Τους στόχους που πρέπει να εκπληρώσει η Ελλάδα για να γυρίσει σελίδα στην οικονομία, αναλύει ο Μάριος Ψάλτης, Managing Partner της PwC Greece, τονίζοντας τον κομβικό ρόλο της καινοτομίας και της τεχνολογίας. Ακόμα, επισημαίνει τις αναγκαίες αλλαγές για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την κλιματική κρίση και τα βήματα της ψηφιοποίησης στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, ενώ σημειώνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στις λειτουργίες της δημόσιας διοίκησης.
Μετά την οικονομική κρίση, η ελληνική οικονομία δείχνει να ανακάμπτει, με απτή απόδειξη την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε, όμως, ότι αυτή η ανάκαμψη θα είναι βιώσιμη και όχι πυροτέχνημα;
Σε πείσμα της διεθνούς συγκυρίας και των οικονομικών προκλήσεων, λόγω πληθωρισμού και ανόδου των επιτοκίων, η ελληνική οικονομία επιμένει σε μια δυναμική ανάκαμψη με προβλέψεις ανάπτυξης που ξεπερνούν τους μέσους ρυθμούς της Ε.Ε. για το 2023 και το 2024. Αυτό, σε συνδυασμό με την πρόσφατη αποκατάσταση της επενδυτικής βαθμίδας για τη χώρα μας, σηματοδοτεί μια ανθεκτική επιστροφή της οικονομίας σε έναν ενάρετο κύκλο ανόδου.
Για να εξασφαλιστεί η επιστροφή σε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης, πέρα από μια απλή ανάκαμψη, απαιτείται μια στροφή μετασχηματισμού τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, με έμφαση στην καινοτομία και την τεχνολογία.
Ο απαιτούμενος μετασχηματισμός θα πρέπει να εστιάσει σε τέσσερις βασικές προτεραιότητες: 1. Την ενίσχυση της ανθεκτικότητας έναντι της κλιματικής κρίσης, 2. Τη διαχείριση των προκλήσεων που φέρνει η ταχύτατη τεχνολογική εξέλιξη, 3. Την ανάπτυξη των απαραίτητων δεξιοτήτων στο σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού, και 4. Την αναμόρφωση του δημόσιου τομέα.
Αναφερθήκατε στην κλιματική κρίση, η οποία αναδεικνύεται σε μείζονα πρόκληση όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Θεωρείτε ότι είναι αντιμετωπίσιμη;
Το τελευταίο διάστημα γίναμε μάρτυρες μιας σειράς από καταστροφές χωρίς προηγούμενο, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι πλημμύρες, οι καύσωνες, οι πυρκαγιές και η ξηρασία αποτελούν κρίσεις που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή. Κατά γενική ομολογία η χώρα μας δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη με τις κατάλληλες βιώσιμες υποδομές για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης σε διάφορους τομείς, όπως η γεωργία και η αγροτική οικονομία, ο τουρισμός, το αστικό περιβάλλον και η υγεία.
Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται άμεσα δομικές αλλαγές στο μέτωπο των υποδομών πρόληψης, πρόβλεψης και σχεδιασμού για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Σε όλο αυτό το εγχείρημα πρέπει να αξιοποιηθούν τα νέα εργαλεία που φέρνει η τεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη, τα drones, οι μικροδορυφόροι και η ανάλυση δεδομένων, που είναι ιδιαίτερα σημαντική, έτσι ώστε να δημιουργηθούν μοντέλα δυναμικής πρόβλεψης και προετοιμασίας.
Αντίστοιχα, αλλαγές απαιτούνται και σε επιμέρους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας: Ο γεωργικός τομέας και η αγροτική οικονομία πρέπει να στραφούν προς πρακτικές έξυπνης γεωργίας, που είναι ανθεκτικές στις νέες κλιματικές συνθήκες. Ο ασφαλιστικός τομέας πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, εισάγοντας καινοτόμα προϊόντα για την ασφάλιση κατοικίας, επιχειρήσεων, καθώς και φυτικού και ζωικού κεφαλαίου. Στον τουρισμό χρειάζεται να οικοδομηθεί ένα βιώσιμο μοντέλο με τις κατάλληλες υποδομές, με στόχο την ισορροπία μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και ευθύνης απέναντι στο περιβάλλον και στις τοπικές κοινότητες. Για όλες αυτές τις στρατηγικές απαιτείται συντονισμός, ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο, αρραγές μέτωπο απέναντι στο «τσουνάμι» των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης.
