Όταν ο οικονομολόγος Angus Deaton μετοίκησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1983, «ένιωσε δέος», όπως ο ίδιος το εκφράζει στο νέο του βιβλίο «Economics in America».
Γεννημένος στη Σκωτία, με σπουδές στο πανεπιστήμιο του Cambridge, θυμάται το κύμα αισιοδοξίας που τον κυρίευσε όταν έφτασε στο πανεπιστήμιο του Princeton. Ήταν ένα «εξαίσιο μέρος να δουλεύει κανείς», ειδικά κάποιος που στα παιδικά του χρόνια έχει ζήσει στη φτώχεια και είναι σε θέση να εκτιμήσει την ασφάλεια που προσδίδει ένας «αμερικανικός μισθός».
Σχεδόν αμέσως, όμως, ο Deaton ήρθε αντιμέτωπος με τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου. Έξω από τον χώρο του πανεπιστημίου, η γη των ευκαιριών μεταμορφωνόταν σε «γη της ανισότητας». Το αμερικανικό δίκτυ κοινωνικής ασφάλειας ήταν από ισχνό ως ανύπαρκτο. Έχοντας μεγαλώσει στα σπάργανα του βρετανικού κράτους πρόνοιας, ο Deaton «αντιμετώπιζε την κυβέρνηση σαν φίλο». Εξεπλάγην όταν ένας από τους συναδέλφους του του είπε ότι «η κυβέρνηση είναι κλέφτης».
Η άφιξη του Deaton στις Ηνωμένες Πολιτείες συνέπεσε με αυτό που ο Βρετανός οικονομολόγος Anthony B. Atkinson αποκάλεσε «Η στροφή στην ανισότητα». Η «Μεγάλη Συμπίεση» των μισθών των περασμένων δεκαετιών έφτανε στο τέλος της, αφού είχε κορυφωθεί στη δεκαετία του ’70 με την πετρελαϊκή κρίση και τη στασιμότητα.
Το 1983, οι κυβερνήσεις των Thatcher και Reagan προωθούσαν μια νεοφιλελεύθερη ατζέντα με μειώσεις φόρων και απορρύθμιση. Για τη μεσαία τάξη, τα καταναλωτικά δάνεια πυροδότησαν μια επίπλαστη ευμάρεια, όμως η ανισότητα συνεχώς αμβλυνόταν. Και οι οικονομολόγοι κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου.
Ώσπου ξαφνικά σήμανε εγερτήριο. Μία πληθώρα βιβλίων ξεχύθηκε για να περιγράψει λεπτομερώς μια νέα οπτική της ανισότητας, υπογραμμίζοντας πως αυτή η πνευματική μετάλλαξη είναι μια ιστορία από μόνη της.
Στο «Visions of Inequality» («Εκφάνσεις της Ανισότητας»), μια ιστορία της εξέλιξης της αντιμετώπισης του θέματος ανά τα χρόνια ξεκινώντας από τη Γαλλική Επανάσταση, ο Branko Milanovic σημειώνει την «επί μακρόν απουσία σπουδής της ανισότητας» από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι περίπου το 1990. Με μερικές εξαιρέσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η δουλειά Λατινοαμερικανών οικονομολόγων, η εθελοτυφλία απέναντι στην ανισότητα είχε οδηγήσει σε έναν υπεροπτικό εφησυχασμό. Και οι δύο πλευρές στον Ψυχρό Πόλεμο ήθελαν να προσποιούνται ότι οι δομές τους είχαν λύσει το πρόβλημα μια και καλή.
Ο Milanovic, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στο ερευνητικό τμήμα της Παγκόσμιας Τράπεζας και συγγραφέας αρκετών βιβλίων σχετικά με την παγκόσμια ανισότητα, περιγράφει με ποιον τρόπο οι Δυτικοί οικονομολόγοι περιέπλεκαν τις αναλύσεις τους με ένα ανίερο πάντρεμα εξαιρετικά απλοϊκών υποθέσεων με εξαιρετικά πολύπλοκα μαθηματικά μοντέλα: «Ήταν σχεδόν σαν να το έκαναν επίτηδες, οι κόσμοι που περιέγραφαν στα μοντέλα τους ήταν όσο το δυνατόν πιο διαφορετικοί από τον κόσμο όπου ζουν οι άνθρωποι».
