Στον επικήδειό του για τον Κολομβιανό δημιουργό Fernando Botero, ο γιος του, Juan Carlos Botero, θυμήθηκε ότι ο πατέρας του είχε ένα αγαπημένο ρητό: «Πρέπει κανείς να ζει ερωτευμένος με τη ζωή».
«Αυτή η φράση θα με εκπλήσσει πάντα», έγραψε ο νεότερος Botero, «καθώς την επαναλάμβανε διαρκώς ένας άνθρωπος που έχασε τον πατέρα του όταν ήταν 4 ετών, έζησε στη φτώχεια για δεκαετίες, έχασε τον γιο του -τον μικρό μου αδελφό- επίσης στην ηλικία των 4, και πάλεψε ενάντια σε όλους και σε όλα χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τα πιστεύω του και χωρίς να ξέρει αν κάποια μέρα θα απολαύσει έστω και κάποιο ίχνος επιτυχίας ή αποδοχής. Όμως, ξανά και ξανά ο πατέρας μου θα επαναλάμβανε το ίδιο ρητό: “Ζήσε ερωτευμένος με τη ζωή”».
Ο Fernando Botero πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου 2023, σε ηλικία 91 ετών, στο Μονακό, όπου διέμενε. Υπήρξε ένας από τους διασημότερους και εμπορικότερους ζωγράφους του κόσμου. Δημιούργησε έργα που για χρόνια πωλούνταν έναντι επταψήφιων ποσών.
Οι εκθέσεις του με γλυπτά -συμπεριλαμβανομένων 14 μπρούτζινων στην Park Avenue της Νέας Υόρκης και μια έκθεση στην οποία παρουσιάζονται περισσότερα από 30 γλυπτά στο Champs-Élysées του Παρισιού- πάντα προσέλκυαν μεγάλα πλήθη. Ήταν, όμως, η ζωγραφική που, όπως έλεγε, αγαπούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, πράγμα που έκανε μέχρις τις τελευταίες του μέρες και που παρέμεινε σημείο αναφοράς στη ζωή του. Η μοναδική τεχνοτροπία του, με τις ογκώδεις και βολβοειδείς φιγούρες, προσέλκυσε και προσελκύει αυστηρή κριτική, πολλές φορές από ειδήμονες, μολονότι οι θαυμαστές της τέχνης του Botero ήταν και είναι πολύ περισσότεροι από τους επικριτές του.
Γεννημένος στο Medellίn της Κολομβίας το 1932, ο Botero ξεκίνησε έφηβος την καριέρα του εκεί, κάνοντας εικονογραφήσεις για εφημερίδες και ζωγραφίζοντας σκηνές με ταυρομάχους, τις οποίες πουλούσε στη «La Macarena», το στάδιο της πόλης όπου διεξάγονταν οι ταυρομαχίες. Στις αρχές του 2023, καθώς εισερχόταν στη δέκατη δεκαετία της ζωής του, μίλησε στους «New York Times» για την κληρονομιά του και την επίδρασή του στον κόσμο της τέχνης. Η συνέντευξη που ακολουθεί έγινε μέσω email - το κείμενο που ακολουθεί έχει υποστεί επεξεργασία για λόγους μεγέθους και σαφήνειας.
Σας ζητήσαμε να επιλέξετε ένα έργο σας που θεωρείτε όσο περισσότερο δυνατόν πιο ενδεικτικό της καλλιτεχνικής σας πορείας. Επιλέξατε έναν πίνακα που ολοκληρώσατε το 2000, το «Εργαστήρι Ραπτικής» («Taller de Costura»). Είναι σπουδαίο παράδειγμα «μποτερισμού» -του μοναδικού σας στυλ με τα έντονα χρώματα και τις ογκώδεις αναλογίες. Τι σημαίνει η δουλειά αυτή για τη ζωή σας και την κληρονομιά που θα αφήσετε;
Αυτό το έργο, όπως και τα υπόλοιπα, είναι μια δήλωση αρχών. Είναι ένα μανιφέστο για το τι θα πρέπει να είναι η ζωγραφική: ένα αμάλγαμα χρώματος, σύνθεσης, σχήματος και σχεδίου. Το θέμα είναι σχεδόν μόνο ένα πρόσχημα για τη ζωγραφική.
