Η δημογραφική εικόνα της χώρας μας σήμερα διαφέρει σημαντικά από αυτήν της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας.
Έχουμε ειδικότερα:
1) Υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας (άμεση συνέπεια της εσωτερικής μετανάστευσης, απόρροια του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης),
2) Σημαντική μεν αύξηση του προσδόκιμου ζωής μας αλλά και τη μεγαλύτερη επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησής του μετά το 1995 σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε.,
3) Μείωση του αριθμού των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1960 και αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτησή τους, με αποτέλεσμα την ταχύτατη μείωση των γεννήσεων μετά το 1980,
4) Μείωση των γάμων, αύξηση των διαζυγίων και των συμφώνων συμβίωσης, με αποτέλεσμα την αλλαγή της σύνθεσης και της δομής των νοικοκυριών και των οικογενειών με την ανάδυση νέων οικογενειακών μοντέλων,
5) Συνεχή αύξηση του ειδικού βάρους των 65 ετών και άνω (από το 6,8% το 1951 στο 23% σήμερα), άμεση επίπτωση τόσο της αύξησης του προσδόκιμου ζωής όσο και της μείωσης της γονιμότητας, αύξηση που συνοδεύτηκε και από τη μείωση του ειδικού βάρους των νέων 0-19 ετών,
6) Συνεχή αύξηση των θανάτων λόγω της γήρανσης που, σε συνδυασμό με τη μείωση των γεννήσεων, οδήγησε στην εμφάνιση μετά το 2010 ενός αρνητικού ισοζυγίου),
7) Αναστροφή των μεταναστευτικών ισοζυγίων, που από θετικά μέχρι το 2010 μετατράπηκαν σε αρνητικά (περισσότεροι έξοδοι από είσοδοι το 2011-2023),
8) Συνεχή μείωση μετά το 2010 του πληθυσμού μας, απόρροια των αρνητικών φυσικών και μεταναστευτικών ισοζυγίων, και, τέλος,
9) Σημαντικές διαφοροποιήσεις σε περιφερειακό επίπεδο όλων των δημογραφικών δεικτών (μεταβολή του πληθυσμού, φυσικά ισοζύγια γονιμότητα, θνησιμότητα, γήρανση)
Όσον αφορά τις αμέσως επόμενες δεκαετίες οι πρόσφατες προβολές πληθυσμού για την Ελλάδα (Ην. Έθνη, 2022 και Eurostat, 2023) συγκλίνουν στο ότι:
1. Η αύξηση των θανάτων και η μείωση των γεννήσεων δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί, με αποτέλεσμα τα φυσικά ισοζύγια (Φ.Ι.) να παραμείνουν αρνητικά, οδηγώντας στην περαιτέρω μείωση του πληθυσμού,
2. Αν αλλάξει το μη ιδιαίτερα ευνοϊκό σήμερα περιβάλλον για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών, θα περιορισθούν μεν τα αρνητικά Φ.Ι., χωρίς ωστόσο να μετατραπούν από αρνητικά σε θετικά.
3. Η γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί, μπορεί μόνο -υπό όρους- να επιβραδυνθεί.
4. Η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στον χώρο δεν πρόκειται να αλλάξει αν δεν υπάρξει μια εθνική στρατηγική για την περιφερειακή ανάπτυξη.
Επομένως, αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο (Μ.Ι.) είναι μηδενικό τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, αναμένεται μια μεγάλη μείωση πληθυσμού μας, καθώς το έλλειμμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων θα κυμανθεί από -1,50 εκατ. (δυσμενές σενάριο) έως -1,15 εκατ. (ευνοϊκότατο σενάριο). Με δεδομένη δε την αναμενόμενη αύξηση των άνω των 65 ετών κατά περίπου 650.000, η μείωση των κάτω των 65 θα κυμανθεί από 2,15 εκατ. (δυσμενές σενάριο) έως 1,8 εκατ. (ευνοϊκότατο), ενώ αυτή των 0-19 ετών από 550.000 έως 400.000. αντίστοιχα.
Κατ’ επέκταση το πόσο μεγάλη θα είναι η μείωση του συνολικού πληθυσμού μας -ως και αυτή 0-64 ετών- θα εξαρτηθεί κυρίως από το Μ.Ι. (είσοδοι - έξοδοι) και δευτερευόντως μόνο από το φυσικό (γεννήσεις - θάνατοι).
Το Μ.Ι. είναι αδύνατον να προβλεφθεί καθώς εξαρτάται τόσο από εθνικούς, όσο και από διεθνείς παράγοντες.
Εκείνο μόνο που μπορούμε να ισχυριστούμε είναι ότι η επιβράδυνση της μείωσης και της γήρανσης του πληθυσμού μας μέχρι το 2050 απαιτεί από δημογραφική σκοπιά ένα σημαντικότατο πλεόνασμα εισόδων έναντι των εξόδων (ένα θετικό δηλαδή Μ.Ι. της τάξης των 40-50.000 κατά μέσο ετησίως). Αν για πλήθος λόγων αυτό δεν είναι εφικτό, εκτιμούμε ότι ακόμη και ένα «ηπιότερο» Μ.Ι. (+15-20.000/έτος ,+390-520.000 συνολικά το 2024-2049), θα συνέβαλε στην επιβράδυνση της μείωσης του συνολικού πληθυσμού, αυτής των νέων 0-19 ετών και των ατόμων εργάσιμης ηλικίας (κατ’ επέκταση, και στην επιβράδυνση της δημογραφικής γήρανσης).
Με βάση τα προαναφερθέντα, επιβάλλεται ο συνδυασμός πολιτικών που δεν θα περιορίσουν μόνο τις αμέσως επόμενες δεκαετίες την αύξηση των θανάτων και θα δημιουργήσουν ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών από τις νεότερες γενεές, αλλά θα επιβραδύνουν σημαντικά τη μετανάστευση νέων παραγωγικών και αναπαραγωγικών ηλικιών, επιτρέποντας ταυτόχρονα την επιστροφή τμήματος αυτών που έχουν φύγει και, ταυτόχρονα, θα επιτρέψουν την ενσωμάτωση και μόνιμη εγκατάσταση νέων αλλοδαπών στη χώρα μας.
Για να επιτευχθεί φυσικά αυτό, απαιτείται οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων να λάβουν από τώρα τα προσήκοντα μέτρα και ταυτόχρονα να προνοήσουν για την έγκαιρη προσαρμογή μας σε κάποιες μη αναστρέψιμες εξελίξεις (βλ. γήρανση) τις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
* Καθηγητής Δημογραφίας, Επιστ. Υπεύθυνος του Ερευνητικού Προγράμματος (ΕΛΙΔΕΚ) «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα» / Παν. Θεσσαλίας