Αυτή η εξιδανικευμένη προσέγγιση κάποια στιγμή συντρίφθηκε από την αχαλίνωτη πραγματικότητα, με τον τυπικό νεοκλασσικό οικονομολόγο να περισυλλογίζεται τα μαθηματικά του κλεισμένος στον χρυσελεφάντινο πύργο του, δίνοντας υλικό στους γελοιογράφους. Η οικονομική κρίση του 2008, το κίνημα Occupy Wall Street, η έκδοση του «Capital in the 21st Century» στην αγγλική γλώσσα το 2014, το 700σελιδο bestseller του Γάλλου οικονομολόγου Thomas Piketty: ο Milanovic μας δείχνει πώς η ανισότητα μετατράπηκε από ένα αντικείμενο «που αιωρείται κάπου στο παρασκήνιο» σε ένα επιτακτικό ζήτημα «στην πρώτη γραμμή της ανθρώπινης συνείδησης».
Ο Deaton σημειώνει μια παρόμοια στροφή. Ανάμεσα στις «φούσκες» που έσκασαν κατά την κατάρρευση του 2008, στον δικό του επαγγελματικό χώρο ήταν ο «απερίσκεπτος ενθουσιασμός για τις αγορές». Μαζί με τη σύζυγό του, την οικονομολόγο Anne Case, έγραψε για την αύξηση των «θανάτων από απόγνωση» - για τα αυξανόμενα ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ λευκών Αμερικανών ανδρών χωρίς πτυχίο κολεγίου. Όταν ο Deaton έφτασε για πρώτη φορά στο Princeton πριν από 40 χρόνια, το ενδιαφέρον του για τη φορολογική μεταρρύθμιση και την ανακατανομή των πόρων του απέφερε τον χαρακτηρισμό του «εξτρεμιστή». Αλλά το 2015, του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ.
Το «Economics in America» είναι ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο, αν και ίσως είναι περισσότερο ένας δείκτης για το πόση ανισότητα έχει διαποτίσει την πολιτισμική μας συνείδηση την τελευταία δεκαετία. Επί της ουσίας, είναι πολύ λίγα αυτά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν προκλητικά ή πρωτάκουστα. Η αμφιθυμία και η αποξένωση που εκφράζει ο Deaton για την υιοθετημένη χώρα του (αναγνωρίζει τον εαυτό του στον υπότιτλό του ως «μετανάστη οικονομολόγο») θα στοιχημάτιζε κάποιος ότι δεν είναι τόσο σπάνια, όσο οι Αμερικανοί αγωνίζονται να βρουν κοινούς παρονομαστές.
Ναι, οι περισσότεροι από εμάς συμφωνούμε ότι η ανισότητα είναι ένα πρόβλημα -ακόμα κι αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε για το τι σημαίνει στην πραγματικότητα και τι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό. Τα εισοδήματα έχουν βαλτώσει, εκτός από εκείνα των πολύ πλουσίων, τα οποία έχουν υπερτετραπλασιαστεί από το 1980.
Η Αριστερά ζητά υψηλότερους φόρους και αλληλεγγύη. Η Δεξιά ζητά μειωμένους φόρους και κλειστά σύνορα. Οι Κεντρώοι προσπαθούν να στριμωχτούν στις μύτες των ποδιών τους ανάμεσα στους δύο πόλους, χωρίς να προσφέρουν τίποτα. Οι επιδημιολόγοι Richard Wilkinson και Kate Pickett θεωρούν την ανισότητα ένα «κοινωνικό δηλητήριο» που βασικά διαβρώνει τα ίδια τα πράγματα που χρειαζόμαστε -ενσυναίσθηση, αίσθηση ασφάλειας, εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο- για να την καταπολεμήσουμε.
Ακόμη και η ανταπόκριση στην έρευνα του ίδιου του Deaton έχει σπάσει ιδεολογικές γραμμές. Σημειώνει τον τρόπο με τον οποίο αξιωματούχοι της κυβέρνησης Trump χρησιμοποίησαν τους θανάτους από απόγνωση ως επιχείρημα ενάντια στα lockdown κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υποδηλώνοντας ότι οι αυτοκτονίες θα αυξάνονταν αν οι άνθρωποι αναγκάζονταν να μείνουν στο σπίτι. Ο Deaton λέει ότι τα δεδομένα δεν υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό, όπως επίσης απορρίπτει τους ισχυρισμούς συντηρητικών που επιμένουν ότι το πρόβλημα δεν είναι ο υπερκορεσμός απόγνωσης, αλλά η έλλειψη εργατικότητας.
