Τι εννοούμε, άραγε, με τον όρο «υψηλή τέχνη»; Με μια γρήγορη περιδιάβαση σε βιβλία αισθητικής, φιλοσοφίας και ιστορίας, θα διαπιστώσει κανείς ότι ο όρος εμφανίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα στο πλαίσιο των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και εν γένει πολιτισμικών μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα στη Δύση ως απότοκο της εκβιομηχάνισης της παραγωγής, της αστικοποίησης και του εκδημοκρατισμού.
Ο όρος «υψηλή τέχνη» ισοδυναμούσε με την «ποιοτική» τέχνη, δηλαδή την τέχνη που παράγεται από μια εκλεκτή καλλιτεχνική μειοψηφία και απευθύνεται, εκτιμάται και καταναλώνεται από ελάχιστους καλλιεργημένους και καλλιτεχνικά μυημένους ανθρώπους.
Όσο κι αν κατανοώ ότι ο παραπάνω ορισμός είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης εποχής και συγκεκριμένων πολιτισμικών συνθηκών, ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω ως προς τον ελιτισμό της διατύπωσης, και ειδικότερα από τη σκοπιά της θεατρικής τέχνης, μιας τέχνης που ξεκίνησε ως ένα θέαμα καθαρά λαϊκό και μαζικό.
Θα διαφωνήσω όταν αναλογίζομαι ότι στην αρχαιότητα οι Αθηναίοι γέμιζαν το θέατρο του Διονύσου για να παρακολουθήσουν με κομμένη την ανάσα τα τραγικά πάθη των ηρώων του Σοφοκλή και του Αισχύλου, ή όταν αιώνες αργότερα οι Λονδρέζοι έσπευδαν στο Θέατρο του Κύκνου αγωνιώντας για την τύχη του έρωτα δύο εφήβων, του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
Και δεν είναι μόνο οι θεατές του μακρινού παρελθόντος. Ας αναλογιστούμε μόνο την αθρόα προσέλευση του κόσμου κάθε καλοκαίρι στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Το «υψηλό» δεν σημαίνει, λοιπόν, ό,τι αφορά μόνο λίγους και εκλεκτούς, αλλά άπαντες. Σημαίνει αυτό ότι η θεατρική πράξη είναι πάντα συνώνυμη της υψηλής τέχνης; Όχι βέβαια. Το θέατρο, όπως και οι άλλες τέχνες, μπορεί να παράγεται και να καταναλώνεται με όρους εμπορικής ευτέλειας.
Υπάρχει, όμως, και ένα σημαντικό κομμάτι του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου που παράγει θέατρο ουσίας, υψηλής καλλιτεχνικής εμβέλειας. Η χώρα μπορεί να υπερηφανεύεται για ένα πολύ αξιόλογο καλλιτεχνικό δυναμικό σε όλους τους τομείς: ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συγγραφείς, δραματουργούς, σκηνογράφους, ενδυματολόγους, μουσικούς, φωτιστές. Αφοσιωμένοι καλλιτέχνες που ανάγουν το ελληνικό θέατρο σε τέχνη υψηλή και που το κοινό τιμά με την αθρόα προσέλευσή του στις θεατρικές αίθουσες, ακόμα και στις πιο «δύσκολες» παραστάσεις. Γιατί πάντα κάτι που είναι «αληθινό», επικοινωνεί με τους θεατές, ασχέτως του μορφωτικού τους επιπέδου ή του κοινωνικού τους στρώματος.
Μπορεί το επίπεδο πρόσληψης μιας παράστασης να διαφέρει, όμως αυτό δεν αναιρεί την αισθητική απόλαυση και την ψυχική συγκίνηση που προκαλεί σε άπαντες. Και το θέατρο είναι μια από τις πιο επιδραστικές τέχνες, καθώς προσφέρει στον θεατή τη δυνατότητα να ταυτιστεί άμεσα με τους ζωντανούς ανθρώπους που βλέπει επί σκηνής, και να αναρωτηθεί μαζί τους για όλα όσα τον απασχολούν για την κοινωνία στην οποία ζει και για την ύπαρξή του. Μετακινεί μέσα στον θεατή τη θέασή του για τον κόσμο και τον εαυτό του.
Το Εθνικό Θέατρο ακριβώς αυτή την αποστολή υπηρετεί: την παραγωγή θέατρου υψηλού επιπέδου που προάγει τη σκέψη και την ενσυναίσθηση. Στα 92 χρόνια ιστορίας του υπερασπίζεται το θέατρο ως μια τέχνη υψηλή, που απευθύνεται σε όλες, όλους, όλα.
Δανειζόμενος τα λόγια του Νικηφόρου Παπανδρέου -του τόσο σημαντικού αυτού ανθρώπου του θεάτρου- θα έλεγα ότι αποστολή του Εθνικού δεν είναι να κάνει θέατρο για τους μυημένους, αλλά πολλούς τους μυημένους.
Γι’ αυτό αγωνίζεται και θα συνεχίσει να αγωνίζεται.
* Ο κ. Γιάννης Μόσχος είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής Εθνικού Θεάτρου