Ακούστε όλη τη συνέντευξη της Έφης Λαμπροπούλου στα podcasts του In2life.gr
H τάση, οι μετανάστες, η νεανική βία, οι γυναικοκτονίες, τα ΜΜΕ, οι ποινές, το σωφρονιστικό μας σύστημα. Το θέμα είναι η «εγκληματικότητα στην Ελλάδα» και το αναλύει σε όλη του την έκταση η κ. Έφη Λαμπροπούλου, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Παν/μίου, Visiting Fellow του Πανεπιστήμιου του Cambridge/HB και του Ινστιτούτου Max-Planck για τη μελέτη του εγκλήματος, της ασφάλειας και του δικαίου στο Freiburg/Γερμανία.
Τελικά, είναι ανοδική η τάση της εγκληματικότητας στην Ελλάδα; Ήμασταν ασφαλέστεροι παλιότερα;
Ναι, η τάση είναι ανοδική με βάση τα στοιχεία της Αστυνομίας, που αποτελούν την πηγή πληροφόρησής μας. H αύξηση, όμως, δεν είναι εντυπωσιακή, δεν είναι σημαντική, όπως ίσως θα περιμέναμε ακούγοντας και διαβάζοντας τις σχετικές ειδήσεις στα ΜΜΕ.
Γιατί δεν είναι σημαντική; Διότι ο αριθμός των αδικημάτων διατηρείται γενικά σε σταθερό επίπεδο με τους εξής τρόπους: Πρώτον με την αποποινικοποίηση - έγινε ευρεία αποποινικοποίηση το 2011. Αυτό σημαίνει αποχαρακτηρισμός πλημμελημάτων σε διοικητικά πταίσματα. Επομένως, τα συγκεκριμένα πλημμελήματα διαγράφονται από τα στατιστικά της Αστυνομίας. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ το 2010 είχαμε 334.000 καταγεγραμμένα αδικήματα, το 2011 έχουμε 193.000, που σημαίνει μείωση κατά 42%.
Δεύτερον, με τον Ποινικό Κώδικα του 2019 πραγματοποιήθηκε αποχαρακτηρισμός κακουργημάτων και μετατροπή τους σε πλημμελήματα. Κάτι άλλο που γίνεται συστηματικά από τις ελληνικές κυβερνήσεις (έγινε το 2012, το 2013, το 2017, το 2020) είναι η παύση του αξιόποινου για διάφορα αδικήματα, με στόχο τη μείωση του φόρτου εργασίας των δικαστηρίων. Αυτό, βέβαια, επηρεάζει και τα στοιχεία των καταδικασθέντων και κατ’ επέκταση της εγκληματικότητας. Όταν φτάνουν κάποια αδικήματα στο δικαστήριο, σταματά η διαδικασία.
Έτσι, μπορεί να έχουμε τους δράστες και τα θύματα στο δικαστήριο και, όταν πρόκειται να εκδικαστεί υπόθεση, η διαδικασία να παύει. Καταλαβαίνετε τις αρνητικές συνέπειες, ειδικά για τα θύματα.
Ωστόσο, έχουμε σημαντική αύξηση στα κακουργήματα, στα βαριά αδικήματα. Ενώ το 1980 είχαμε 12 κακουργήματα ανά 100.000 κατοίκους, το 2000 έχουμε 45 κακουργήματα ανά 100.000 κατοίκους και το 2018 έχουμε 114 κακουργήματα ανά 100.000 κατοίκους.
