Η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος προετοιμάζονται για τη νέα εποχή Τrump. Ακόμη και σε έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η ισχυρότερη χώρα στον πλανήτη. Και θα είναι έτσι πιθανότατα για αρκετά χρόνια.
Γνωρίζουμε ότι ο πρώην και νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν πιστεύει ιδιαίτερα σε διεθνείς θεσμούς και κανόνες, ούτε σε συμμαχίες. Έχει μια συναλλακτική αντιμετώπιση των διεθνών σχέσεων ως γνήσιος μπίζνεσμαν, πιστεύει επίσης και στο δίκαιο του ισχυρότερου. Θεωρεί ότι η Κίνα αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την αμερικανική ηγεμονία -ένα από τα λίγα θέματα στα οποία οι απόψεις Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών συγκλίνουν σήμερα.
Θέλει να τερματίσει μια ώρα αρχύτερα τον πόλεμο στην Ουκρανία, πιθανόν ξεκινώντας με μια εκεχειρία που θα αναγνωρίζει de facto τη γραμμή που χωρίζει σήμερα τους εμπόλεμους. Και θέλει επίσης να αναγκάσει τους Ευρωπαίους να αναλάβουν εκείνοι το κόστος της εξωτερικής τους ασφάλειας, που, ομολογουμένως, δεν είναι και τόσο παράλογη απαίτηση. Θεωρεί την Ευρωπαϊκή Ένωση μάλλον εχθρική οργάνωση και δεν έχει σκοπό να την εξαιρέσει από τους υψηλούς δασμούς που σκοπεύει να επιβάλει στις εισαγωγές προϊόντων. Ούτε βεβαίως έχει την πρόθεση να συνεργαστεί με Ευρωπαίους και άλλους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. «Drill, baby, drill» είναι το σύνθημά του και οι παραγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ΗΠΑ πανηγυρίζουν. Με άλλα λόγια, εθνικισμός, προστατευτισμός και μικρό ενδιαφέρον για τα παγκόσμια δημόσια αγαθά, όπως και για τους διεθνείς οργανισμούς.
Έγραφα δύο χρόνια πριν (με διάθεση μάλλον να προκαλέσω) ότι, αν δεν καταφέρει τελικά ο Putin να ενώσει τους Ευρωπαίους, ίσως να τα κατάφερνε ο Trump αν ξαναρχόταν στην εξουσία. Γιατί πίστευα ότι «Η Ενηλικίωση της Ευρώπης» -ο τίτλος του βιβλίου μου που βγήκε τότε και τείνει σήμερα να γίνει πολιτικό σύνθημα- θα πέρναγε αναπόφευκτα μέσα από την ανάγκη να καταστεί η Ευρώπη επιτέλους μια γεωπολιτική δύναμη ικανή να προστατεύσει κοινά συμφέροντα και αξίες σε έναν κόσμο που αλλάζει πολύ γρήγορα και γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνος, ενώ ο ύστατος προστάτης των Ευρωπαίων, δηλαδή οι ΗΠΑ, δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένος.
Με δύο πολέμους στη γειτονιά της, με μια αναθεωρητική Ρωσία και μια ολοένα και λιγότερο προβλέψιμη αμερικανική πολιτική, με τη Μέση Ανατολή να μετράει χιλιάδες νεκρούς και τον κίνδυνο να ξεφύγουν τα πράγματα τελείως στην ευρύτερη περιοχή, καθώς και με μια στρατηγική αντιπαράθεση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας που εξελίσσεται σε οικονομικό πόλεμο (αν όχι κάτι πολύ χειρότερο), η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
Θα μπορέσει, όμως, η Ευρώπη να κάνει το μεγάλο άλμα; Να προχωρήσει την ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία, ιδανικά εντός της Ατλαντικής συμμαχίας εφόσον και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν να στηρίζουν αυτήν τη συμμαχία; Να υιοθετήσει μια κοινή βιομηχανική πολιτική για να μη χάσει η Ευρώπη την επόμενη τεχνολογική επανάσταση αφού ήδη έχασε την ψηφιακή; Να μπορέσουν οι Ευρωπαίοι να ορίσουν αυτόνομα και να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τα δικά τους συμφέροντα σε μια εποχή αυξανόμενου προστατευτισμού; Να αναλάβουν ενεργό σταθεροποιητικό ρόλο στα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά και στα ανατολικά και νότια σύνορά τους, σε περιοχές μεγάλης αστάθειας, όπου ξένες δυνάμεις παίζουν γεωπολιτικό πόκερ;
Η απάντηση σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα δεν είναι διόλου προφανής. Γιατί στη σημερινή Ευρώπη, η απόσταση ανάμεσα στο ευκταίο και το εφικτό, αν προτιμάτε ανάμεσα σε διακηρυγμένους στόχους και διαθέσιμα μέσα, είναι μεγάλη, ίσως η μεγαλύτερη εδώ και πολλά χρόνια. Οι συνήθεις ύποπτοι, δηλαδή το Παρίσι και το Βερολίνο, που αρκετές φορές στο παρελθόν οδήγησαν την Ευρώπη με τολμηρές πρωτοβουλίες, αγωνίζονται σήμερα να κυβερνήσουν τις χώρες τους σε ένα σκηνικό πολιτικού κατακερματισμού.
Με την επιστροφή Trump στο Λευκό Οίκο, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά στις διάφορες εθνικές της εκδοχές αποκτά πλέον ισχυρά εξωτερικά ερείσματα. Και αυτό σίγουρα θα διχάσει τους Ευρωπαίους ακόμη περισσότερο. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης κοστίζει ακριβά. Χρειάζονται πολύ περισσότερα χρήματα για την άμυνα, τις επενδύσεις και την πράσινη μετάβαση, μεταξύ άλλων, σε εποχές δημοσιονομικής στενότητας. Πόσοι Ευρωπαίοι πολιτικοί είναι έτοιμοι να προτείνουν νέους φόρους στους συμπολίτες τους ή και νέο κοινό δανεισμό; Η ενηλικίωση της Ευρώπης ακούγεται καλή στα λόγια, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται δύσκολη.
Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα. Διακηρύσσουμε με κάθε ευκαιρία την πίστη μας σε μια ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη. Αλλά επιμένουμε στη διατήρηση του βέτο στην εξωτερική πολιτική, αντιδρούμε με εθνική περηφάνεια όταν ευρωπαϊκοί θεσμοί μας ασκούν κριτική και συχνά στέλνουμε διάφορους περίεργους να μας εκπροσωπήσουν. Η συνέπεια μεταξύ λόγων και πράξεων κάπου χάνεται στο δρόμο.
*Ο Λουκάς Τσούκαλης είναι Πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, Καθηγητής στη Sciences Po στο Παρίσι και Ομότιμος Καθηγητής στο ΕΚΠΑ.