Ο Deaton, ίσως για να κατευνάσει κάποιους από τους επικριτές του, αποσύρεται επίσης από την αρχική εστίασή του στους λευκούς άνδρες. Στο νέο του βιβλίο μιλά γενικότερα για την απελπισία μεταξύ των λιγότερο μορφωμένων, υπογραμμίζοντας την επιμονή των οικονομικών διαφορών μεταξύ των μαύρων και των λευκών Αμερικανών.
Ιδιωτικά αεροσκάφη σε ένα αεροδρόμιο στο Hailey, Idaho, 29 Ιουνίου 2022. Μια σειρά από βιβλία και μελέτες αναλύουν λεπτομερώς τις σοβαρές επιπτώσεις της ανισότητας στην οικονομία. Αυτή η ιδεολογική μεταμόρφωση στον κόσμο των οικονομολόγων μπορεί να γράψει ιστορία από μόνη της.
Διαβάζοντας το «Economics in America», μπορεί κάποιος να θυμηθεί το επιχείρημα που ήταν για ένα μικρό χρονικό διάστημα της μόδας την εποχή των εκλογών του 2016, ότι το «οικονομικό άγχος» μεταξύ των λευκών Αμερικανών οδηγούσε στην υποστήριξη του Trump. Ένα χρόνο αργότερα, το «The Broken Ladder» («Η Σπασμένη Σκάλα») του ψυχολόγου Keith Payne παραδέχτηκε ότι οι λευκοί Αμερικανοί με πτυχίο γυμνασίου συνέχισαν να τα πηγαίνουν καλύτερα οικονομικά από τους μαύρους Αμερικανούς του ίδιου μορφωτικού επιπέδου, αλλά μία «ιστορία προνομίων» σήμαινε ότι οι λευκοί της εργατικής τάξης θα «πέθαιναν από απατηλές προσδοκίες».
Τέτοιες παρατηρήσεις τόνισαν τα κοινά μας τρωτά σημεία, αν και όπως τόσα άλλα στον κενό πολιτικό μας λόγο, το θέμα της ανισότητας επίσης παραμορφώθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως όπλο. Ο Trump μίλησε τη γλώσσα του λαϊκισμού, υποσχόμενος να κάνει τα πάντα για τους φτωχούς, ενώ προώθησε πολιτικές που ευνοούσαν τους πλουσιότερους.
Όμως η ανισότητα βλάπτει και τους πλουσιότερους -τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει η φιλόσοφος Ingrid Robeyns στο «Limitarianism», ένα βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στις αρχές του επόμενου έτους. Μιλάει με πλούσιους ανθρώπους που είναι εξουθενωμένοι από «την ατελείωτη κούρσα απόκτησης αγαθών για το status».
Ο ακραίος πλούτος δεν είναι μόνο κοινωνικά και οικολογικά καταστροφικός. Μπορεί να είναι ψυχολογικά διαβρωτικός, καθώς, όσοι τον έχουν, προσπαθούν να εκλογικεύσουν τις ανισότητες στον εαυτό τους.
Μερικοί γίνονται «προδότες της τάξης τους», μοιράζοντας τα πλούτη τους και απαιτώντας να φορολογηθούν. Άλλοι διπλασιάζουν τις περιουσίες τους, επιμένοντας ότι απλώς καρπώνονται τις δίκαιες ανταμοιβές τους. Η Robeyns συμφωνεί ότι δεν είναι εύκολο να πείσεις κάποιον να ανησυχεί για τη συναισθηματική υγεία του 1%, αλλά, επισημαίνει, περισσότερα χρήματα σημαίνει περισσότερη δύναμη, άρα οτιδήποτε εξαντλεί τα αποθέματα ενσυναίσθησης και συμπόνιας των πιο ισχυρών, έχει επιπτώσεις για όλους μας.