Γεγονός είναι, πάντως, ότι αρκετά αδικήματα έχουν χαρακτηριστεί ως κακουργήματα και θα μπορούσε να πει κάποιος ότι γι’ αυτό έχουμε μεγαλύτερη αναλογία κακουργημάτων σε σχέση με το παρελθόν. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός δεν αφορά τα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, τα οποία απασχολούν τον μέσο πολίτη. Αφορά την ηλεκτρονική εγκληματικότητα, την οικονομική εγκληματικότητα, τη φοροδιαφυγή, το περιβάλλον, τα εργασιακά και το οργανωμένο έγκλημα (π.χ. νομιμοποίηση εσόδων, λαθρεμπόριο καυσίμων, τσιγάρων, απομιμητικών προϊόντων, διακίνηση μεταναστών). Τα συγκεκριμένα αδικήματα δεν εκπροσωπούν μεγάλο μέρος της καταγεγραμμένης εγκληματικότητας.
Για το πώς εξελίσσεται η εγκληματικότητα γενικά έχουμε στοιχεία. Τι στοιχεία δυστυχώς δεν έχουμε; Στοιχεία για τους καταδικασθέντες. Τα δικαστήρια έχουν σταματήσει να δίνουν στοιχεία στη Στατιστική Υπηρεσία από το 2011. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε με ασφάλεια τις αιτίες της εγκληματικότητας, επειδή οι ελάχιστοι δείκτες που χρειαζόμαστε για τον συγκεκριμένο σκοπό είναι το επάγγελμα, η οικονομική κατάσταση και η οικογενειακή κατάσταση των καταδικαζομένων.
Τα δικαστήρια, που είναι η πηγή των δεδομένων, δεν συνεργάζονται με τη δικαιολογία ότι έχουν πολλή δουλειά. Ειδικά ως προς αυτό θεωρώ ότι παραβιάζεται και το δικαίωμα της πληροφόρησης του πολίτη: δεν γνωρίζουμε για ποιο πράγμα έχουν καταδικαστεί οι κατηγορούμενοι, δεν γνωρίζουμε ποια είναι η διάρκεια της ποινής τους για να εξάγουμε συμπεράσματα -γιατί μπορεί μεν να συλληφθεί κάποιος από την Αστυνομία, όμως στη συνέχεια να αποδειχθεί ότι είναι αθώος.
Πώς έχουν αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου τα στοιχεία της εγκληματικότητας στην Ελλάδα -τουλάχιστον στις χρονιές για τις οποίες έχουμε στοιχεία;
Σταδιακά χάνουμε όλο και περισσότερα δεδομένα, όπως προανέφερα, αλλά γενικά συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε. Σας είπα πώς ανιχνεύουμε τους δείκτες. Παράγοντες που θεωρώ ότι μπορούν να ερμηνεύσουν τη σύγχρονη εγκληματικότητα είναι η απληστία και ο καταναλωτισμός, οι περισσότερες ευκαιρίες τέλεσης του εγκλήματος -λείπουμε μεγάλο διάστημα από το σπίτι, επομένως οι ευκαιρίες για τους δράστες είναι περισσότερες.
Ακόμα, η τεχνολογία δίνει περισσότερες ευκαιρίες στους επίδοξους δράστες, υπάρχουν περισσότερες προκλήσεις, λιγότερες αναστολές, υπάρχει διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, μειωμένος κοινωνικός έλεγχος -κανένας δεν ενδιαφέρεται και κανένας δεν θα θέσει σε κίνδυνο τον εαυτό του όταν καταλάβει ότι κάτι γίνεται σε κάποιο σπίτι. Επιπλέον, έχουμε πολλές διαφορετικές εθνικές ομάδες που ήλθαν στη χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες και μια προσέγγιση της πολυπολιτισμικότητας που ενισχύει την ύπαρξη παράλληλων κοινωνιών χωρίς συνοχή. Αναφέρομαι στην αμφισβήτηση της κυρίαρχης κουλτούρας και στην ύπαρξη παράλληλων κοινωνιών, οι οποίες δεν θεωρείται αναγκαίο να επικοινωνούν μεταξύ τους.
