Τη νέα εικόνα, τη δυναμική και τις προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αναλύει ο Βασίλης Ψάλτης, CEO Alpha Bank. Ακόμα, μιλά για το πώς η Ελλάδα θα γίνει αξιόπιστος επενδυτικός προορισμός, για τις αλλαγές που χαρακτηρίζουν τον τραπεζικό κλάδο, για τη νέα θέση της Αlpha Bank στην αγορά μετά και τη σύμπραξη με τη UniCredit, αλλά και για το ακανθώδες ζήτημα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Μετά από μια χαμένη δεκαετία, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ανόδου, αλλά με το μειονέκτημα ενός πρωτόγνωρα περίπλοκου και αβέβαιου διεθνούς περιβάλλοντος. Ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει μπροστά της, προκειμένου να αποδειχθεί βιώσιμη η περαιτέρω ανάπτυξη;
Η ελληνική οικονομία έχει πράγματι κατορθώσει να ξεχωρίσει τα προηγούμενα χρόνια για την ισχυρή ανάπτυξη και την εντυπωσιακή ανθεκτικότητά της. Ωστόσο, δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού! Δεν αρκεί απλά να παραμείνουμε σε τροχιά ανάπτυξης, αλλά οφείλουμε να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος των ετών της μακροχρόνιας δημοσιονομικής κρίσης. Κι αυτό, μάλιστα, σε ένα ασταθές διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, που εγκυμονεί νέους κινδύνους.
Η επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης προϋποθέτει τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδίως στη φορολογία, στη δημόσια διοίκηση και ιδιαίτερα στο πεδίο της ταχύτητας στην απονομή δικαιοσύνης, προκειμένου η χώρα μας να είναι «προβλέψιμη» για τους επενδυτές, κάτι που είναι βέβαιο πως θα βελτιώσει την επενδυτική ελκυστικότητά της. Μια τέτοια εξέλιξη θα θωρακίσει περαιτέρω την Ελλάδα έναντι εξωγενών κρίσεων.
Σημαντική πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι το σχετικά μικρό μέγεθος των επιχειρήσεών της για να μπορέσουν να είναι ανταγωνιστικές σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, εκτός των συνόρων. Γι’ αυτό είναι σημαντική η κινητροδότηση των επιχειρήσεων, ώστε να αναπτύξουν συνέργειες μεταξύ τους, αξιοποιώντας οικονομίες κλίμακας, και να ενισχυθεί η πιστοληπτική τους επιφάνεια.
Τέλος, κρίσιμης σημασίας είναι και η έγκαιρη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με στόχο την ανάπτυξη, τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών σχημάτων και τη δημιουργία νέων, καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Προσοχή, όμως: οι διαθέσιμοι πόροι θα πρέπει να ενισχύουν τις επιχειρήσεις στην προσπάθεια μετάβασης σε δράσεις καινοτομίας και εξωστρέφειας, όχι για τη συμβατική λειτουργία τους.
Σε αυτό το τοπίο, πώς βλέπετε να εξελίσσεται ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών τα επόμενα χρόνια; Πιστεύετε ότι οι αλματώδεις τεχνολογικές -κυρίως- αλλαγές μπορεί να ανατρέψουν τα καθιερωμένα εδώ και δεκαετίες τραπεζικά μοντέλα;
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει μια συγκεκριμένη αποστολή: να είναι υποστηρικτής στην ανάπτυξη της οικονομίας και την υλοποίηση των επιχειρηματικών πλάνων, αλλά και των προσωπικών φιλοδοξιών των πελατών μας. Για εμάς στην Αlpha Bank, σκοπός μας είναι να στηρίζουμε την πρόοδο στη ζωή και την επιχειρηματικότητα για ένα καλύτερο αύριο.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι πραγματικά αλματώδεις, τα κανάλια με τα οποία εξυπηρετούμε τους πελάτες μας προσαρμόζονται ραγδαίως στις νέες συνθήκες, ενώ πλέον οι τράπεζες είναι εκτεθειμένες και στον ανταγωνισμό εταιρειών πέραν του αυστηρά εποπτευόμενου τραπεζικού συστήματος.
Αυτή η νέα πραγματικότητα, όμως, δεν βάζει σε δεύτερη μοίρα το κύριο χαρακτηριστικό του τραπεζικού συστήματος, που είναι η πίστη. Η εμπιστοσύνη των πελατών πως οι τράπεζες αποτελούν τον φυσικό χώρο για τις αποταμιεύσεις τους, τον αξιόπιστο σύμβουλο για τις επενδύσεις τους και, βεβαίως, τον κύριο αρωγό στην υλοποίηση των σχεδίων τους, αποτελεί το θεμέλιο λειτουργίας, αλλά και το εφαλτήριο ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Πάνω σε αυτόν τον πυλώνα της εμπιστοσύνης, ο τρόπος εξυπηρέτησης όντως μεταβάλλεται, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των πελατών μας, που ζητούν περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες, στον χρόνο και τον χώρο που επιθυμούν. Έτσι, η πλειονότητα των καθημερινών τραπεζικών συναλλαγών πραγματοποιείται από τον ίδιο τον πελάτη ψηφιακά, όπως και η απόκτηση πολλών τραπεζικών προϊόντων, ενώ ακόμα και συμβουλευτικές τραπεζικές υπηρεσίες παρέχονται με τη βοήθεια βιντεοκλήσεων, με τις συμβάσεις να διακινούνται και να υπογράφονται ψηφιακά.
Στην Αlpha Bank έχουμε ψηφιοποιήσει άνω του 80% των υπηρεσιών της τραπεζικής καθημερινότητας των πελατών μας, οι συναλλαγές που γίνονται εκτός του γκισέ του καταστήματος έφτασαν στο 97%, ενώ πάνω από το 20% των πωλήσεων σε ιδιώτες πελάτες έγινε ψηφιακά το 2023. Πού οδηγούν όλα αυτά; Σε ένα νέο πρότυπο τραπεζικού λειτουργού, που θα δαπανά ελάχιστη ώρα σε απλές συναλλαγές και θα αφιερώνει πρακτικά όλο τον χρόνο του στην εξυπηρέτηση των πελατών μας με υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τη σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους.
Η Αlpha Bank είναι πλέον απόλυτα ιδιωτική και έχει αποκτήσει μετοχική σχέση με τον διεθνή τραπεζικό όμιλο της UniCredit. Πώς επηρεάζουν αυτές οι σημαντικές εξελίξεις τον τρόπο λειτουργίας της τράπεζας εσωτερικά, αλλά και στο πλαίσιο του ανταγωνισμού στην αγορά;
Η στρατηγική συνεργασία της UniCredit με την Αlpha Bank αποτελεί αφενός επισφράγιση της μέχρι τώρα πορείας και της προόδου της χώρας, του τραπεζικού κλάδου και ειδικότερα της Αlpha Bank, αφετέρου ανοίγει νέους ορίζοντες για την επόμενη μέρα. Αντικατοπτρίζει το κοινό όραμα των δύο εταίρων για ένα εξωστρεφές, ανθρωποκεντρικό, λειτουργικό ευρωπαϊκό τραπεζικό μοντέλο.
Μέσα από τη σύμπραξη αυτή, οι πελάτες μας θα έχουν στη διάθεσή τους ένα ακόμα μεγαλύτερο εύρος προϊόντων, που γεννιούνται από τη σύζευξη της γνώσης των τοπικών αναγκών που διαθέτει η Αlpha Bank με τις λύσεις που μπορεί να προσφέρει ένας διεθνής όμιλος του μεγέθους της UniCredit. Ιδιαίτερα για τις ελληνικές επιχειρήσεις, μέσω της Αlpha Bank ανοίγεται ένα παράθυρο στον κόσμο, αξιοποιώντας το δίκτυο της UniCredit σε συνολικά 13 άλλες χώρες.
Παράλληλα, έχοντας καταστεί ξανά πλήρως ιδιωτική και διαθέτοντας μία σταθερή μετοχική βάση από μακροπρόθεσμους στρατηγικούς και θεσμικούς επενδυτές, η Αlpha Bank ανακτά πλήρως την ευελιξία της, επιταχύνει περαιτέρω τους ρυθμούς υλοποίησης του στρατηγικού σχεδίου της και, μέσω της αξιοποίησης της τεχνογνωσίας ενός πανευρωπαϊκού ομίλου, διαμορφώνει μια νέα πρόταση για επιχειρήσεις και ιδιώτες σε Ελλάδα και Κύπρο.
Το τραπεζικό σύστημα κατηγορείται συχνά για ελλιπή ανταγωνισμό, αλλά και για δυστοκία χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα, με εξαίρεση τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Τι απαντάτε σε αυτή την κριτική;
Νομίζω πως αυτή είναι μια άκρως άδικη κριτική! Ας εξετάσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά που οφείλει να διαθέτει ένα τραπεζικό σύστημα για να βοηθήσει την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα: ρευστότητα, κεφάλαια, καθαρούς ισολογισμούς και τεχνογνωσία. Ε, λοιπόν, οι ελληνικές τράπεζες τα διαθέτουν όλα σε εξαιρετικό βαθμό!
