Κόκκινα δάνεια: ο μεγάλος βραχνάς του χρηματοπιστωτικού κλάδου, αλλά και της οικονομίας. Οι προσπάθειες που γίνονται μέσω των δύο σχεδίων (ΤΧΣ και TτΕ) υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να δώσουν βιώσιμη λύση, επιτρέποντας στο τραπεζικό σύστημα να επιστρέψει στον πραγματικό του ρόλο;
Οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν τρία βασικά προβλήματα: το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΝΡΕ), τις ρυθμιστικές απαιτήσεις για υψηλά επίπεδα κεφαλαίων και την ασθενή κερδοφορία. Η Eurobank έχει παρουσιάσει ένα συνεκτικό σχέδιο, άμεσα και αυτοτελώς εφαρμόσιμο, που αντιμετωπίζει και τα τρία αυτά προβλήματα ταυτόχρονα, με έναν εσωτερικά συνεπή οδικό χάρτη, συγκεκριμένα βήματα και χρονοδιαγράμματα.
Όμως, το πρόβλημα των NPE στην Ελλάδα είναι τόσο μεγάλο που δεν έχουμε την πολυτέλεια να απορρίπτουμε εργαλείο που θα μπορούσε να βρεθεί στη διάθεσή μας. Ο δικός μας σχεδιασμός έχει εκπονηθεί με ιδιαίτερη επιμέλεια στο να είναι απόλυτα συμβατός τόσο με το σχέδιο του ΤΧΣ και του υπουργείου Οικονομικών όσο και με εκείνο της Τραπέζης της Ελλάδος (που αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το DTC), στον βαθμό που θα ολοκληρωθεί η επεξεργασία για το καθένα ή και τα δύο, θα εγκριθούν από τις ευρωπαϊκές αρχές και θα προχωρήσει η εφαρμογή τους. Ασφαλώς οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές και δεν τις έχουμε ακόμη υπόψη μας, αλλά η κατ’ αρχήν πρόθεσή μας είναι, εφόσον καταστούν διαθέσιμα, να κάνουμε χρήση των δυνατοτήτων που θα δημιουργήσουν, προσαρμοζόμενοι στο πλαίσιο του σχεδίου που έχουμε περιγράψει για την τράπεζά μας.
Σημαντικό είναι επίσης και το νέο θεσμικό πλαίσιο για την προστασία-επιδότηση της πρώτης κατοικίας. Απομακρύνεται από τη λογική παθητικής προστασίας του λεγόμενου «νόμου Κατσέλη» και προχωρεί σε μια ενεργητική προσπάθεια μετατροπής κόκκινων στεγαστικών σε εξυπηρετούμενα δάνεια μέσω του συνδυασμού της επιδότησης της δόσης από το Δημόσιο και βιώσιμης αναδιάρθρωσης από την τράπεζα.
Ποια πρόσθετα πλεονεκτήματα προσφέρει η απορρόφηση της Grivalia; Πώς κρίνετε την υποδοχή από την επενδυτική κοινότητα και σε τι αποσκοπεί η μετατροπή της εισηγμένης σε εταιρεία συμμετοχών και η δημιουργία «νέας» Εurobank;
Η συγχώνευση με την Grivalia θα ενισχύσει τα κεφάλαιά μας κατά περίπου 900 εκατ. ευρώ, που ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την επόμενη κίνηση, την απαλλαγή του ισολογισμού μας από 7 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω τιτλοποίησης. Το μοντέλο τιτλοποίησης που επιλέξαμε έχει την καινοτομία να επιστρέφει στους μετόχους το μέγιστο μέρος της υπεραξίας από την ενεργό διαχείριση των NPE. Ο παράλληλος εταιρικός μετασχηματισμός μας επιτρέπει να προχωρήσουμε χωρίς να ενεργοποιηθεί η μετατροπή αναβαλλόμενου φόρου και επομένως δεν επηρεάζει αρνητικά τους μετόχους της τράπεζας, ούτε επιβαρύνει δημοσιονομικά το Δημόσιο.
Τα πλεονεκτήματα αυτά έχουν ήδη αναγνωριστεί από τους επενδυτές, κάτι που είναι φανερό στη συγκριτική συμπεριφορά της μετοχής μετά την ανακοίνωση του σχεδιασμού μας. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι υπάρχει για τους μετόχους μας, σημερινούς και δυνητικούς, διαφάνεια και ορατότητα για το πού πηγαίνει η Eurobank και για το πώς θα επιστρέψουμε σε ένα επίπεδο ΝΡΕ κάτω του 10% το 2021, με απόδοση κεφαλαίων πάνω από 10% -αυτό που περιγράφουμε ως επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Ο επαναπατρισμός των καταθέσεων θα μπορούσε να αυξήσει εντυπωσιακά τη δυναμικότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Με ποιες προϋποθέσεις θα βλέπαμε έντονες εισροές;
Το θεμέλιο για τις καταθέσεις είναι η εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, στις προοπτικές της οικονομίας, στη συνέπεια της οικονομικής πολιτικής. Η εμπιστοσύνη χτίζεται αργά και χάνεται εύκολα. Και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στην Ελλάδα έχουν συμβεί τα τελευταία δέκα χρόνια πολλά που έχουν κλονίσει το αίσθημα ασφάλειας των καταθετών, της κοινωνίας, της επενδυτικής κοινότητας, εγχώριας και διεθνούς. Κάνουμε βήματα στη σωστή κατεύθυνση και είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι η χώρα μας έχει αφήσει οριστικά πίσω της την αμφισβήτηση των κεντρικών συντεταγμένων μας.
