργώντας ψεύτικα προφίλ, στέλνοντας tweets σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Σήμερα, «δεν χρειάζονται αυτά: η Τεχνητή Νοημοσύνη επιτρέπει τη διάδοση ψευδών πληροφοριών με ταχύτητα και κλίμακα που δεν έχει προηγούμενο».
«Δεν ξέρουμε αν έχει επιρροή και αν θα αλλάξει την ψηφοφορία, αλλά αυτό είναι πραγματικό», πρόσθεσε η κ. Schiller, πρώην στέλεχος των «New York Times».
Ψηφοφόροι σε εκλογικό κέντρο κατά τον δεύτερο γύρο των γαλλικών βουλευτικών εκλογών στο Παρίσι, Κυριακή 7 Ιουλίου 2024.
Στο Forum συζητήθηκαν επίσης οι επιπτώσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης εκτός του πεδίου των εκλογών.
Ο Peter G. Kirchschläger, καθηγητής Ηθικής στο Πανεπιστήμιο της Λουκέρνης και στο ETH της Ζυρίχης στην Ελβετία, δήλωσε ότι το πρόβλημα με την τεχνολογία είναι ότι «τα δεδομένα μας κλέβονται, τα πνευματικά δικαιώματα παραβιάζονται, όπως και η ιδιωτικότητα» και ότι «δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές» σχετικά με αυτό.
Είπε ότι μια αμερικανική εταιρεία λειτουργεί ελεύθερα «μια εφαρμογή που δημιουργεί “ερωτικές” εικόνες παιδιών» -παίρνοντας παλιές φωτογραφίες παιδιών από το διαδίκτυο και αποδίδοντας ερωτικά χαρακτηριστικά με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης- χωρίς να αντιμετωπίζει νομικές συνέπειες. Αντίθετα, είπε, «αν παρκάρω το ποδήλατό μου σε λάθος σημείο στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λωζάνης, αμέσως παίρνω πρόστιμο».
Υπάρχουν σοβαρά ηθικά προβλήματα γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη, τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν «αποφασιστικά και επειγόντως», είπε. Πρότεινε τη δημιουργία ενός θεσμού που θα ρυθμίζει την Τεχνητή Νοημοσύνη και θα εγγυάται ότι από τη στιγμή της δημιουργίας της και για όσο θα λειτουργεί, θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των παιδιών.
Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου ήταν «Πώς κατέληξε ο παγκόσμιος πληθυσμός τόσο εκτεθειμένος στις μεγάλες τεχνολογίες;».
Εξηγήσεις δόθηκαν από τη Meredith Whittaker, πρόεδρο της ιδιωτικής ψηφιακής πλατφόρμας επικοινωνίας Signal -μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που, όπως είπε, η λειτουργία της κοστίζει 50 εκατ. δολάρια τον χρόνο.
Η κ. Whittaker, η οποία εργάστηκε στην Google για περισσότερα από 10 χρόνια, εξήγησε ότι τη δεκαετία του 1990, η κυβέρνηση του προέδρου Μπιλ Κλίντον προσπαθούσε να βγάλει τη χώρα από τον στασιμοπληθωρισμό και να αναζωογονήσει την οικονομία μετά την κατάρρευση της βιομηχανίας. Το Διαδίκτυο (το οποίο, μέχρι το 1992, ήταν μια ερευνητική και ακαδημαϊκή υποδομή) αναγνωρίστηκε ως η λύση και, σύμφωνα με την κ. Whittaker, περιγραφόταν από πολλούς ανθρώπους εκείνη την εποχή ως «η Νέα Συμφωνία χωρίς τον σοσιαλισμό».
Δημιουργήθηκε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για το εμπορικό διαδίκτυο, πρόσθεσε, και διαπράχθηκαν δύο «προπατορικά αμαρτήματα».