Έχει ορισμένα αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς απεικονίζει τρεις γυναίκες σε ένα εργαστήριο ραπτικής, όπως αυτό που διατηρούσε η μητέρα μου αφότου χήρεψε σε νεαρή ηλικία. Η ενσωμάτωση τέτοιων βιογραφικών στοιχείων δεν είναι ασυνήθιστη για μένα. Η Λατινική Αμερική που γνώρισα στα νεανικά μου χρόνια, είναι κεντρικό θέμα στη δουλειά μου κι έτσι, εικόνες από τη ζωή μου στην Κολομβία συχνά αναδύονται στις ελαιογραφίες και τα σχέδιά μου.
Δεν είχαμε ζωγράφους ή διανοούμενους στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου ήταν πλανόδιος έμπορος και ταξίδευε διαρκώς. Πηγαινοερχόταν μέσα από τα βουνά της Antioquia με μουλάρια φορτωμένα εμπορεύματα. Δεν τον θυμάμαι σχεδόν καθόλου. Ήμουν μόλις 4 ετών όταν πέθανε, αλλά θυμάμαι το μέρος όπου είχε τα μουλάρια και τον ηλικιωμένο άντρα που τον βοηθούσε, τον Δον Αντόνιο.
Όταν πέθανε ο πατέρας μου, η οικογένεια (η μητέρα μου, τα δύο μου αδέλφια και εγώ) έμεινε πάμπτωχη, οπότε η μητέρα μου χρησιμοποίησε το ταλέντο της ως μοδίστρας όπως εικονίζεται στον πίνακα αυτό. Τέτοιες αναμνήσεις είναι παρούσες σε πολλά από τα έργα μου. Η γενέτειρά μου ήταν πάντα η πρώτη ύλη για την τέχνη μου.
Όσο για την κληρονομιά μου, νομίζω πως θα είναι το σύνολο της δουλειάς μου, η οποία δημιουργήθηκε με βάση τις πεποιθήσεις μου και πάντα με συνέπεια στις ιδέες μου.
Το «Εργαστήρι Ραπτικής» δημιουργήθηκε το 2000 από τον Fernando Botero και έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία από τα παιδικά χρόνια του καλλιτέχνη στην Κολομβία. «Η Λατινική Αμερική που γνώριζα στα νεανικά μου χρόνια είναι κεντρικό θέμα της δουλειάς μου», είπε στους «New York Times», «και έτσι, συχνά αναδύονται στις ελαιογραφίες και τα σχέδιά μου εικόνες από τη ζωή μου στην Κολομβία».
Μπορείτε να μας πείτε πώς τελειοποιήσατε αυτό το στυλ; Πώς καταλήξατε να εστιάζετε στον όγκο; Τι έκανε τις μεγάλες αναλογίες κεντρικό στοιχείο της αισθητικής σας;
Ο όγκος ήταν βασικό στοιχείο της τέχνης στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Εξαφανίστηκε κατά τον Μεσαίωνα και ανακαλύφθηκε εκ νέου αιώνες μετά, με τους πρώτους καλλιτέχνες της Αναγέννησης, αρχής γενομένης με τον Gioto. Από τότε ο όγκος κυριαρχούσε, έως την ανάδυση της αφηρημένης τέχνης του 20ού αιώνα.
Για μένα, αυτό το στοιχείο παραμένει ουσιαστικό. Κι όχι μόνο γιατί ο όγκος καθιστά εφικτή την τρισδιάστατη εντύπωση, δημιουργώντας την οπτική παραίσθηση σφαιρικών σχημάτων και βάθους σε μια επιφάνεια όπως ο καμβάς, το χαρτί ή ο τοίχος, αλλά και γιατί εκφράζει την ομορφιά και τον αισθησιασμό -βασικές επιδιώξεις της δουλειάς μου.
Στάθηκα τυχερός και διάβασα Bernard Berenson, τον διάσημο Αμερικανό ιστορικό και κριτικό τέχνης, όταν ήμουν 18 χρονών. Ο Berenson προσέφερε διανοητική καθαρότητα και φιλοσοφικό βάθος σε κάτι που έως τότε ήταν μόνο ενστικτώδης κλίση ή προτίμησή μου. Υποστήριζε με επιχειρήματα τον όγκο και την ικανότητά του να εκφράζει σε έναν πίνακα «απτές αξίες», όπως το έθετε. Τα κείμενά του είχαν πάνω μου διαρκή επίδραση.
