Τόσο μακροοικονομικοί δείκτες, όσο και δείκτες κοινωνικής ευημερίας στην Ελλάδα προσιδιάζουν περισσότερο σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης παρά στον «πυρήνα της Ευρωζώνης».
Η χαμηλή παραγωγικότητα, οι χαμηλοί μισθοί, η χαμηλή αγοραστική δύναμη, το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και το εμπορικό έλλειμμα, οι χαμηλές επενδύσεις, ο χαμηλός βαθμός διασύνδεσης των κλάδων της οικονομίας, είναι μόνο ορισμένοι από τους δείκτες.
Παράλληλα, οι όποιες βελτιώσεις έχουν ταυτόχρονα αρνητικές πτυχές. Η αύξηση των επενδύσεων αφορά συντριπτικά μη παραγωγικές επενδύσεις, ενώ εγχώριες επενδύσεις είναι ελάχιστες. Η αύξηση των εξαγωγών (υπολειπόμενη της πολύ μεγαλύτερης αύξησης των εισαγωγών), όπως και της ανταγωνιστικότητας, στηρίζεται κυρίως στην καθήλωση των αμοιβών εργασίας και στη συγκράτηση του κόστους εργασίας κάτω από την παραγωγικότητα.
Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης από το 2019 υπερβαίνει τον ρυθμό της συνολικής μεγέθυνσης της Ε.Ε., όπου βαραίνουν οι μεγάλες εξαγωγικές βιομηχανικές οικονομίες που ταλαιπωρούνται μετά την αρχή της πανδημίας, αλλά μας κατατάσσουν σημαντικά κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο κατά εθνική οικονομία (19η θέση στην Ε.Ε. των 27).
Οι παθογένειες και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας δεν δημιουργήθηκαν μετά τις εκλογές του 2019. Υπήρχαν και πριν από τη βαθιά κρίση και τα μνημόνια, ενώ προστέθηκε ένα υπέρογκο δημόσιο χρέος. Κάποιες από τις αδυναμίες, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα, επιδεινώθηκαν μέσα στα μνημόνια. Άλλες, όπως η διαφθορά, το εμπορικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η αγοραστική δύναμη, επιδεινώθηκαν μετά το 2019 και την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Ν.Δ.
Σε κάθε περίπτωση οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί για την πορεία της οικονομίας, που ενίοτε επικαλούνται ξένα δημοσιεύματα, βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με τα κομβικά και συνολικά δεδομένα της οικονομίας και τις προοπτικές της. Η επικοινωνιακά επιλεκτική προβολή θετικών βραχυχρόνιων εξελίξεων, με τη συνδρομή ενός ελεγχόμενου μιντιακού τοπίου, είναι χρήσιμη πολιτικά για τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά δεν αλλάζει η ουσία.
Το χειρότερο είναι ότι πίσω της κρύβεται η απουσία βούλησης για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό υπέρβασης αδυναμιών και ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας. Ο τρόπος αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης είναι απολύτως ενδεικτικός αυτής της απουσίας, όπως και η εκτόξευση των απευθείας αναθέσεων με πρόσχημα την πανδημία.
Κατά συνέπεια, η μεγαλύτερη ευκαιρία για την Ελλάδα και το 2024, και το 2025, και το 2026 κ.λπ. είναι η εκκίνηση ενός τέτοιου σχεδιασμού, κατά το δυνατόν με ευρύτερες συναινέσεις, κάτι που δεν πρόκειται να γίνει με δεδομένη την επιρροή ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων στις επιλογές της παρούσας κυβέρνησης.
Αντίστοιχα, στο πεδίο της γεωπολιτικής, οι τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα διεθνώς, η ρευστότητα που επικρατεί σε περιφερειακό επίπεδο, η αλλαγή συσχετισμών υπέρ της Άγκυρας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι ισχυρότερες τάσεις επέκτασης της γείτονος και αμφισβήτηση του χθεσινού στάτους κβο, επιβάλλουν τη χάραξη μιας νέας εθνικής στρατηγικής με στόχο τη μεσοπρόθεσμη ασφάλεια της χώρας, επίσης με όρους ευρύτερης συναίνεσης.
Ωστόσο, ούτε εδώ φαίνεται ότι το 2024 θα είναι μια τέτοια χρονιά, όπως δεν ήταν και οι προηγούμενες. Η παθητικότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε συνθήκες σημαντικών αλλαγών, όπως και η επανάπαυση στις αγαστές ελληνοαμερικανικές σχέσεις με αμφίβολο όφελος για την Ελλάδα, προδιαγράφουν μεσοπρόθεσμα επιδείνωση των όρων για τη χώρα. Οι προβλέψεις «θετικών εξελίξεων» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις περισσότερο συγκλίνουν στον κίνδυνο ανατροπής των όρων ασφάλειας σε βάρος της Ελλάδας, που επικοινωνιακά θα παρουσιαστεί ως ειρήνευση.
* Ο κ. Γιώργος Τσίπρας είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ - Π.Σ.