Έχουμε κάποιο, έστω κατά προσέγγιση, ποσοστό για την εγκληματικότητα που οφείλεται σε αλλοδαπούς;
Η Αστυνομία δεν δημοσιεύει αναλυτικά την εθνικότητα των δραστών, διακρίνει μόνο αλλοδαπούς και ημεδαπούς δράστες. Γενικά υπάρχει δυσκολία στην καταγραφή της εθνικότητας των δραστών από την Αστυνομία, κάτι το οποίο δεν ισχύει για τα σωφρονιστικά καταστήματα, για τα οποία έχουμε αναλυτικά στοιχεία. Με βάση τα δεδομένα, λοιπόν, ένα 30% των δραστών είναι αλλοδαποί. Αυτή η εκτίμηση γίνεται με βάση την καταγεγραμμένη εγκληματικότητα, γιατί υπάρχει και μεγάλος σκοτεινός αριθμός συνολικά. Ο αριθμός των αλλοδαπών κατάδικων είναι μεγάλος. Είναι ένα 50%-60% του συνόλου των κατάδικων στις φυλακές και ένα 25% των υπόδικων.
Μπορούμε με βάση αυτό το ποσοστό να προσδιορίσουμε σε ποιο βαθμό έχει επιδράσει στην αύξηση της εγκληματικότητας; Είναι μεγάλη η συμμετοχή ή έχουμε να κάνουμε με ξενοφοβικό μύθο;
Δεν θεωρώ ότι είναι ξενοφοβικός μύθος. Το ότι υπάρχει συμμετοχή των αλλοδαπών δεν μπορεί κανένας να το αμφισβητήσει και είναι και τελείως φυσικό. Μετά υπάρχουν και άλλες, νέες εγκληματικές δυνατότητες που προσφέρονται: με το άνοιγμα των συνόρων διευκολύνεται το οργανωμένο και το διασυνοριακό έγκλημα -κανένα από τα δύο δεν είναι εύκολα ελέγξιμο και δεν καταγράφεται εύκολα. Δεν μπορούμε, σε καμία περίπτωση, να αποδώσουμε την αύξηση της εγκληματικότητας στους αλλοδαπούς, αλλά και δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν παίζουν κανένα ρόλο.
Τα τελευταία χρόνια την επικαιρότητα απασχολούν συχνά φόνοι γυναικών. Πώς θα λειτουργούσε η κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία» στον ποινικό μας κώδικα; Θα μπορούσε να βοηθήσει;
Στον δικό μας κώδικα δεν θα μπορούσε να βοηθήσει πρακτικά. Γιατί η γυναικοκτονία -εμένα θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιώ τον όρο «ανθρωποκτονίες γυναικών»- είναι ανθρωποκτονία και η ανθρωποκτονία στον ποινικό μας κώδικα τιμωρείται με την ανώτερη των ποινών, που είναι η ισόβια κάθειρξη. Το 2021, κάτω από την πίεση διάφορων ομάδων, η κυβέρνηση άλλαξε το άρθρο 299 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προέβλεπε για την ανθρωποκτονία ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι 10 χρόνια και αφαίρεσε τη διαζευκτική ποινή, αφαίρεσε τη δεύτερη εναλλακτική που έδινε στον δικαστή. Έτσι, τώρα η ανθρωποκτονία τιμωρείται με μία και μόνη ποινή, την ισόβια κάθειρξη. Πόσο πιο πάνω από την ισόβια κάθειρξη να επιβληθεί στη «γυναικοκτονία»;
Εάν, όμως, υπήρχε το άρθρο 299 στην προηγούμενη μορφή του και ήθελε το δικαστήριο να μην επιβάλει ισόβια κάθειρξη, αλλά πρόσκαιρη κάθειρξη, θα μπορούσε -για να τονίσει την απαξία της πράξης- να αυξήσει την ποινή χρησιμοποιώντας το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα που αφορά το «Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά». Το άρθρο αυτό ορίζει ότι, αν ο δράστης επέλεξε το θύμα του λόγω ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, τότε το πλαίσιο ποινής που μπορεί να του επιβληθεί αυξάνεται.