Όλοι πια προσυπογράφουν τη σημασία της συμμετοχής στην ευρωζώνη και, εξίσου σημαντικό, την ανάγκη πλήρους εφαρμογής των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα έναντι των εταίρων και των δανειστών μας.
Η πορεία είναι θετική, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον χρόνο, για να επουλωθούν οι πληγές και οι συλλογικές μνήμες. Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλματα, αλλά πιστεύω ότι κινήσεις ενίσχυσης της επενδυτικής εμπιστοσύνης και εισροή σημαντικών κεφαλαίων σε απτά επενδυτικά σχέδια θα φέρουν και την επιτάχυνση της επιστροφής των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, πρώτα από κεφάλαια που βρίσκονται σε μετρητά μέσα στη χώρα, στα «στρώματα» όπως λέγεται, και κατόπιν από κεφάλαια που έφυγαν στο εξωτερικό στις φάσεις παροξυσμού της κρίσης.
Η κρίση και οι επιπτώσεις της άνοιξαν διεθνώς μια συζήτηση για τον ρόλο των τραπεζών κι αν πρέπει λ.χ. να απέχουν από επενδυτικές δραστηριότητες. Κάθε τόσο ακούγονται φωνές για περαιτέρω παρεμβάσεις παρά τις νέες ρυθμίσεις που ήδη εφαρμόζονται. Είμαστε μήπως στα πρόθυρα υπερ-ρύθμισης;
Η συζήτηση αυτή είναι υπαρκτή, αλλά δεν αφορά την Ελλάδα και τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Αντίθετα. Μπορεί μεγάλες παγκόσμιες τράπεζες με βάση στην Ευρώπη να αισθάνονται ότι έχουν ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι κυρίως των αμερικανικών ανταγωνιστριών τους, λόγω του κόστους των ρυθμιστικών παρεμβάσεων που υπήρξαν στον απόηχο της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και της τάσης χαλάρωσης που εκφράστηκε με τη σημερινή αμερικανική κυβέρνηση, αλλά δεν ακολούθησε η Ευρώπη. Για τις ελληνικές τράπεζες, όμως, η μεγάλη αλλαγή ήταν ακριβώς η μετάβαση στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Ανήκουμε πια στη ρυθμιστική δικαιοδοσία των ευρωπαϊκών αρχών, της ΕΚΤ μέσω του SSM, και αυτό αποτελεί για εμάς κατάκτηση και προνόμιο, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία. Η άμεση εποπτεία από μια αρχή της περιωπής της ΕΚΤ αποτελεί το σταθερό εφαλτήριο για να ξαναχτίσουμε αυτό που ανέφερα και νωρίτερα ότι είναι η πεμπτουσία της τραπεζικής, δηλαδή την εμπιστοσύνη των καταθετών, των πελατών, των διεθνών εταίρων μας, των επενδυτών, των θεσμικών αρχών και της κοινωνίας των χωρών όπου έχουμε δραστηριότητα.
Challenger Banks, Fin Tech, Crowdfunding, μη παραδοσιακά συστήματα πληρωμών, κρυπτονομίσματα έρχονται όλο και πιο πολύ στο προσκήνιο. Πόσο επικίνδυνο είναι αυτό για τις παραδοσιακές τράπεζες και πώς μπορούν να αμυνθούν;
Αυτές είναι πραγματικά μεγάλες προκλήσεις για τις τράπεζες σε όλο τον κόσμο. Η τεχνολογία φέρνει κατακλυσμιαίες αλλαγές σε όλους τους τομείς και η τραπεζική όχι απλώς δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο, αλλά προοδευτικά έρχεται στο επίκεντρο της αλληλεπίδρασης με την τεχνολογική εξέλιξη. Η κρίση στην Ελλάδα έχει δυσκολέψει την προσπάθειά μας να συγχρονιστούμε με τον βηματισμό των μεγάλων διεθνών τραπεζών σε αυτό τον τομέα.
Τεχνολογικά καινοτόμες εταιρείες αμφισβητούν το καθιερωμένο μοντέλο σε περιοχές των υπηρεσιών (όπως τα συστήματα πληρωμών), αλλά και στην ουσία του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών, δηλαδή στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από την κοινωνική αποταμίευση.
Αλλά νομίζω ότι όσοι προεξοφλούν πως οι τράπεζες θα έχουν την τύχη των δεινόσαυρων βιάζονται. Ίσως συμβεί, αλλά μόνο στις τράπεζες που δεν θα προσαρμοστούν. Όσες το καταφέρουν, έχουν ένα ισχυρό πλεονέκτημα απέναντι σε όσους εμφανίζονται δυναμικά, αλλά χωρίς πείρα στον χώρο μας. Και το πλεονέκτημά μας είναι η σχέση με τους πελάτες μας.
Στον βαθμό που θα ικανοποιούμε τις ανάγκες τους, ενσωματώνοντας τις τεχνολογικές δυνατότητες, δεν θα κινδυνεύσουμε, γιατί, όπως για παράδειγμα διαπιστώνουν μεγάλες επιχειρήσεις λιανικής όταν σκέπτονται να παράσχουν τραπεζικές υπηρεσίες, η ιδέα είναι εύκολη αλλά είναι πολύ πιο δύσκολη η ανταπόκριση ταυτόχρονα στο πιο απαιτητικό ρυθμιστικό περιβάλλον από οποιονδήποτε κλάδο από τη μία και στα αιτήματα της πελατειακής βάσης από την άλλη. Αυτή την πείρα την έχουν οι τράπεζες και δεν αντιγράφεται.