Ως μοντέρνος καλλιτέχνης μπορώ να ωθήσω το πάθος μου στα άκρα και γι’ αυτό οι όγκοι κυριαρχούν τόσο πολύ σε όλη τη δουλειά μου. Το ενδιαφέρον μου δεν πηγάζει καθόλου απ’ αυτό που ορισμένοι περιγράφουν ως «πάχος». Το πάχος και ο όγκος είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα: ενώ το πάχος μπορεί να διαστρέψει τα αντικείμενα, ο όγκος απευθύνεται στην αίσθηση της αφής και φέρνει στον νου ομορφιά και αισθησιασμό.
Όχι μόνο αυτό. Ο όγκος παρέχει την ευκαιρία να εξυμνηθεί η πραγματικότητα. Όπως έχω πει και παλιότερα, όταν ένας από τους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής ζωγραφίσει ένα μήλο τεράστιο, κολοσσιαίο, ογκώδες, αυτό θα είναι περισσότερο μήλο απ’ ό,τι το απλό φρούτο που βλέπουμε στην καθημερινότητά μας. Αυτή είναι η ουσία της αισθητικής μου: θέλω να εξυμνήσω τον όγκο για να εκφράσω την ομορφιά και τον αισθησιασμό και να μεταφέρω μια αίσθηση μεγαλείου.
Το 2005 ο Fernando Botero παρουσίασε κάποιους από τους πίνακές του από τη σειρά για το Abu Ghraib στο ατελιέ του στο Παρίσι. Η σειρά υπενθυμίζει τα βασανιστήρια, τη σεξουαλική κακοποίηση και τις ταπεινώσεις που υπέστησαν Ιρακινοί κρατούμενοι από Αμερικανούς στρατιώτες και προσωπικό ασφαλείας στη φυλακή Abu Ghraib στο Ιράκ.
Όπως αναφέρατε, το έργο σας επηρεάστηκε βαθιά από τις αναμνήσεις της νεότητάς σας, συμπεριλαμβανομένης της αποικιακής αρχιτεκτονικής του Medellin και των μορφών και των χρωμάτων της αρένας των ταυρομαχιών. Στην πραγματικότητα, κάποιοι από τους πρώτους πίνακές σας είχαν ως θέμα ταυρομάχους. Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα για τους τρόπους που η πόλη και η ζωή στην Κολομβία ενέπνευσαν τη δουλειά σας;
Πιστεύω ότι, αν θέλεις να είσαι παγκόσμιος, πρέπει πρώτα να είσαι τοπικιστής και να ανήκεις σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Για τον λόγο αυτό λατρεύουμε τόσο την τέχνη της αρχαίας Ελλάδας, την αρχαία κινεζική τέχνη και την αρχαία τέχνη της Ινδίας: ήταν αυθεντικές τοπικές δημιουργίες.
Η τέχνη του Goya ανήκει στην Ισπανία και του Monet στη Γαλλία. Αυτοί οι καλλιτέχνες κέρδισαν την παγκόσμια αναγνώριση αναπαριστώντας τους δικούς τους κόσμους, ενώ με το να πατούν στις ρίζες τους, πάτησαν στις πιο βαθιές πτυχές των χαρακτηριστικών που μοιραζόμαστε όλοι.
Όταν ήμουν έφηβος, το Medellin ήταν μια επαρχιακή πόλη εντελώς απομονωμένη από την υπόλοιπη χώρα, καθώς περιβάλλεται από βουνά, κάτι που τότε δυσκόλευε πάρα πολύ την κατασκευή δρόμων και λεωφόρων. Κατά τη διάρκεια των ατελείωτων παρελάσεων στις εθνικές ή θρησκευτικές γιορτές, ο δήμαρχος της πόλης αντιμετωπιζόταν σαν τον πρόεδρο της χώρας και ο τοπικός επίσκοπος σαν τον πάπα. Το να ανακατεύεσαι με τον κόσμο σε τέτοιες περιστάσεις, ήταν τότε για μένα σαν να πήγαινα στον κινηματογράφο. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνίας αποτυπώθηκαν έντονα στη μνήμη μου.