Το ποινικό μας δίκαιο είναι δίκαιο της πράξης. Τι σημαίνει αυτό; Ότι τιμωρεί την πράξη και έρχεται στη συνέχεια να εξετάσει τα ειδικότερα στοιχεία που αφορούν το άτομο, το πρόσωπο του δράστη, γιατί και πώς το άτομο τέλεσε την πράξη. Το ελληνικό δίκαιο, όπως και το κεντροευρωπαϊκό, δεν τιμωρεί το κίνητρο, τη σκέψη. Τιμωρεί την πράξη και έρχεται μετά να εξετάσει τα κίνητρα -δόλο, αμέλεια, εξάρτηση από ουσίες, ψυχική ασθένεια- για την επιμέτρηση της ποινής. Επίσης, το να έχουμε τη γυναικοκτονία ως ειδική κατηγορία εγκλήματος παραβιάζει συνταγματικές αρχές -συγκεκριμένα την αρχή της ισότητας και την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω φύλου.
Με άλλα λόγια, δημιουργείται ανισότητα από την άλλη πλευρά, αυτή που υποτίθεται ότι προσπαθεί ο νομοθέτης να εξουδετερώσει, πράγμα που ενισχύει το επιχείρημά μας ότι δεν μπορούμε να έχουμε μια τέτοια ειδική κατηγορία εγκλήματος. Επίσης, ο όρος «γυναικοκτονία» είναι πολύ ασαφής και αόριστος για το δικαστήριο. Κι έτσι, δράστες ανθρωποκτονιών γυναικών μπορεί είτε να απαλλάσσονται της κατηγορίας λόγω αμφιβολιών είτε ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, ή να τιμωρούνται με βάση το κίνητρο της πράξης τους και όχι την πράξη τους, το οποίο κίνητρο να θεωρείται αυταπόδεικτο μόνο και μόνο επειδή το θύμα ήταν γυναίκα.
Πώς κρίνετε την εγκληματικότητα ανηλίκων σήμερα;
Στην παραβατικότητα ανηλίκων υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις σε σχέση με το παρελθόν. Ενώ τις προηγούμενες δεκαετίες, του ’80 και του ’90, η νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα συνδεόταν με παραμελημένους ανηλίκους, τα τελευταία χρόνια η νεανική παραβατικότητα συνδέεται με ανηλίκους που ψάχνουν για συγκινήσεις.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η συχνή χρήση βίας. Με άλλα λόγια, δεν έχουμε μια ομάδα ανηλίκων που διαπράττουν μία κλοπή ή πολλές κλοπές και η δράση τους σταματά εκεί, αλλά έχουμε ομαδοποιήσεις ανηλίκων στις οποίες η βία είναι συστατικό στοιχείο της δράσης τους. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι οι ομαδοποιήσεις κοριτσιών και οι πράξεις βίας από τα κορίτσια. Το ενδιαφέρον είναι ότι τα επεισόδια βίας μεταξύ των εφήβων δεν περιορίζονται σε ορισμένες περιοχές, ούτε σε ορισμένα σχολεία. Το πρόβλημα είναι καθολικό. Θα μπορούσα να πω ότι αφορά περισσότερο περιοχές και σχολεία των ευκατάστατων μεσαίων στρωμάτων. Επομένως, πρέπει να ψάξουμε τα αίτια περισσότερο, καλύτερα και με μεγαλύτερο θάρρος.
«Τα επεισόδια βίας μεταξύ των εφήβων δεν περιορίζονται σε ορισμένες περιοχές, ούτε σε ορισμένα σχολεία. Το πρόβλημα είναι καθολικό. Θα μπορούσα να πω ότι αφορά περισσότερο περιοχές και σχολεία των ευκατάστατων μεσαίων στρωμάτων. Επομένως, πρέπει να ψάξουμε τα αίτια περισσότερο, καλύτερα και με μεγαλύτερο θάρρος».