Πρώτον, «δεν έβαλαν κανένα φραγμό στην εταιρική παρακολούθηση, ούτε περιορισμούς για την ιδιωτικότητα», θυμάται η κ. Whittaker. «Αν ήσασταν μια εταιρεία που λειτουργούσε στο διαδίκτυο, μπορούσατε να συλλέγετε, να δημιουργείτε, να συνθέτετε και να αποθηκεύετε όλα τα δεδομένα που θέλατε για πάντα -πολύ περισσότερα απ’ όσα επιτρεπόταν να συλλέγει, να αποθηκεύει και να έχει πρόσβαση η κυβέρνηση».
Δεύτερον, «ενέκριναν τη διαφήμιση ως το επιχειρηματικό μοντέλο του διαδικτύου», είπε. Δεδομένου ότι «η γνώση του πελάτη σου» είναι η βάση για όλες τις διαφημίσεις και ότι χρειάζονται όλο και περισσότερα δεδομένα για να γνωρίσει κανείς καλύτερα τον πελάτη, το αποτέλεσμα είναι ένα επιχειρηματικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο «όλοι όσοι συμμετέχουν στην υπολογιστική τεχνολογία θέλουν να συλλέγουν αυτά τα δεδομένα».
Σήμερα, παρατήρησε, πέντε εταιρείες έχουν «πρόσβαση στις ζωές μας, στους θεσμούς μας και στις εμπιστευτικές πληροφορίες», ενώ τρεις εταιρείες, όλες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ελέγχουν σχεδόν το 70% της παγκόσμιας υποδομής του υπολογιστικού νέφους (cloud).
Η οικοδόμηση ισχυρών ανεξάρτητων εναλλακτικών λύσεων σε αυτές τις τεχνολογικές πλατφόρμες είναι απολύτως ζωτικής σημασίας -αλλά είναι επίσης εξαιρετικά δαπανηρή, δήλωσε η κ. Whittaker. Ο διαρκής μύθος «των δύο ανδρών σε ένα γκαράζ που με κάποιο τρόπο μεταμόρφωσαν μια ιδέα σε μαγική τεχνολογική παντοδυναμία» είναι εξαιρετικά παραπλανητικός: απαιτούνται εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε κεφαλαιουχικές δαπάνες για τη δημιουργία και τη λειτουργία τεχνολογικών πλατφορμών.
Αυτό που είναι επίσης απαραίτητο είναι «μια πραγματική ρύθμιση της ιδιωτικότητας», πρόσθεσε. «Πρόκειται για ζήτημα εθνικής ασφάλειας σε αυτό το σημείο».
Μία από τις άλλες παρενέργειες της ανόδου του διαδικτύου έχει υπάρξει η μειωμένη πίστη στη συμβατική δημοσιογραφία, ειδικά μεταξύ των νέων γενεών. «Οι νέοι δεν εμπιστεύονται τα μέσα ενημέρωσης», δήλωσε η Persiana Aksentieva, μέλος του International Youth Think Tank, ενός παγκόσμιου δικτύου νέων υποστηρικτών της Δημοκρατίας.
Γιατί; Εξαιτίας της έλλειψης ποικιλομορφίας στις απόψεις και τις προοπτικές που εκπροσωπούνται, εξήγησε, καθώς και λόγω της ιδιοκτησιακής δομής των μέσων ενημέρωσης. «Αν υπάρχουν αρκετά ισχυροί φορείς που ελέγχουν τα περισσότερα μέσα, πώς λαμβάνουμε μια πραγματικά αμερόληπτη εικόνα;», ρώτησε.
Ο Battinto L. Batts Jr., κοσμήτορας της Σχολής Δημοσιογραφίας Walter Cronkite στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, ακούστηκε πολύ πιο αισιόδοξος. «Παρά τις δραματικές αλλαγές που έχουν συμβεί στον κλάδο από οικονομική άποψη, παραμένω πολύ θετικός και αισιόδοξος για το μέλλον της δημοσιογραφίας», δήλωσε. «Τη χρειαζόμαστε ακόμη πάρα πολύ» και «αποτελεί σημαντικό μέρος μιας υγιούς Δημοκρατίας».
«Κάποτε θα κοιτάξουμε πίσω σε αυτή την περίοδο ως μια περίοδο μετάβασης γι’ αυτόν τον κλάδο», είπε. «Αυτό δεν είναι το τέλος».