Επιπλέον, ως σύστημα, είμαστε από τους πλέον αυστηρά εποπτευόμενους κλάδους, με βάση πανευρωπαϊκούς κανόνες, όχι μόνο εθνικούς.
Στη βάση λοιπών αυτών των κανόνων, οι τράπεζες υποχρεούνται να εφαρμόζουν συγκεκριμένα πιστωτικά κριτήρια για την εξέταση των αιτημάτων χορήγησης δανείων. Κριτήρια τα οποία, είτε εξαιτίας των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, είτε εξαιτίας του μικρού μεγέθους τους, σε πολλές περιπτώσεις πράγματι δεν πληρούνται.
Στατιστικά, εκεί που τα κριτήρια πληρούνται σε εμφανώς μεγαλύτερο ποσοστό, είναι στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι οποίες επιβίωσαν στην κρίση κάνοντας τολμηρές εξυγιαντικές κινήσεις και αποδεικνύοντας πως έχουν ανθεκτικό γονιδίωμα. Πλέον, έχουν ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά τους και έχουν περάσει σε φάση ανάπτυξης, εντός και εκτός των συνόρων, υλοποιώντας ώριμες επενδύσεις ή σχεδιάζοντας νέα επενδυτικά πλάνα για την επόμενη μέρα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που αυτές οι δυναμικές εταιρείες, με αυτά τα χαρακτηριστικά, ελκύουν το ενδιαφέρον όλων των ελληνικών τραπεζών για να συνεργαστούν μαζί τους, επιτυγχάνοντας εξαιρετικούς όρους στις χρηματοδοτήσεις τους!
Το ερώτημα, συνεπώς, δεν είναι αν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι ανοιχτό για να κάνει δουλειές με την επιχειρηματική κοινότητα, αλλά πώς μπορεί να διευρυνθεί η περίμετρος των επιχειρήσεων που μπορούν να περάσουν πάνω από τον πήχη της συνεργασίας. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτή η απαιτούμενη ενδυνάμωση που θα τους δώσει την πρόσβαση στις τράπεζες;
Σίγουρα, όλα ξεκινούν από το να είναι καλή η εταιρεία: να έχει καλά προϊόντα, να τα διαθέτει σε ανταγωνιστικές τιμές και μέσα από τα σωστά κανάλια, ώστε να εκτιμούν οι πελάτες της την αξία που τους προσθέτει. Επίσης, να διαθέτει αξιόλογη διοίκηση, με όραμα και προσήλωση στην πιστή υλοποίηση του πλάνου της. Και τέλος, να διαθέτει μια χρηστή οικονομική διαχείριση και μια αντίστοιχη του μεγέθους της κεφαλαιακή βάση. Και μην αμφιβάλλετε πως, ανεξαρτήτως του μεγέθους της, μια εταιρεία με αυτά τα χαρακτηριστικά θα βρει πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα.
Τι γίνεται, όμως, αν θέλει να υλοποιήσει ένα επενδυτικό σχέδιο, για το οποίο έστω πως μπορεί να βρει χρηματοδότηση, αλλά δεν διαθέτει την αναλογία ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται; Είναι απλό: θα πρέπει να βρει συνεπενδυτές, είτε σε επίπεδο επένδυσης είτε να εξετάσει να ενώσει τις δυνάμεις της με μια άλλη εταιρεία, ώστε να επωφεληθούν από τις συνέργειες.
Εμείς στην Αlpha Bank, έχοντας γνώση όλων των παραπάνω, έχουμε ήδη εμπλουτίσει τα κριτήρια αξιολόγησης των πελατών μας, αξιολογώντας την ικανότητα του επιχειρηματία και της διοικητικής του ομάδας, την εμπειρία τους και τα αποτελέσματα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους, και όχι απλώς την αξιοπιστία των οικονομικών στοιχείων τους και την ιστορικότητα της συναλλακτικής συμπεριφοράς τους. Αξιολογούμε, επίσης, τη βιωσιμότητα του επενδυτικού σχεδίου, στο οποίο παρουσιάζεται ο τρόπος χρηματοδότησης της επένδυσης από ίδια κεφάλαια και τραπεζικό δανεισμό, καθώς και οι μελλοντικές ταμειακές ροές που θα παραχθούν μετά την ολοκλήρωση της επένδυσης. Και συμμετέχουμε ενεργά στην περαιτέρω ενίσχυση του προτεινόμενου επενδυτικού πλάνου. Με απλά λόγια, είμαστε σύμβουλοι των επιχειρήσεων, όχι απλά δανειστές τους. Αυτό θα κάνει τη διαφορά στο μέλλον.