Υπάρχει αύξηση της εγκληματικότητας ανηλίκων;
Έχουμε αύξηση της νεανικής παραβατικότητας παρότι έχουν αυξηθεί τα όρια ποινικής ευθύνης, δηλαδή η ηλικία από την οποία αρχίζει η τιμωρία και η καταγραφή των παραβατικών πράξεων. Τώρα, στο ερώτημα γιατί έχουμε αύξηση της νεανικής παραβατικότητας, υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Πάντως, οι ειδικοί συμφωνούν ότι η νεανική παραβατικότητα μαθαίνεται με τη συναναστροφή και με την παρατήρηση, τη μίμηση, μαθαίνεται στο πλαίσιο ομαδικής διαδικασίας.
Γενικά μιλώντας, οι παράγοντες που έχουν εντοπίσει οι έρευνες ότι συμβάλλουν στην παράνομη συμπεριφορά των νέων είναι η έλλειψη ηθικής καθοδήγησης, ο χαλαρός δεσμός με το σχολείο, οι αντικοινωνικές απόψεις και στάσεις, η αρνητική πίεση από συνομηλίκους και κοινωνική αποδιοργάνωση, η διάλυση της κοινωνικής συνοχής.
Μπορούμε να συνδέσουμε την αύξηση της εγκληματικότητας ανηλίκων με τον τρόπο ανατροφής τους;
Ναι, μπορούμε να κάνουμε τη σύνδεση με τον τρόπο ανατροφής και κυρίως με την έλλειψη ηθικής καθοδήγησης και ελέγχου από την πλευρά των γονέων. Όσο κι αν μας φαίνεται κοινότοπο, η οικογένεια είναι ο σπουδαιότερος προστατευτικός παράγοντας από παράνομες και παραβατικές συμπεριφορές. Σύμφωνα με μια έρευνα που κάναμε σε 2.000 μαθητές Γυμνασίων εν μέσω οικονομικής κρίσης, το 2016, εκείνα τα παιδιά που δήλωσαν ότι οι γονείς τους ήξεραν πού βρίσκονται όταν έφευγαν από το σπίτι, ότι έπρεπε να τους ειδοποιήσουν εάν αργούσαν να γυρίσουν, ότι ήξεραν με ποιους φίλους είναι, ότι έλεγχαν το διάβασμά τους, αυτά τα παιδιά δήλωσαν μικρότερο ποσοστό παραβατικότητας, μικρότερο ποσοστό θυματοποίησης και μεγαλύτερο δέσιμο με τους γονείς τους.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι το σχολείο και η σχέση με τους δασκάλους. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, ειδικά στα δημόσια σχολεία, είναι υπερφορτωμένοι και συχνά εξουθενωμένοι. Επιπλέον, δεν υπάρχει υποστήριξη από τους γονείς προς τους καθηγητές. Βλέπουμε ότι γονείς επιτίθενται τόσο λεκτικά όσο και φυσικά στους καθηγητές, το ίδιο γίνεται και από τους μαθητές. Άρα, ο δάσκαλος όχι μόνο δεν έχει χρόνο, αλλά και δεν υποστηρίζεται. Γιατί, αν υποστηριζόταν από τους γονείς και είχε καλή σχέση με τους μαθητές, εκτός από τον εκπαιδευτικό του ρόλο θα μπορούσε να εκπληρώσει ευκολότερα και τον παιδαγωγικό του ρόλο.
Επίσης, μην ξεχνάμε τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία επηρεάζουν καταλυτικά τη συμπεριφορά των νέων. Η υπερπροβολή της απρεπούς και αγοραίας συμπεριφοράς, η προβολή μόνο καταναλωτικών προτύπων, η έκθεση στη βία του διαδικτύου σε συνδυασμό με το σχολείο της ελάχιστης προσπάθειας, την έλλειψη κανόνων καθημερινής συμπεριφοράς και την ανυπαρξία πρόληψης από την πλευρά της πολιτείας και των δήμων, δημιουργούν ιδεώδεις συνθήκες για τη συντήρηση της παραβατικότητας.