Οι ταυρομαχίες ήταν πολύ δημοφιλείς τότε. Μια μέρα ένας θείος μου με πήγε στη La Macarena και το θέαμα μου άρεσε τόσο πολύ, που αποφάσισα ότι θέλω να γίνω ταυρομάχος. Το όνειρο κράτησε λίγο φυσικά, αλλά η εμπειρία με έκανε να αγαπώ τις ταυρομαχίες για την υπόλοιπη ζωή μου.
Όταν ήμουν 15 χρονών, ξεκίνησα να πουλάω στο ραφείο του Rafael Pérez, όπου μπορούσες να αγοράσεις και εισιτήρια για την αρένα, μικρούς πίνακες με σκηνές από ταυρομαχίες, ζωγραφισμένους με νερομπογιές. Αυτοί ήταν οι πρώτοι πίνακες που πούλησα. Έχω φτιάξει πολλές ελαιογραφίες και σχέδια με σκηνές ταυρομαχιών, μια και, λόγω του θέματός τους, αποτελούν μια γιορτή της φόρμας και των χρωμάτων, την οποία δεν βρίσκεις συχνά.
Τότε ζωγράφιζα τον κόσμο που έβλεπα γύρω μου, γιατί ήταν το μόνο που γνώριζα σαν νέος, τα σπίτια, τις ιστορίες, τους ανθρώπους. Αλλά αυτός ο κόσμος εξακολούθησε να αποτελεί την πρωταρχική μου έμπνευση.
Έχετε πει πως, όταν αποφασίσατε να γίνετε ζωγράφος, σκεφτήκατε ότι καταδικάζατε τον εαυτό σας σε μια ζωή φτώχειας, αλλά η ενστικτώδης τάση να δημιουργήσετε τέχνη ήταν τόσο μεγάλη ώστε δεν σας πείραζε. Πώς θα περιγράφατε αυτό το ένστικτο; Από πού προέκυψε;
Θυμάμαι πως, όταν είπα στη μητέρα μου ότι ήθελα να γίνω ζωγράφος, εκείνη είπε «Ωραία, αλλά θα πεθάνεις της πείνας». Για να είμαι δίκαιος, τότε δεν υπήρχαν και τόσοι καλλιτέχνες τριγύρω και οι λίγοι που ζούσαν στην πόλη μου, επιβίωναν με γλίσχρους μισθούς, κάνοντας μαθήματα στα παιδιά των δημόσιων σχολείων.
Όταν ήμουν 16, έκανα την πρώτη μου έκθεση με μια ομάδα καλλιτεχνών στο Tejicondor Art Show του Medellin. Στα 19 έκανα την πρώτη μου ατομική έκθεση στην γκαλερί Leo Matiz, στην Bogota. Εκεί παρουσίασα έργα με νερομπογιές και κάποιους καμβάδες με λάδια.
Ένας από εκείνους τους πίνακες, «Η γυναίκα που κλαίει», αντανακλούσε ξεκάθαρα την κλίση μου προς τον όγκο. Μπορεί κάποιος να νομίσει ότι ένα από τα χέρια της το ζωγράφισα σήμερα. Αλλά η πηγή του πάθους μου για τον όγκο και η ισχυρή έλξη που μου ασκούσε ήταν πάντα μυστήριο.
Έναν χρόνο μετά από εκείνη την έκθεση, κέρδισα έναν διαγωνισμό ζωγραφικής και χρησιμοποίησα τα χρήματα για να ταξιδέψω στην Ευρώπη για πρώτη φορά. Έζησα στη Φλωρεντία και αφιερώθηκα στη μελέτη των έργων του Giotto, του μεγάλου δάσκαλου του όγκου, όπως και στη μελέτη έργων άλλων αναγεννησιακών ζωγράφων, κυρίως του Piero della Francesca. Σε αυτό το διάστημα, η προτίμησή μου για τη ζωγραφική και τη μεγάλη τέχνη του παρελθόντος μετατράπηκε σε απόλυτη βεβαιότητα, όπως και η αφοσίωσή μου στον όγκο.
