Πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων βρίσκεται σε αποδρομή. Οι σταθερές του μεταψυχροπολεμικού κόσμου κλονίζονται, καθώς αλλάζουν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί ισχύος.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει αμφισβητήσει εν τοις πράγμασι την αρχή της διατήρησης των υφιστάμενων συνόρων. Το Κρεμλίνο επιδιώκει ξεκάθαρα τη δημιουργία μιας μεγάλης Ρωσίας, που θα περιλαμβάνει τμήματα της Ουκρανίας, της Γεωργίας, της Μολδαβίας και ίσως του Καζακστάν σε μεταγενέστερη φάση.
Η επιθετική πολιτική του Πεκίνου στα στενά της Ταϊβάν προκαλεί ανασφάλεια στις χώρες της Ανατολικής Ασίας και δημιουργεί στρατιωτικές εντάσεις με τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η Κίνα λειτουργεί ως στρατηγικός εταίρος της Ρωσίας στους κρίσιμους τομείς της ενέργειας και της άμυνας.
Ο πόλεμος στη Γάζα εξελίσσεται σε μια περιφερειακή κρίση με δημιουργία νέων μετώπων στο Λίβανο, τη Συρία και την Υεμένη. Το Ιράν παραμένει η επικυρίαρχη δύναμη σε ένα μεγάλο κομμάτι της Μέσης Ανατολής, παρά τις αμερικανικές κυρώσεις και τα εσωτερικά του προβλήματα.
Για περισσότερους από πέντε αιώνες, οι δυτικές δυνάμεις κατόρθωσαν να επιβάλλουν τις πολιτισμικές αξίες και τις αρχές τους στον υπόλοιπο κόσμο. Βρισκόμαστε πλέον στο μεταίχμιο ριζικών μεταβολών σε παγκόσμιο επίπεδο. Απέναντι στις αναθεωρητικές δυνάμεις της ευρασιατικής Ανατολής (Ρωσία, Κίνα, Ιράν), οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δίνουν την ύστατη μάχη να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους. Εντούτοις, η πολιτική και η κοινωνική πραγματικότητα δεν συμβαδίζει με τις στρατηγικές επιδιώξεις της Δύσης.
Η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης έχει μπει σε μια δίνη εσωστρέφειας, λόγω της μεγάλης πολιτικής πόλωσης ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους. Η πιθανή εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία θα ενισχύσει πιθανότατα τη διαγραφόμενη τάση απομονωτισμού της χώρας.
Αν και το «βαθύ» κράτος συνεχίζει να σχεδιάζει μια στρατηγική «διπλής ανάσχεσης» εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας, η σημερινή Αμερική δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα για να αντεπεξέλθει μόνη της σε μια τόσο μεγάλη πρόκληση. Χρειάζεται την ισχυρή υποστήριξη της ενωμένης Ευρώπης, η οποία όμως διέρχεται τώρα τη δική της κρίση.
Παρά τις συχνές αναφορές στη στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να συμβεί κάτι τέτοιο. Πρώτον, η Γερμανία δεν είναι διατεθειμένη να συνεισφέρει σημαντικούς πόρους προς μια τέτοια κατεύθυνση. Η οικονομία έχει μπει σε τροχιά ύφεσης και σημαντικό κομμάτι της κοινής γνώμης δεν επιθυμεί την εκ νέου στρατιωτικοποίηση της χώρας.
Δεύτερον, υπάρχουν αρκετές χώρες που αντιτίθενται στη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης (π.χ. Ουγγαρία, Πολωνία, Βαλτικές Δημοκρατίες) για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους.
Τρίτον, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν περάσει στην εποχή της μετα-ηρωικότητας (post-heroism), που συνεπάγεται έλλειψη βούλησης για άμεση στρατιωτική εμπλοκή σε εμπόλεμες ζώνες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η θέση της Ελλάδας στο περιφερειακό σύστημα ασφάλειας συνεχίζει να παραμένει επισφαλής. Η γεωγραφική εγγύτητα στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή σημαίνει ότι η χώρα χρειάζεται να βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ δεν διασφαλίζει την Ελλάδα επαρκώς από την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας.
Αυτή η συνθήκη δεν πρόκειται να αλλάξει στο προβλέψιμο μέλλον. Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, η γειτονική χώρα εξακολουθεί να υπονομεύει την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και τη Δυτική Θράκη. Η ερντογανική Τουρκία είναι μια χώρα που έχει την αυτοπεποίθηση της περιφερειακής δύναμης, που θέλει να έχει λόγο για κάθε ζήτημα ασφαλείας στη Μαύρη Θάλασσα, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Από τη Λιβύη μέχρι τη Συρία και από την Ουκρανία μέχρι τη Σομαλία, η τουρκική ηγεσία είναι αποφασισμένη να διαδραματίζει ένα πρωταγωνιστικό ρόλο. Το καθεστώς Ερντογάν έχει οικοδομήσει ένα γεωπολιτικό όραμα που είναι καθαρά επεκτατικό, αλλά βασίζεται σε ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις στο εσωτερικό της χώρας.
Από την άλλη, η ελληνική πλευρά συχνά δίνει την εντύπωση ότι επιδιώκει την εξωτερίκευση του κόστους της αποτροπής σε συμμαχικές χώρες. Παρά τη στενή σχέση με το Παρίσι και την Ουάσιγκτον, η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και η προστασία των εθνικών συμφερόντων πρέπει να αποτελεί δική μας υπόθεση. Αν κάτι μας έχουν διδάξει οι τέσσερις ελληνοτουρκικές κρίσεις μετά τα γεγονότα της Κύπρου, είναι ότι η Αθήνα δεν μπορεί πάντα να αναμένει την ενεργή στήριξη των συμμάχων και εταίρων της. Εξάλλου, κανείς συνήθως δεν πολεμάει για κανέναν εκτός από τον εαυτό του.
Καταληκτικά, το διεθνές σύστημα έχει εισέλθει σε μια φάση αναδιάταξης με απρόβλεπτες συνέπειες. Η Ελλάδα συνεχίζει να μη διαθέτει τη θεσμική θωράκιση (π.χ. Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας) για να ανταπεξέλθει στις μεγάλες προκλήσεις ασφαλείας. Δεν υπάρχει κανένας μακροχρόνιος σχεδιασμός στα θέματα ασφάλειας και άμυνας που να ξεπερνά τον εκλογικό κύκλο της χώρας. Οι μεγάλες αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική συνεχίζουν να λαμβάνονται με αδιευκρίνιστους τρόπους, με βάση τις προσωπικές πεποιθήσεις και φιλοδοξίες. Η ελληνική κοινότητα πληροφοριών παραμένει εσωστρεφής και διαιρεμένη, με περιορισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες.
Τέλος, το χειρότερο είναι ότι το κράτος μας δεν διαθέτει κουλτούρα εθνικής ασφαλείας που να υπαγορεύει στο πολιτικό προσωπικό έναν διαφορετικό τρόπο αντίληψης του εθνικού συμφέροντος. Πλέουμε σε φουρτουνιασμένη θάλασσα με λιγοστά καύσιμα και χωρίς σωσίβια λέμβο.
* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London. Συγγραφέας του βιβλίου «Αποτροπή και Άμυνα» (εκδόσεις «Παπαδόπουλος»)