Ένα παράδειγμα αμφιταλάντευσης στο πώς αντιμετωπίζει μια χώρα την παραβατικότητα είναι η αλλαγή των ορίων ποινικής ευθύνης. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, το ηλικιακό όριο της ποινικής ευθύνης ήταν τα 13 έτη, πράγμα που σημαίνει ότι μέχρι 13 ετών δεν καταλογιζόταν η παράνομη πράξη στον δράστη, ενώ τώρα δεν καταλογίζεται η πράξη στον δράστη μέχρι την ηλικία των 15 ετών.
Συν τοις άλλοις, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επιβάλει κάποιο μέτρο σε μια παράνομη πράξη. Μεταξύ 12-15 ετών το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει κάποιο μέτρο εάν διαπιστώσει την τέλεση παράνομης πράξης, αλλά δεν είναι υποχρεωμένο όπως στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει πως ό,τι κι αν κάνει ένας νέος μέχρι 15 χρονών -στις εννιά από τις δέκα περιπτώσεις- δεν θα έχει καμία συνέπεια ή, αν υπάρξει συνέπεια, κάποιο αναμορφωτικό μέτρο, αυτό δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από μια απλή επίπληξη και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύσκολων παιδιών και δύσκολου οικογενειακού περιβάλλοντος, το να τεθούν υπό την επιμέλεια της υπερφορτωμένης υπηρεσίας επιμελητών ανηλίκων. Άλλα μέτρα, όπως αποκατάσταση της βλάβης, κοινωφελής εργασία και λοιπά επιβάλλονται σπανίως για διάφορους λόγους.
Κατά πόσον η δημοφιλία του αστυνομικού ρεπορτάζ διαθλά τελικά την αντίληψη που έχουμε για την εγκληματικότητα; Ρωτώ επειδή το κοινό διψά για τέτοιες ειδήσεις.
Τα ΜΜΕ επηρεάζουν καταλυτικά την άποψη της κοινής γνώμης για την πραγματικότητα και για την εγκληματικότητα. Σε έρευνες που έχουν γίνει στις ΗΠΑ, το 96% της πληροφόρησης του μέσου πολίτη για το έγκλημα προέρχεται από τα ΜΜΕ. Τα εγκλήματα βίας και τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ελκύουν το κοινό και δεν είναι μόνο ότι ελκύουν το κοινό, αλλά ελκύουν και τα ίδια τα Μέσα, γιατί τα ΜΜΕ έχουν μια δική τους λογική και προσπαθούν από την πληροφορία να αντλήσουν εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να τη μετατρέψουν σε είδηση, η οποία θα μπορεί να αναπαραχθεί.
Ποια είναι αυτά τα δύο στοιχεία τα οποία προσφέρει το έγκλημα -και ειδικά το βίαιο έγκλημα; Το στοιχείο του καινούργιου, ώστε να αιφνιδιάσει το κοινό, και το στοιχείο της σύγκρουσης, ώστε να του προκαλέσει αναταραχή. Μπορεί να μην πρόκειται για καινούργιο έγκλημα, αλλά ο δράστης θα είναι καινούργιος, ο τρόπος τέλεσης ίσως είναι διαφορετικός, το θύμα θα είναι κάποιο άλλο. Και από το Μέσο που θα προκαλέσει την αναταραχή στην κοινωνία, από εκείνο ακριβώς περιμένει η κοινωνία μια νέα σχετική πληροφορία για να την «ηρεμήσει».