Δεν νομίζω ότι υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν τα συναισθήματά μου όταν βλέπω σπουδαία τέχνη. Είναι σαν αγνός ενθουσιασμός. Και το νιώθω κάθε φορά - δεν ξεθωριάζει. Αυτό ένιωσα την πρώτη φορά που είδα τις «Δεσποινίδες των τιμών» του Velazquez, τη «Νυχτερινή περίπολο» του Rebrandt ή τα πορτρέτα που σχεδίασε ο Hans Holbein. Για μένα, αυτά τα μεγαλειώδη έργα είναι αξεπέραστα και νιώθω τους χαρακτήρες στους πίνακες πιο αληθινούς και πιο πραγματικούς απ’ ό,τι αν στέκονταν ακριβώς δίπλα μου.
Ο Fernando Botero ζωγράφισε το «Στούντιο» («El Estudio») το 1984, έργο που εκτίθεται στο Μουσείο της Antioquia στο Medellin της Κολομβίας. «Θέλω να εξυμνήσω τον όγκο για να εκφράσω την ομορφιά και τον αισθησιασμό», είπε στους «New York Times», «και για να εκφράσω μια αίσθηση μεγαλείου».
Με κάποιο παιχνίδι της τύχης, συναντήσατε την Dorothy Miller, επιμελήτρια στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), η οποία αγόρασε τον πίνακά σας «Μόνα Λίζα, ετών 12» για λογαριασμό του μουσείου στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ζούσατε στη Νέα Υόρκη. Αυτό ήταν ένα σημείο καμπής στην επαγγελματική σας πορεία. Μπορείτε να μας πείτε για εκείνη την εμπειρία και για εκείνη την περίοδο;
Η Dorothy Miller είχε πάει να δει έναν Αμερικανό ζωγράφο που ζούσε στο κτίριο όπου έμενα κι εγώ, στο Greenwich Village, και ο οποίος εν παρόδω ανέφερε ότι στον κάτω όροφο έμενε και ένας καλλιτέχνης από την Κολομβία, ο οποίος ζωγραφίζει «χοντρούς». Εκείνη θέλησε να δει τη δουλειά μου και πέρασε την ίδια μέρα. Η «Μόνα Λίζα, ετών 12» ήταν ακουμπισμένη σε έναν τοίχο και, μόλις η Miller μπήκε, έδειξε τον πίνακα και χωρίς δισταγμό είπε: «Αυτόν τον θέλουμε στο μουσείο». Την επομένη, προς έκπληξή μου, ένα φορτηγάκι ήρθε για να πάρει τον πίνακα. Ήταν πραγματικά παιχνίδι της τύχης.
Ήμουν στην Νέα Υόρκη για λίγα μόνο χρόνια, ζώντας σαν άπορος και με μικρή επιτυχία, αλλά με ένα έργο μου να εκτίθεται σε περίοπτη θέση στη MoMA, το σπουδαιότερο μουσείο μοντέρνας τέχνης στον κόσμο, οι γκαλερίστες ξαφνικά άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για τη δουλειά μου και η επαγγελματική μου κατάσταση άλλαξε σημαντικά. Από τότε και μετά, τη δουλειά μου εκπροσωπούσαν διάσημοι έμποροι τέχνης, ανάμεσα στους οποίους ο Claude Bernard στο Παρίσι, η Marlborough Gallery στη Νέα Υόρκη και η γκαλερί Ernst Beyeler στη Βασιλεία.
Οι φόρμες που μαγνητίζουν το μάτι και το παιγνιώδες χιούμορ είναι τα σήματα κατατεθέντα της τέχνης σας και χαρακτηριστικά που κάνουν πάμπολλους ανθρώπους να θαυμάζουν τη δουλειά σας. Σε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή σας, σχολιάσατε ότι πολλοί καλλιτέχνες και κριτικοί θεωρούν πως «αν η τέχνη δίνει ικανοποίηση, τότε εκπορνεύεται». Χαρακτηρίσατε αυτή την άποψη γελοία. Πιστεύετε ότι η τέχνη σήμερα έχει γίνει υπερβολικά περίπλοκη, υπερβολικά διανοουμενίστικη ή υπερβολικά σοβαρή;
Η τέχνη δημιουργήθηκε για να δίνει απόλαυση. Όταν ρίξεις μια συνολική ματιά στην ιστορία της τέχνης, βλέπεις ότι το 99% των έργων αφορά θέματα που είναι κυρίως ευχάριστα. Ποιος, για παράδειγμα, είδε ποτέ δραματικό ιμπρεσιονιστικό πίνακα; Επιπλέον, σε προηγούμενους αιώνες σχεδόν κάθε πίνακας αποτελούσε πορτρέτο ή θρησκευτική σκηνή ή τοπίο ή νεκρή φύση, θέματα που προκαλούσαν ευχαρίστηση σε όσους τα έβλεπαν.
