Η οργάνωση και οι λειτουργίες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης συνάπτονται απολύτως με την οργάνωση και τις λειτουργίες του κυβερνητικού μηχανισμού, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα του κράτους.
Ως κύρια προβλήματα του ελληνικού διοικητικού συστήματος έχουν καταγραφεί η κομματική χρήση του κρατικού μηχανισμού, η έλλειψη ανεξαρτησίας της διοίκησης έναντι του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, η αυταρχική διοικητική κουλτούρα και η πολιτική πόλωση.
Η «κομματοκρατία» συνιστά μια κλασική παθογένεια, που απορρέει από τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στην πολιτική τάξη και τη δημόσια διοίκηση.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ελληνικής διοίκησης είναι ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός που παρατηρείται τόσο εντός των δημόσιων υπηρεσιών όσο και μεταξύ αυτών, και αφορά στην κατανομή των αρμοδιοτήτων αλλά και του προσωπικού. Αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό συνέχεται με τον ανορθολογισμό ως προς την οργάνωση και λειτουργία του ελληνικού διοικητικού συστήματος, με ιδιαίτερες εκφάνσεις τον νομικισμό, την προσκόλληση στις διαδικασίες και την αδιαφορία για την αποτελεσματικότητα.
Η δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού αποδίδεται συχνά και στη μη ορθολογική στελέχωση της διοίκησης, λόγω του μεγάλου αριθμού: α) μόνιμων υπαλλήλων, που θεωρούνται «υπεύθυνοι» για τις καθυστερήσεις και αστοχίες που εντοπίζονται στη διοικητική πρακτική, και β) έκτακτων υπαλλήλων, που έχουν κατά καιρούς προσληφθεί χωρίς διαγωνισμό ή με άλλες αδιαφανείς διαδικασίες.
Άλλο πρόβλημα είναι η υποστελέχωση ορισμένων υπηρεσιών σε σχέση με τις προκλήσεις που αυτές αντιμετωπίζουν σήμερα, με τη ραγδαία εισβολή των νέων τεχνολογιών. Ιδιαίτερα παρατηρείται έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών.
Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης του ελληνικού διοικητικού συστήματος παρέστη αναγκαία η ενίσχυση της «επιτελικής» ικανότητας του κράτους, που αντανακλά ιδίως στην ποιότητα της δημόσιας πολιτικής, την οποία χαράζει και εφαρμόζει. Ένα «επιτελικό κράτος» προϋποθέτει τη θέσπιση και λειτουργία ενός ορθολογικού συστήματος προγραμματισμού, συντονισμού και παρακολούθησης του κυβερνητικού έργου, στο οποίο συμμετέχουν τα διάφορα επίπεδα κυβερνητικής και διοικητικής ιεραρχίας.
Παράλληλα, ο εξορθολογισμός του Δημοσίου προϋποθέτει ορθολογική στελέχωση για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών των υπηρεσιών σε προσωπικό. Το πρόβλημα αυτό καθιστά περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία την ορθολογική αξιοποίηση και αναβάθμιση του ήδη υπάρχοντος προσωπικού, μέσω του «εργαλείου» της κινητικότητας, την αποκέντρωση ανθρώπινων πόρων από την κεντρική διοίκηση στην περιφέρεια, καθώς και τη στελέχωση με νέο εξειδικευμένο προσωπικό. Με τον τρόπο αυτό, είναι δυνατό να βελτιωθεί η παραγωγικότητα των δημόσιων υπαλλήλων, που θα επιφέρει σημαντική ώθηση στην αναδόμηση της διοίκησης, στην οικονομική ανάπτυξη και στην εν γένει ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους.
Επιπρόσθετα, ο διττός χαρακτήρας του κυβερνητικού μηχανισμού (πολιτικός και διοικητικός) επιβάλλει την οριοθέτηση του «πολιτικού» έναντι του «διοικητικού». Τούτο σημαίνει ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πεδίο της διοικητικής δράσης δεν πρέπει να υπηρετούν αποκλειστικώς ή προεχόντως το πολιτικό στοιχείο, αλλά να εξισορροπείται η ανάγκη εξυπηρέτησης πολιτικών στόχων με την ανάγκη διοικητικού ορθολογισμού.
Τέλος, η δημόσια συμμετοχή του πολίτη επηρεάζεται από τον βαθμό εμπιστοσύνης του στους διοικητικούς θεσμούς. Η τόνωση της διαφάνειας, η διεύρυνση της κοινωνικής διαβούλευσης και περισσότερη ηλεκτρονική δημοκρατία αποτελούν τους στόχους μιας σύγχρονης προσέγγισης της καλής διακυβέρνησης.
Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσεται και η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης, που μπορεί να προτείνει στρατηγικές κινήσεις στους διαχειριστές οργανισμών -δημόσιων και ιδιωτικών- και να συμβάλει στη βελτίωση της διακυβέρνησης. Ωστόσο, η υιοθέτηση καλών διοικητικών πρακτικών προϋποθέτει μια διακυβέρνηση με βάση αξίες και κανόνες, όπως η ίση και δίκαιη μεταχείριση, η διαφάνεια και η λογοδοσία αυτών που ασκούν την εξουσία.
Καταλήγοντας, η ελληνική κρατική μηχανή θα λειτουργήσει αποτελεσματικά εάν η σύγχρονη διοίκηση επιτύχει τη σύζευξη και διασταύρωση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας αφενός, αλλά και της νομιμότητας και της λογοδοσίας αφετέρου, με απώτερο στόχο την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.
*Η Σταυρούλα Κτιστάκη είναι Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου, Σύμβουλος Επικρατείας.