Όταν ο Πρόεδρος Biden συνάντησε τον Κινέζο ομόλογό του, Xi Jinping, τον Νοέμβριο του 2023 στις πρώτες τους κατ’ ιδίαν συνομιλίες μετά από ένα χρόνο, οι παρατηρητές είχαν τον νου τους για τυχόν ενδείξεις ψύχρανσης των σχέσεων. Οι ηγέτες αποδείχτηκαν απρόθυμοι να τους ικανοποιήσουν.
«Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι ο ανταγωνισμός δεν θα οδηγήσει σε σύγκρουση», είπε ο Biden στην εναρκτήρια ομιλία του. «Για δύο μεγάλες χώρες όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, το να γυρίσουν την πλάτη η μία στην άλλη δεν είναι επιλογή», είπε ο Xi στη δίκη του. «Ο πλανήτης Γη είναι αρκετά μεγάλος για να πετύχουν και οι δύο χώρες».
Ακόμα και το ότι συζητούσαν οι ηγέτες δύο εκ των ισχυρότερων κρατών του κόσμου, που ιστορικά ήταν σκληροί αντίπαλοι, θεωρήθηκε μικρό σημάδι προόδου. Όμως, μια άλλη συγκέντρωση αργότερα την ίδια μέρα ήταν αποκαλυπτική για το πώς συνδέονται οι δύο χώρες.
Σε ξενοδοχείο του Σαν Φρανσίσκο, ο Xi παρέθεσε γεύμα σε μια ομάδα κορυφαίων Αμερικανών επιχειρηματιών, συμπεριλαμβανομένου του Tim Cook, Διευθύνοντος Συμβούλου της Apple, και του Larry Fink, του αφεντικού της BlackRock, του γιγαντιαίου διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων. Ο Xi χειροκροτήθηκε θερμά όταν δήλωσε ότι η Κίνα καλωσόρισε τις παγκόσμιες επιχειρήσεις, όντας μια ανοιχτή αγορά, παρά τις πολιτικές και τις ενέργειες που έδειξαν το αντίθετο και ανάγκασαν κάποιες εταιρείες να φύγουν από τη χώρα.
Ο λόγος που τόσα πολλά στελέχη ήταν πρόθυμα να δείξουν τη στήριξή τους, είναι επειδή η Κίνα παραμένει σημαντική για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, παρά τις προκλήσεις της δραστηριοποίησης και την οικονομική επιβράδυνση στη χώρα. Το 2022, το διμερές εμπόριο έφτασε σε ιστορικό υψηλό, σχεδόν 691 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης.
Ωστόσο, οι εντάσεις για κάθε θέμα, από την εθνική ασφάλεια και το εμπόριο μέχρι την τεχνολογία και το μέλλον της Ταϊβάν δε φαίνεται να μειώνονται. Η κυβέρνηση Biden υποστηρίζει ότι η Κίνα είναι η μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και ο Donald Trump, ο οποίος επέβαλε εμπορικούς δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές όταν ήταν πρόεδρος, φαίνεται πιθανό να είναι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για πρόεδρος το επόμενο έτος.
Ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει το 2024, υπάρχει ευρεία συμφωνία ότι το Πεκίνο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αν και ο Biden συνέχισε ορισμένες πολιτικές που εισήγαγε ο προκάτοχός του, οι δύο κυβερνήσεις έχουν υιοθετήσει διαφορετικές προσεγγίσεις στο θέμα «Κίνα».
Η στρατηγική της κυβέρνησης Biden έχει οικοδομηθεί σε τρεις πυλώνες: καλλιέργεια συμμαχιών για την αντιμετώπιση του Πεκίνου, αποδοτικότερος ανταγωνισμός με την Κίνα, επενδύσεις στο εσωτερικό για την ενίσχυση βασικών οικονομικών τομέων, μέσω πολιτικών όπως ο νόμος καταπολέμησης του πληθωρισμού και ο νόμος Chips για την αύξηση της παραγωγής ημιαγωγών.
Στον τομέα της εθνικής ασφάλειας, η κυβέρνηση Biden εξασφάλισε μια σειρά από μακροπρόθεσμες συμφωνίες. Υπέγραψε την AUKUS, μια συμφωνία ασφαλείας με τη Βρετανία και την Αυστραλία, για να διαθέσει πυρηνικά υποβρύχια στις δύο χώρες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επανεκκίνησαν το σύμφωνο ασφαλείας Quad με την Ιαπωνία, την Αυστραλία και την Ινδία, μια ανερχόμενη δύναμη που θεωρείται περιφερειακό προπύργιο ενάντια στην Κίνα. Ο Biden μεσολάβησε επίσης για μια προσέγγιση μεταξύ της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, δίνοντας τέλος σε δεκαετίες επιθετικότητας και υπογράφοντας ένα τριμερές στρατιωτικό σύμφωνο, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ανταλλαγή πληροφοριών.
Οι διπλωματικές ενέργειες επεκτάθηκαν στο εμπόριο, με την Ολλανδία και την Ιαπωνία να συμφωνούν να συμμορφωθούν με τους ελέγχους των εξαγωγών των ΗΠΑ στην Κίνα για προηγμένη τεχνολογία κατασκευής ημιαγωγών, παρά τις οικονομικές επιπτώσεις για ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες τους.