Το χιούμορ είναι επίσης βασικό χαρακτηριστικό στην ιστορία της τέχνης και μπορεί να λειτουργήσει σαν κλείσιμο του ματιού, σαν ένα παράθυρο που προσκαλεί τους θεατές «να μπουν» στο έργο τέχνης. Βρίσκεται στους πίνακες πολλών σπουδαίων καλλιτεχνών, ανάμεσα στους οποίους οι Pieter Bruegel, Bosch, Goya, ακόμα και ο Velazquez, ο οποίος ζωγράφισε νάνους στην ισπανική βασιλική αυλή τόσο με χιούμορ όσο και με ευαισθησία, και τον Άρη, τον θεό του πολέμου, τον οποίο απεικόνισε σαν αγροίκο.
Πάντοτε με ενέπνεαν οι μεγάλοι δάσκαλοι του παρελθόντος, γι’ αυτό και στη δουλειά μου μπορεί κάποιος να δει σάτιρα, χιούμορ και τρυφερότητα. Δεν ζωγράφισα ποτέ ούτε μια πινελιά χωρίς τη σφραγίδα της ιστορίας.
Σε κάθε περίπτωση, πολλά από τα σύγχρονα έργα τέχνης είναι οτιδήποτε άλλο παρά πνευματικά. Υποκρίνονται ότι είναι, αλλά δεν είναι. Πολλοί καλλιτέχνες, έχοντας πρωτοβγεί από τη σχολή, υιοθετούν μια τεχνοτροπία, αλλά αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το να καταλήξουν στα δικά τους εκφραστικά μέσα. Καθένας από τους μεγάλους δασκάλους δημιουργούσε με ένα μοναδικό και διακριτό στυλ, το οποίο αναπτυσσόταν με τον καιρό και με σκληρή δουλειά ως αποτέλεσμα μιας δια βίου αφοσίωσης στην αριστεία. Μια τέτοια επιλογή εκφραστικών μέσων είναι αποτέλεσμα της επιτομής των ιδεών του καλλιτέχνη και είναι παρόν σε κάθε του δουλειά. Είναι μια ορατή φιλοσοφία.
Πίνακες του Κολομβιανού ζωγράφου Fernando Botero εκτίθενται στο Μουσείο Botero στην Μπογκοτά της Κολομβίας. «Εξακολουθώ να δουλεύω κάθε μέρα. Όχι στις μεγάλες διαστάσεις στις οποίες δούλευα με λάδι όλη μου τη ζωή, αλλά ζωγραφίζω με νερομπογιές, κάτι που με ευχαριστεί πολύ», είχε δηλώσει στους «New York Times» λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του.
Φυσικά δεν είναι όλη η δουλειά σας χιουμοριστική ή σατιρική. Το 2005 δημιουργήσατε τη σειρά Abu Ghraib, η οποία βασίζεται σε φωτογραφίες που λήφθηκαν στη διαβόητη φυλακή του Ιράκ. Λίγα χρόνια πριν, ζωγραφίσατε τον «Θάνατο του Pablo Escobar» απεικονίζοντας τον θάνατο του επικεφαλής του καρτέλ Medellin, όπως και έργα για τις σκοτεινές μέρες της ναρκο-βίας στην Κολομβία. Τι σας έκανε να δημιουργήσετε αυτά τα πολιτικά έργα και να επηρεάσετε τον δημόσιο διάλογο;
Όταν έμαθα ότι στο Abu Ghraib στο Ιράκ γίνονται βασανιστήρια, ένιωσα αναγκασμένος να πω κάτι λόγω της τεράστιας οργής που ένιωσα. Και εξεπλάγην που δεν έκαναν το ίδιο και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες.
