Τα τελευταία χρόνια, ο όρος «δημογραφικό πρόβλημα» έχει κυριαρχήσει (μάλλον αυθαίρετα) στον δημόσιο διάλογο, κυρίως για να περιγράψει τις επιπτώσεις από τη γρήγορη δημογραφική γήρανση και τη συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας.
Ωστόσο, είναι πιο ορθό να εστιάζουμε στις προκλήσεις που προκύπτουν από τις δημογραφικές εξελίξεις και στο πώς οι κοινωνίες μπορούν να τις επηρεάσουν ή να ανταποκριθούν σε αυτές.
Η εξέλιξη ενός πληθυσμού, τόσο σε μέγεθος όσο και σε σύνθεση, συνδέεται διαλεκτικά με την κοινωνία αναφοράς, επηρεάζοντάς την και επηρεαζόμενη από αυτή. Η βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης, η υιοθέτηση καλύτερων συνθηκών υγιεινής και η πρόοδος της ιατρικής έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, επηρεάζοντας την ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού.
Παράλληλα, η γήρανση του πληθυσμού αυξάνει τις δαπάνες για την υγεία, την ασφάλιση και τη φροντίδα. Η συρρίκνωση της γονιμότητας και η αύξηση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης είναι απόρροια κοινωνικών αλλαγών στην Ελλάδα (και σε πολλές αναπτυγμένες χώρες), όπως η βελτίωση της εκπαίδευσης και η παραμονή περισσότερου χρόνου σε αυτή, η εισαγωγή των γυναικών στην αγορά εργασίας, η αλλαγή του μοντέλου οικογένειας, η επιδίωξη καλύτερων προοπτικών κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης των ατόμων αλλά και των παιδιών τους, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας στα εισοδήματα κ.λπ.
Για την κατανόηση των δημογραφικών εξελίξεων κρίσιμος είναι ο ρόλος της κοινωνικής πολιτικής. Αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τα κοινωνικά προβλήματα και να σχεδιάσουμε μέτρα και πολιτικές για την αντιμετώπισή τους, με στόχο την ευρύτερη κοινωνική ευημερία. Είναι προφανές ότι η αντίληψή μας για τα προβλήματα και οι πολιτικές που προτείνουμε, έχουν ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο, καθοριζόμενο από διαφορετικές απόψεις σχετικά με την οργάνωση και τη διαχείριση της κοινωνίας και της οικονομίας. Γι’ αυτό έχουν αναπτυχθεί ιστορικά διαφορετικά συστήματα κοινωνικής προστασίας στις διάφορες χώρες.
Η δημογραφία και η κοινωνική πολιτική αλληλεπιδρούν με σύνθετους τρόπους. Μία από τις πιο σημαντικές σχέσεις τους αφορά το πώς η κοινωνική πολιτική επηρεάζει τη δημογραφική σύνθεση, ειδικότερα τον αριθμό των γεννήσεων. Είναι γεγονός ότι η γονιμότητα στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλή (κάτω από 1,4 παιδιά ανά γυναίκα). Ωστόσο, το «πρόβλημα» και η επιδίωξη της πολιτικής δεν πρέπει να είναι απλώς η αύξηση των γεννήσεων, αλλά η δυνατότητα των γυναικών ή των ζευγαριών να αποκτήσουν τον αριθμό παιδιών που πραγματικά επιθυμούν.
Στη χώρα μας, οι σχετικές πολιτικές περιορίζονται κυρίως στην παροχή κινήτρων για την απόκτηση τριών ή περισσότερων παιδιών (πολύτεκνες οικογένειες), ενώ οι πολιτικές για την απόκτηση ενός ή δύο παιδιών είναι ανύπαρκτες ή πενιχρές. Δηλαδή αγνοείται το γεγονός ότι πολλές γυναίκες ή ζευγάρια περιορίζονται σε ένα ή καθόλου παιδιά, ενώ, όπως αποκαλύπτουν οι σχετικές έρευνες, επιθυμούν περισσότερα.
Ιστορικά, χώρες με υποστηρικτικές πολιτικές προς τις οικογένειες, όπως καθολικές και γενναιόδωρες παροχές, επαρκείς γονικές άδειες και αναπτυγμένα προγράμματα φροντίδας παιδιών, ενθαρρύνουν τις γυναίκες και τα ζευγάρια να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά κάνοντας την οικογένεια πιο ελκυστική. Επιπλέον, πολιτικές που παρέχουν πρόσβαση σε καθολική και ποιοτική υγειονομική περίθαλψη και εκπαιδευτικά προγράμματα σε όλα τα επίπεδα (χωρίς την ανάγκη πρόσθετων ιδιωτικών δαπανών), μειώνουν το οικονομικό βάρος στους γονείς, που νιώθουν ασφαλείς και υποστηριγμένοι στην απόφασή τους να μεγαλώσουν μια οικογένεια.
Η έλλειψη τέτοιου πλέγματος υποστηρικτικών πολιτικών στην Ελλάδα, έχει αρνητικές συνέπειες. Σε συνθήκες οικονομικής αβεβαιότητας, οι οικογένειες καθυστερούν ή περιορίζουν τον αριθμό των παιδιών τους, συμβάλλοντας στη γήρανση του πληθυσμού και στη μείωση της γεννητικότητας.
Δεν πρέπει, τέλος, να αγνοούμε πως και η μετανάστευση αποτελεί σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει τη δημογραφική σύνθεση. Πολιτικές που ενθαρρύνουν την ένταξη των μεταναστών μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση του πληθυσμού και των γεννήσεων, καθώς πολλές οικογένειες μεταναστών επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά και να προγραμματίσουν το μέλλον τους στη νέα κοινωνία.
Η κοινωνική πολιτική είναι, λοιπόν, καθοριστική στην αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων και τον επηρεασμό των δημογραφικών τάσεων. Στην επαναξιολόγηση των κοινωνικών πολιτικών, κρίσιμη είναι η αξιοποίηση της εμπειρίας άλλων χωρών.
*Ο Χρίστος Παπαθεοδώρου είναι Καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών