H ποινική δικαιοσύνη σε μεταίχμιο

Οι πρωτοβουλίες επιτάχυνσης της δικαιοσύνης στη χώρα δεν έχουν αποδώσει ορατά αποτελέσματα. Τι πρέπει να γίνει. Γράφει ο Πρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος.

H ποινική δικαιοσύνη σε μεταίχμιο
  • Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος*

Το 2024 προβλέπεται σημαντικό για την ποινική δικαιοσύνη της χώρας μας. Τα προβλήματα είναι παλαιά και γνωστά: συμφόρηση των ποινικών ακροατηρίων, βραδύτητα των διαδικασιών, μη ορθολογική κατανομή και επεξεργασία των υποθέσεων, λειτουργικές και οργανωτικές αδυναμίες.

Οι συνεχείς νομοθετικές πρωτοβουλίες των παρελθόντων ετών με σημαία την «επιτάχυνση» της ποινικής διαδικασίας δεν έχουν αποδώσει ορατά αποτελέσματα, ενώ η πανδημία Covid επιδείνωσε τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα. Επιτακτική είναι γι’ αυτό η ανάγκη καινοτόμων πρωτοβουλιών, ώστε η ποινική δικαιοσύνη να ανταποκρίνεται ταχύτερα και, κυρίως, με ποιότητα στην ύψιστης κοινωνικής σημασίας αποστολή της.

Στο πλαίσιο αυτό έχουν εξαγγελθεί αξιόλογα προγράμματα εφαρμογής σύγχρονης τεχνολογίας, τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την επέκταση της ηλεκτρονικής υποβολής και διαβίβασης δικογράφων και τη δημιουργία βάσεων δεδομένων για τη συνολική παρακολούθηση και αξιολόγηση της πορείας των ποινικών υποθέσεων.

Η ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση των εκκρεμών αυτών προγραμμάτων αναμένεται να συμβάλει στην απλούστευση και επιτάχυνση των διαδικασιών. Παράλληλα, είναι αναγκαία η βελτίωση των κτιριακών και λοιπών υποδομών των δικαστηρίων, που συχνά εγκαταλείπονται στην τύχη τους, αλλά και η ενίσχυσή τους με εξειδικευμένο διοικητικό προσωπικό, όπου παρατηρούνται σημαντικές ελλείψεις.

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης προώθησε εκτεταμένες «παρεμβάσεις» στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με τις οποίες ευελπιστεί να τερματίσει την «ατιμωρησία», που κατά την άποψή του επικρατεί, και να επιταχύνει τις ποινικές δίκες.

Οι αλλαγές στο πεδίο αυτό, τις οποίες επεξεργάστηκε ολιγομελής ομάδα αποσπασμένων στο Υπουργείο εισαγγελικών ή δικαστικών λειτουργών, έχουν καταστεί αντικείμενο οξείας κριτικής από τους οικείους επαγγελματικούς και επιστημονικούς φορείς, αλλά και την πανεπιστημιακή κοινότητα. Οι αλλαγές στα δύο βασικά ποινικά νομοθετήματα επικρίνονται ως νομοτεχνικά πρόχειρες, οπισθοδρομικές, τιμωρητικές και αντιπαραγωγικές.

Οι επικριτές του νομοσχεδίου για τους Κώδικες υποστηρίζουν ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις θα επιβραδύνουν -αντί να επιταχύνουν- τον ρυθμό απονομής της ποινικής δικαιοσύνης με την αθρόα παραπομπή των υποθέσεων στα ήδη «μποτιλιαρισμένα» ποινικά ακροατήρια. Επιπλέον, θα απομειώσουν ανεπίτρεπτα θεμελιώδη δικαιώματα και θα επιβαρύνουν περαιτέρω τα ήδη κορεσμένα σωφρονιστικά καταστήματα εις βάρος της αξιοπρεπούς διαβίωσης, της ασφάλειας και της επανένταξης των κρατουμένων.

Μια άλλη σημαντική (και) για την ποινική δικαιοσύνη πρωτοβουλία, είναι η αναδιάταξη του δικαστικού χάρτη, που περιλαμβάνει την κατάργηση, συγχώνευση και αναδιάρθρωση των υφιστάμενων δικαστικών σχηματισμών. Ως σκοπός της μεταρρύθμισης αυτής διακηρύσσεται η ορθολογική κατανομή της δικαστικής ύλης και η καλύτερη αξιοποίηση του δυναμικού των δικαστών.

Είναι αλήθεια ότι η σημερινή γεωγραφική διασπορά και περίπλοκη δομή των δικαστηρίων δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα προσεκτικού σχεδιασμού, βασισμένου σε αξιόπιστα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια, αλλά από διαδοχικές ασυντόνιστες -και ενίοτε ευκαιριακές- πρωτοβουλίες σε βάθος πολλών δεκαετιών.

Από την άλλη πλευρά, η επιτυχία μιας μεταρρύθμισης στον ευαίσθητο αυτόν τομέα έχει δύο βασικές προϋποθέσεις: Πρώτον, πρέπει να στηρίζεται σε επαρκή και αξιόπιστα εμπειρικά δεδομένα και, δεύτερον, να «ωριμάσει» μέσω του ευρύτερου δυνατού διαλόγου με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συναίνεση.

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν φαίνεται, προς το παρόν, να έχουν εξασφαλιστεί. Το μέλλον και η επιτυχία του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος μοιάζουν, λοιπόν, αβέβαια.

 

* Ο κ. Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών, Πρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

v