Είναι αυτή η έννοια του «εμείς όλοι» που μερικοί συγγραφείς προσπαθούν να αναβιώσουν, συμπεριλαμβανομένου του Piketty, στο «A Brief History of Equality» («Μία σύντομη ιστορία ισότητας»). Στο «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», ο Piketty έδειξε πώς ο ρυθμός απόδοσης του κεφαλαίου ξεπερνά ιστορικά την οικονομική ανάπτυξη, επιτρέποντας στους πλουσιότερους να απομακρύνονται ακόμη περισσότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Το τελευταίο του βιβλίο αλλάζει την έμφαση διευρύνοντας το πεδίο εστίασης. Ο Piketty δηλώνει ότι ενώ «διάφορες ανισότητες έχουν επιμείνει σε σημαντικά και αδικαιολόγητα επίπεδα», δεν πρέπει να βυθιζόμαστε στην απαισιοδοξία: «Από τα τέλη του 18ου αιώνα, υπήρξε μια πραγματική, μακροπρόθεσμη τάση προς την ισότητα, αλλά παραμένει χωρίς αμφιβολία περιορισμένη σε έκταση».
Αυτό το «αλλά» δίνει μια ιδέα αυτού που προσπαθεί να κεντήσει ο Piketty, αποφεύγοντας και τη θριαμβολογεί και την απελπισία. Αντιμετωπίζει την έννοια της ισότητας σε πιο ευρεία κλίμακα, συμπεριλαμβάνοντας όχι μόνο εισοδήματα και περιουσίες, αλλά και φύλα και φυλές. Μετατοπίζοντας το κέντρο μελέτης από την ανισότητα στην ισότητα, προτείνει ότι αυτό που χρειάζεται, δεν είναι μόνο ένα δυνατό φως κριτικής, αλλά επίσης το φάρμακο της αποκατάστασης.
Ο ιστορικός Darrin M. McMahon επαινεί τον Piketty γι’ αυτή τη φιλοδοξία, ακόμα κι αν είναι πιο προσεκτικός σχετικά με τις προοπτικές του στο συναρπαστικό νέο του βιβλίο, «Equality: The History of an Elusive Idea» («Ισότητα: Η Ιστορία μιας φευγαλέας ιδέας»). Σε μια σαρωτική αφήγηση που ξεκινά με σπηλαιογραφίες στην Ισπανία και τελειώνει με τους «cyborg-pharaohs», δημιουργήματα της τεχνητής νοημοσύνης, ο McMahon εξηγεί πώς οι ιδέες για την ισότητα ήταν κάθε άλλο παρά συνεπείς και απλές.
Μια ισότητα που είναι οικουμενική, που ισχύει για όλους τους ανθρώπους, δεν είναι το μόνο είδος. Η εκπληκτική συζήτησή του για την ακροδεξιά μεταδίδει πώς η έννοια της ισότητας έχει χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση της ανισότητας. Ακόμη και τα φασιστικά κινήματα υποσχέθηκαν να «ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες της ισότητας των μαζών», σεβόμενοι παράλληλα την ιεραρχία και την κυριαρχία.
Οι δυνάμεις της δεξιάς αντίδρασης έχουν ειδικευτεί σε αυτή τη διεστραμμένη προσέγγιση, δίνοντας έμφαση στην «ισότητα στην ανισότητα», γράφει ο McMahon, δημιουργώντας δεσμούς μεταξύ των πρωτόγονων κινημάτων του παρελθόντος και των «λαϊκιστών - πλουτοκρατών» του σήμερα. Γι’ αυτό, λέει, η αναγνώριση της πραγματικότητας της ανισότητας είναι τόσο «ζωτική σε μια εξαιρετικά άνιση εποχή».
Εάν το κοινό καταφέρει να ξεκολλήσει από αυτήν τη φαιδρή πίστη στο σύστημα, θα πρέπει να διαφυλάξουμε αυτόν τον σκληρά κερδισμένο σκεπτικισμό και να μην τον αφήσουμε να διολισθήσει σε εύκολο κυνισμό. Το βιβλίο του McMahon είναι περισσότερο τροφή για σκέψη παρά κάλεσμα για δράση: «Τα ανθρώπινα όντα συχνά επιθυμούν να έχουν μεταξύ τους πιο ισότιμες σχέσεις απ’ αυτές που πραγματικά έχουν, ειδικά όταν οι αποστάσεις μεταξύ τους είναι οδυνηρά εμφανείς».
* Η Jennifer Szalai είναι δημοσιογράφος των New York Times
c.2023 The New York Times Company