Κοινή συνισταμένη των παραπάνω απαιτήσεων είναι η αξιοποίηση της τεχνολογίας. Πώς μπορεί η χώρα μας να παραμείνει στο τρένο των εξελίξεων;
Μια από τις αρνητικές συνέπειες της πολυετούς οικονομικής κρίσης που βίωσε η χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία, ήταν έλλειψη επενδύσεων στην τεχνολογία. Γεγονός που έχει επηρεάσει αρνητικά την ικανότητα των ελληνικών επιχειρήσεων να καινοτομούν και να ανταγωνίζονται αποτελεσματικά σε διεθνές επίπεδο. Όμως, το τελευταίο διάστημα γίνονται ουσιαστικές προσπάθειες προκειμένου να καλυφθεί το χαμένο έδαφος. Στον δημόσιο τομέα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός αποτελεί απάντηση στη γραφειοκρατία και συνδράμει ως ο επιταχυντής των μεταρρυθμίσεων. Αντίστοιχα, στον ιδιωτικό τομέα, η τεχνολογία μπορεί να αποδειχθεί καταλύτης της ζητούμενης αλλαγής και της καινοτομίας.
Ειδικότερα, η κατακόρυφη εξέλιξη και επέκταση της τεχνητής νοημοσύνης, που μετατρέπεται από επιλογή σε αναγκαιότητα, ενισχύει την αποτελεσματικότητα, την καινοτομία και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όσων την υιοθετήσουν και την αξιοποιήσουν. Ο στόχος της Ελλάδας θα πρέπει να είναι να πρωτοπορήσει στην αξιοποίηση των Big Data και της τεχνητής νοημοσύνης με επενδύσεις αλλά και με τη δημιουργία παράλληλα ενός δίκαιου πλαισίου αποτελεσματικής προστασίας.
Στο ίδιο πνεύμα, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην κάλυψη του ψηφιακού χάσματος σε κάθε ηλικιακή ομάδα και στην ενδυνάμωση των επιχειρήσεων με εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ασφάλεια των δεδομένων και την ανθεκτικότητα έναντι των απειλών στον κυβερνοχώρο.
Πώς, όμως, θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε τις απαραίτητες δεξιότητες ώστε να γεφυρωθεί το ψηφιακό χάσμα;
Ο μετασχηματισμός του εκπαιδευτικού μας συστήματος με στόχο την εναρμόνισή του με τις ανάγκες του εργατικού δυναμικού του μέλλοντος είναι στρατηγική προτεραιότητα, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την ανάγκη συνεχούς αναβάθμισης των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων. Τα ελληνικά πανεπιστήμια μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στην παροχή των δεξιοτήτων που απαιτούνται από το εργατικό δυναμικό του μέλλοντος. Και αυτό είναι εφικτό μέσω της συνεργασίας με διεθνή ακαδημαϊκά ιδρύματα και την επιχειρηματική κοινότητα, ώστε η τριτοβάθμια εκπαίδευση να ευθυγραμμίζεται με τις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού. Οι τεχνολογικές εξελίξεις διαταράσσουν τα τρέχοντα επιχειρηματικά μοντέλα και επιταχύνουν την ανάγκη αναβάθμισης του εργατικού δυναμικού. Συνεπώς, απαιτούνται συνεχείς πρωτοβουλίες παροχής δια βίου μάθησης, τόσο από τις ίδιες τις επιχειρήσεις όσο και από το κράτος αλλά και την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Αντίστοιχα, πώς μπορεί ο δημόσιος τομέας να μετατραπεί από τροχοπέδη ανάπτυξης σε επιταχυντή;
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας βιώσαμε μια κατακόρυφη επιτάχυνση του ρυθμού εισαγωγής και υιοθέτησης της τεχνολογίας στις δημόσιες υπηρεσίες. Σήμερα, στη μεταπανδημική εποχή, το έργο αυτό θα πρέπει να συνεχιστεί με την ίδια θέληση και με τους ίδιους ρυθμούς, έτσι ώστε να επιτύχουμε μια ευρύτερη «ψηφιακή επανάσταση» του ελληνικού δημόσιου τομέα.
Γιατί ακόμα, παρά τις βελτιώσεις που έχουν ήδη σημειωθεί, υπάρχει σημαντικό περιθώριο για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις λειτουργίες της δημόσιας διοίκησης. Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνεται ο σαφής διαχωρισμός της πολιτικής ανώτατου επιπέδου από τις καθημερινές λειτουργίες front-office και back-office, η εξέταση λύσεων outsourcing και η καλλιέργεια μιας νέας κουλτούρας συνεχούς βελτίωσης στον δημόσιο τομέα.