Δεν ζωγράφισα τίποτα άλλο για περισσότερο από έναν χρόνο και ολοκλήρωσα αυτή τη σειρά από ελαιογραφίες και σχέδια, την οποία αργότερα δώρισα στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, το Berkeley, και στο American University στην Ουάσιγκτον. Όταν τελείωσα, μου ήταν και πάλι ξεκάθαρο ότι τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο καθένας. Επειδή, όταν ο καλλιτέχνης είναι συνεπής στην αισθητική του προσέγγιση, οι άνθρωποι θα ξέρουν πάντα ποιος είναι ο δημιουργός άσχετα με το τι ζωγραφίζει. Λόγω του τρόπου με τον οποίο επιλέγει να εκφραστεί.
Έκανα, επίσης, μια σειρά έργων με θέμα τη βία στην Κολομβία στη δεκαετία του 1990, στην οποία ζωγράφισα αντάρτες, παραστρατιωτικούς και διακινητές ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένου και του διαβόητου Pablo Escobar την εποχή του θανάτου του. Έως τότε ο Escobar ήδη είχε γίνει εθνικός θρύλος και τον ζωγράφισα νεκρό, μισόγυμνο και πεσμένο στη σκεπή ενός μικρού σπιτιού.
Δεν νομίζω ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα, αλλά μπορεί σίγουρα να αφήσει ένα ίχνος στη συλλογική μνήμη. Ο πιο διάσημος πολιτικός πίνακας, η «Guernica» του Picasso, δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον Franco από το να μείνει στην εξουσία επί 40 και πλέον χρόνια, αλλά τώρα η φρίκη εκείνης της τραγωδίας είναι ξεκάθαρη στο μυαλό μας λόγω εκείνου του αριστουργήματος.
Η αιτία γι’ αυτές τις σειρές έργων μου ήταν το ηθικό χρέος. Απλώς επειδή δεν μπορούσα να μένω σιωπηλός μπροστά σε τέτοια βαναυσότητα και επειδή πιστεύω ότι η τέχνη μπορεί πράγματι να μας βοηθά να θυμόμαστε τις τραγωδίες του παρελθόντος και να κάνει τους ανθρώπους να μη δέχονται ποτέ το απαράδεκτο.
Είπατε κάποτε σε μια συνέντευξή σας ότι αντιπροσωπεύετε «το αντίθετο από αυτό που γίνεται στην τέχνη σήμερα». Τι πιστεύετε για την τέχνη σήμερα;
Κάποιος έχει πει ότι «Για να κάνεις τέχνη, χρειάζεται να κάνεις κάτι που μοιάζει με τέχνη». Αυτό που γίνεται σήμερα, δεν μοιάζει με τέχνη.
Μερικούς αιώνες αργότερα, όταν οι αρχαιολόγοι θα κάνουν ανασκαφές στα ερείπια των σπουδαίων μας πόλεων, θα πασχίζουν να ορίσουν από τα ευρήματα που θα έχουν, τι θεωρούσαμε τέχνη στην εποχή μας. Δεν θα διαφέρει από πολλά απ’ αυτά που θα βρουν στους κάδους σκουπιδιών.
Δεν ήταν έτσι τα πράγματα παλιότερα. Συνήθως, όταν ένας χωρικός έβρισκε θραύσματα από ένα αρχαίο γλυπτό ή ένα αγγείο στο χωράφι του, καταλάβαινε την ίδια στιγμή ότι ήταν κάτι πολύτιμο, ένα έργο τέχνης. Καλλιεργημένος ή όχι, το ήξερε. Η ποιότητα και η αξία της τέχνης ήταν κάτι σαφές σε όλους.
Δεν συμβαίνει το ίδιο τώρα, με τη σημερινή παραγωγή, με μεγάλο μέρος αυτού που ο κόσμος αποκαλεί τέχνη.
Ζωγραφίζετε ακόμη;
Εξακολουθώ να δουλεύω κάθε μέρα. Όχι στις μεγάλες διαστάσεις στις οποίες δούλευα με λάδι όλη μου τη ζωή, αλλά ζωγραφίζω με νερομπογιές, κάτι που με ευχαριστεί πολύ. Έτσι άρχισα και τώρα, στο τέλος, νιώθω σαν να επιστρέφω στο σπίτι μου.
© 2023 The New York Times Company