Θα σας πω ένα ενδιαφέρον παράδειγμα. Το FBI έχει το «Ρολόι του εγκλήματος», το οποίο αναπαριστά την ετήσια αναλογία των εγκλημάτων που διαπράττονται στις ΗΠΑ. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία είναι του 2019. Σύμφωνα, λοιπόν, με το ρολόι, ένα έγκλημα βίας είχε διαπραχθεί κάθε 26 δευτερόλεπτα, ενώ ένα έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας κάθε 4 δευτερόλεπτα. Το κόστος της καθημερινής εγκληματικότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι 4 δισ. δολάρια, ενώ τα εγκλήματα του «λευκού κολάρου», δηλαδή το οικονομικό και επιχειρησιακό έγκλημα, 300 δισ. δολάρια. Σε εμάς, για παράδειγμα, το 2020, τα εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας, δηλαδή σωματικές βλάβες, ανέρχονταν στα 7.500 και τα εργατικά ατυχήματα ήταν 4.000. Πρόσφατα υπολογίστηκε ότι κάθε μέρα δύο εργαζόμενοι χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας εργατικού ατυχήματος. Όλοι ξέρουμε για ποια συμβάντα πληροφορηθήκαμε συχνότερα.
Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι τα ΜΜΕ βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε πηγές της Αστυνομίας και της ποινικής δικαιοσύνης για πληροφορίες σχετικά με το έγκλημα, τους δράστες, τη δίκη και λοιπά. Αυτή η εξάρτηση επηρεάζει τον τύπο των ιστοριών που επιλέγονται και τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται στο κοινό. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί και οι πηγές παροχής πληροφοριών συνεργάζονται, διότι μόνο έτσι κάθε πλευρά θα επιτύχει τους στόχους της.
Η αυστηροποίηση των ποινών, που συχνά ζητούν πολλοί, είναι τρόπος να περιορίσουμε την εγκληματικότητα;
Όχι, η αυστηροποίηση των ποινών δεν είναι απάντηση. Η αυστηροποίηση των ποινών μπορεί να λειτουργήσει ορισμένες φορές σε συγκεκριμένα αδικήματα- πάντα υπό την προϋπόθεση ότι λειτουργεί ο μηχανισμός ελέγχου και ότι επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις. Εκείνο που λειτουργεί είναι να μην απαξιώνεται, να μην ευτελίζεται η παραβίαση του κανόνα δικαίου. Οποιαδήποτε ποινή, όταν επιβάλλεται έγκαιρα στον δράστη μιας παράνομης πράξης και δεν ευτελίζεται η παραβίαση του κανόνα δικαίου και το αγαθό που προστατεύει, είναι ικανή να λειτουργήσει αποτρεπτικά.
Όταν οι ποινές καλλιεργούν την πεποίθηση δικαίου στους πολίτες, όταν εκείνοι βλέπουν ότι το έγκλημα τιμωρείται -όχι ότι τιμωρείται αυστηρά, αλλά ότι υπάρχουν αρνητικές συνέπειες στους δράστες-, όταν οι πολίτες αντιμετωπίζονται ισότιμα και το δίκαιο δεν αλλάζει, υπάρχει με άλλα λόγια σταθερότητα στις ποινές, τότε μπορεί να μειωθεί η εγκληματικότητα. Τι πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για την αναποτελεσματικότητα των αυστηρών ποινών από την περίπτωση της θανατικής ποινής στις ΗΠΑ ή της μακροχρόνιας στέρησης της ελευθερίας με τον εγκλεισμό ανθρώπων στη φυλακή για 25 χρόνια σε καθεστώς απομόνωσης;
Το σωφρονιστικό μας σύστημα είναι πραγματικά σωφρονιστικό ή οι σκοποί του είναι περισσότερο τιμωρητικοί και θέλουν να λειτουργούν αποτρεπτικά για έναν πιθανό μελλοντικό δράστη;
Έχουμε ένα από τα πιο φιλελεύθερα σωφρονιστικά συστήματα στον κόσμο και έναν από τους πιο φιλελεύθερους σωφρονιστικούς κώδικες. Πώς εκφράζεται αυτό; Με ποικίλους τρόπους: με τη γενναιόδωρη χορήγηση αδειών, με το ότι επιτρέπονται συχνές επισκέψεις των συγγενών των κρατούμενων, με απεριόριστα τηλεφωνήματα που μπορεί να κάνουν οι κρατούμενοι, με τον ευεργετικό υπολογισμό των ημερών εργασίας, με τη σχολική εκπαίδευση που παρέχεται, και με τα ευεργετικά μέτρα για τη μείωση της διάρκειας των ποινών.
