Η επιδείνωση της δημογραφικής κατάστασης στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά πρόσφατη είναι. Η σχετικά νεανική ηλικιακή δομή του πληθυσμού, όμως, και οι σημαντικές εισροές μεταναστών «συγκάλυπταν», επί δεκαετίες, τις δημογραφικές αδυναμίες της χώρας. Οι γεννήσεις, που έστω και μειούμενες παρέμεναν περισσότερες από τους θανάτους, σε συνδυασμό με τις μεταναστευτικές εισροές κατά τις δεκαετίες του 1990 και 2000, διατηρούσαν θετικό το πρόσημο της πληθυσμιακής μεταβολής. Γεγονός που εξηγεί εν μέρει την αδράνεια στη λήψη ουσιαστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του δημογραφικού. Το πρόβλημα υπήρχε, αλλά δεν φαινόταν… ακόμα.
Το 2011, όμως, το φυσικό ισοζύγιο έγινε αρνητικό, δηλαδή οι θάνατοι ξεπέρασαν αριθμητικά τις γεννήσεις. Την ίδια εποχή, η οικονομική κρίση άλλαξε την κατεύθυνση των μεταναστευτικών ρευμάτων, είτε επρόκειτο για μετανάστες που εγκατέλειπαν τη χώρα είτε για νέους που αναζητούσαν ευκαιρίες αλλού. Σήμερα, ο πληθυσμός της χώρας είναι κατά 3,5% μειωμένος σε σχέση με το 2011. Ο ετήσιος αριθμός των γεννήσεων είναι για τρίτο συνεχόμενο έτος κάτω από τις 80.000 (έναντι 120.000 το 2008), ενώ οι θάνατοι είναι σχεδόν διπλάσιοι. Τα τελευταία χρόνια το εργατικό δυναμικό έχει μειωθεί κατά 10%, ο αριθμός των γυναικών στις κύριες αναπαραγωγικές ηλικίες (20-40 ετών) έχει συρρικνωθεί κατά 500.000, ενώ οι άνω των 80 ετών έχουν αυξηθεί κατά 132%.
Η σημερινή αρνητική δημογραφική κατάσταση παρουσιάζεται ως ένα από τα μεγάλα εθνικά προβλήματα. Για την ακρίβεια, όμως, το πρόβλημα δεν είναι η δημογραφική πραγματικότητα που άρχισε να διαμορφώνεται από τη δεκαετία του 1980, αλλά η άρνηση συνειδητοποίησής της και η παντελής απουσία αντανακλαστικών που επί σειρά δεκαετιών επιδείκνυε η πολιτεία.
Σήμερα, όμως, το πρόβλημα είναι εδώ, εμφανές, γνωστό σε όλους και δυστυχώς πρακτικά αδύνατο να λυθεί, αφού δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα ανατροπής της δημογραφικής κατάστασης, τουλάχιστον όχι άμεσα.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος βρίσκεται όχι πια στην προσπάθεια επίλυσής του, αλλά στην αναζήτηση τρόπων διαχείρισης των συνεπειών και σταδιακού μετριασμού του.
Το δημογραφικό πρόβλημα είναι πιο βαθύ από τις περιορισμένες γεννήσεις. Αφορά στη δυσχερή ηλικιακή δομή, που δεν επιτρέπει να ξεφύγει η χώρα από την προοπτική της πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζονται πολιτικές στήριξης της οικογένειας, αλλά ότι απαιτείται υπομονή και σταθερότητα στην εφαρμογή της όποιας πολιτικής.
Ιδιαίτερη σημασία χρειάζεται να δοθεί στους νέους και στη δημιουργία ενός κατάλληλου κλίματος ασφάλειας και αισιοδοξίας για το μέλλον, ώστε η απόφαση δημιουργίας οικογένειας να αποτελεί ένα επιθυμητό σενάριο.
Αντίστοιχης σημασίας είναι η υποστήριξη των ηλικιωμένων. Ο αριθμός τους θα αυξηθεί δραστικά, ενώ η φροντίδα τους δεν θα είναι πρακτικά δυνατό να συνεχίσει να αποδίδεται στην οικογένεια. Η διαχείριση της μακροζωίας είναι ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα που θα ανακύψουν την επόμενη δεκαετία, αλλά συγχρόνως και μια τεράστια ευκαιρία ανάπτυξης. Οι δημογράφοι το αποκαλούν «longevity dividend» και περιγράφει τις ευκαιρίες απασχόλησης, ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας που καλούμαστε να αξιοποιήσουμε, ώστε να μη διακινδυνεύσει το βιοτικό επίπεδο από τις δημογραφικές εξελίξεις. Για να το πετύχουμε χρειάζεται έγκαιρη προετοιμασία και σωστή ενημέρωση.
Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Δημογραφικό στοχεύει ακριβώς στον έγκαιρο εντοπισμό των προκλήσεων, τον συντονισμό των δράσεων, τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για κάθε περιοχή και κάθε πληθυσμιακή ομάδα. Δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε αρκεί για να λυθεί ένα χρόνιο ζήτημα που ταλανίζει τη χώρα επί δεκαετίες. Αποτελεί, όμως, προϋπόθεση για την εφαρμογή μιας συνεκτικής δημογραφικής πολιτικής, που θα απευθύνεται σε όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως ηλικίας και θα απαντά στις ανάγκες τους.
*Η Αλεξάνδρα Τραγάκη είναι Καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.