Παρ’ όλ’ αυτά σχηματίζεται ένα μεγάλο ερώτημα: πόσο καιρό μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν αυτό το ενιαίο μέτωπο; Ο νόμος για την καταπολέμηση του πληθωρισμού προσέφερε τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις για να ενθαρρύνει τις επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και τεχνολογίας. Για τον Biden, η νομοθεσία αντιπροσωπεύει μια σοβαρή προσπάθεια μετασχηματισμού της αμερικανικής οικονομίας. Εξόργισε, ωστόσο, τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να υποστηρίζει ότι κάνει διακρίσεις σε βάρος των εταιρειών της και ότι πιθανώς έχει παραβιάσει τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
«Οι ΗΠΑ έχουν κάνει καλύτερη δουλειά με την Ασία παρά με την Ευρώπη, γεγονός που αποδεικνύει ότι η Ασία ήταν απλώς μεγαλύτερη προτεραιότητα από την Ευρώπη», δήλωσε ο Noah Barkin, ανώτερος σύμβουλος για θέματα της Κίνας στο Rhodium Group, μια ερευνητική εταιρεία.
Ο Emmanuel Macron, Πρόεδρος της Γαλλίας, έχει προειδοποιήσει ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να ακολουθεί τυφλά την αμερικανική προσέγγιση και να συρθεί σε έναν πόλεμο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας για την Ταϊβάν. Οι γερμανικές εταιρείες εμπλέκονται σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα, με περίπου το ένα τρίτο των επιχειρήσεων να εισάγουν βασικά υλικά από τη χώρα.
Η Ursula von der Leyen, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ανέφερε σε μια ομιλία της τον Μάρτιο ότι η «αποκλιμάκωση» των σχέσεων με την Κίνα είναι κρίσιμη -μια σημαντική ρητορική διαφορά από την «αποσύνδεση» που ακούγεται συχνά στους κύκλους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ.
Η Κίνα βλέπει μια ευκαιρία να εκμεταλλευθεί τις πιθανές διαφορές μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. «Το Πεκίνο ελπίζει ότι η Ευρώπη δεν θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με τις ΗΠΑ», δήλωσε η Yu Jie, ανώτερος συνεργάτης για την Κίνα στο Chatham House, ένα think tank με έδρα το Λονδίνο.
Οι αμερικανικές επιχειρήσεις εντωμεταξύ, θέλουν μεγαλύτερη σταθερότητα στη σχέση ΗΠΑ - Κίνας. «Οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αγνοήσουν την Κίνα, επειδή η αγορά είναι πολύ μεγάλη, αλλά εξετάζουν πόσο γεωπολιτικό ρίσκο είναι διατεθειμένες να αναλάβουν», είπε η Yu.
Ο Michael Hart, Πρόεδρος του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Πεκίνο, λέει ότι βοήθησε η άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών της εποχής του Covid, που εμπόδισαν Αμερικανούς επιχειρηματίες και αξιωματούχους από το να έχουν κατ’ ιδίαν συναντήσεις. Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν προκλήσεις για την επιχειρηματικότητα στην Κίνα, αλλά υποστήριξε ότι πολλές εταιρείες, όπως οι επιχειρήσεις b2c, θέλουν αναπόφευκτα να αξιοποιήσουν αυτή την τεράστια αγορά. Ο Hart υποστηρίζει επίσης ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στον πολιτικό δογματισμό που κυριαρχεί στην Ουάσιγκτον. «Οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα είναι εδώ και θα αποτελέσουν το έρμα», είπε.
Άλλοι, ωστόσο, το αντιμετωπίζουν σαν ευσεβή πόθο. Ο Chris Millier, ο οποίος διδάσκει Διεθνείς Υποθέσεις στο πανεπιστήμιο Tufts και είναι συγγραφέας του «Chip Wars», ενός βιβλίου για τις γεωπολιτικές επιδράσεις της βιομηχανίας ημιαγωγών, πιστεύει ότι οι βασικές αιτίες των δυσκολιών για τις παγκόσμιες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, είναι οι πολιτικές του Xi: αποτρέπουν τις μακροπρόθεσμες ξένες επενδύσεις και αναδιαμορφώνουν την κινεζική οικονομία με τρόπους που ανησυχούν τις διεθνείς εταιρείες.
Ο Miller επισημαίνει την υπερπαραγωγή από κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες, που προκαλεί αντιδράσεις στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Πρόσφατα, η κυβέρνηση Biden ανακοίνωσε περιορισμούς που συρρικνώνουν το όφελος κινεζικών εταιρειών από τις αμερικανικές επιδοτήσεις για την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων.
Το δείπνο του Xi με τους ηγέτες των επιχειρήσεων στο Σαν Φρανσίσκο, πρόσθεσε ο Miller, ήταν περισσότερο ένα παράδειγμα του λόγου για τον οποίο η επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κίνα είναι πιο δύσκολη από ποτέ, παρά μια ένδειξη ενός πιο φιλόξενου περιβάλλοντος από το Πεκίνο.
«Μπορείτε να εξισώσετε τη δυσκολία της επιχειρηματικής δραστηριότητας εκεί με τον αριθμό των χειροκροτημάτων», είπε. «Αυτό δεν είναι απόδειξη ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον είναι ασφαλές, αλλά ότι η πρόσβαση στην αγορά εξαρτάται από τις ιδιοτροπίες της κινεζικής ηγεσίας. Οι παγκόσμιες επιχειρήσεις δεν μπορούν να αγνοήσουν τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ευχαριστημένοι ή ότι σχεδιάζουν να επενδύσουν περισσότερα».
*Ο Ravi Mattu είναι Διευθυντής σύνταξης του DealBook στο Λονδίνο
c.2023 The New York Times Company