Ακόμη, με το ότι η εργασία δεν είναι υποχρεωτική, όπως είναι σε άλλες χώρες, αλλά είναι αποκλειστικά εθελοντική, με το ότι κάθε κρατούμενος μπορεί να έχει δική του τηλεόραση, δικό του ραδιόφωνο ή μπορεί να ετοιμάσει το φαγητό που θέλει εάν δεν του αρέσει της φυλακής.
Επίσης το φιλελεύθερο -και εγώ θα έλεγα το ανθρώπινο- του συστήματός μας φαίνεται σε πράγματα όπως το διαιτολόγιο που υπάρχει στις φυλακές. Εκείνο που, δυστυχώς, κάνει το σωφρονιστικό σύστημα να λειτουργεί, όπως λέτε, με όρους τιμωρίας, είναι οι συνθήκες. Οι υλικές συνθήκες διαβίωσης είναι εκείνες που κάνουν το σύστημα απαξιωτικό. Και οι συνθήκες θα μπορούσαν να βελτιωθούν. Έχουμε παραγωγικές φυλακές οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν πολλά περισσότερα έσοδα και να συνεισφέρουν ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι τώρα στη βελτίωση των συνθηκών.
Ενώ, λοιπόν, το σωφρονιστικό μας σύστημα θα μπορούσε να γίνει πρότυπο, δεν υπήρχε όραμα, δεν σχεδιάστηκε μια μακρόπνοη σωφρονιστική πολιτική- ακόμη κι όταν δεν είχαμε οικονομική στενότητα, ούτε σοβαρό πρόβλημα υπερπληθυσμού και δεν είχε αλλάξει η σύνθεση του πληθυσμού των κρατουμένων τόσο ώστε να δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες.
Να σας πω ένα παράδειγμα. Στο σωφρονιστικό κατάστημα νέων Βόλου, σε 90 κρατούμενους έχουμε 20 διαφορετικές εθνικότητες. Καταλαβαίνετε τη δυσκολία μεταχείρισης όλων αυτών των ανθρώπων. Όλα, όμως, αντιμετωπίζονται με την καλή θέληση του προσωπικού -τόσο του ειδικευμένου όσο και του φυλακτικού.
Δηλαδή ένα μέρος του προβλήματος είναι το επίπεδο των δομών;
Ναι. Και το ότι δεν υπάρχει συντήρηση. Δεν γίνεται ριζική προσπάθεια για τον ευπρεπισμό των χώρων. Κάθε φυλακή κάνει ό,τι μπορεί μόνη της, αλλά δεν αρκεί, είναι μπαλώματα. Δεν υπάρχει ένας σχεδιασμός και χρονίζουν σοβαρά προβλήματα, όπως βιολογικός καθαρισμός λυμάτων, εγκατάσταση ηλιακών θερμοσυσσωρευτών για ζεστό νερό και άλλα. Το προσωπικό δεν εκπαιδεύεται ή εκπαιδεύεται στοιχειωδώς για την ασφάλειά του. Δεν χρησιμοποιείται η σύγχρονη τεχνολογία για την ασφάλεια των καταστημάτων. Δεν είναι στελεχωμένα τα σωφρονιστικά καταστήματα με ειδικό προσωπικό, αδυνατούν οι κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των γιατρών -έχουμε ψυχιατρείο χωρίς μόνιμους ψυχιάτρους.