Η μάχη της κλιματικής κρίσης περνά από τις τοπικές κοινωνίες

Καθώς απαιτούνται διαρκώς επικαιροποιημένες προβλέψεις και πολιτικές προσαρμογής, οι (σωστά ενημερωμένοι) πολίτες πρέπει να έχουν τον πρώτο λόγο στον σχεδιασμό των μέτρων. Ο Γ. Τσελιούδης στην Ετήσια Εκδοση Turning Points του Euro2day.gr και των New York Times.

Η μάχη της κλιματικής κρίσης περνά από τις τοπικές κοινωνίες
  • Γιώργος Τσελιούδης

H αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης συνίσταται αφενός στην προσπάθεια μετρίασης της παγκόσμιας θέρμανσης, αφετέρου στην προσαρμογή των κοινωνιών στις αναπόφευκτες επιπτώσεις της. Όσον αφορά τη μετρίαση, αυτή έχει νόημα πρωταρχικά σε παγκόσμια ή πολυεθνική κλίμακα, και ο ρόλος της Ελλάδας είναι σημαντικός περισσότερο στην πίεση λήψης των κατάλληλων αποφάσεων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αντίθετα, όσον αφορά την προσαρμογή, εδώ οι επιπτώσεις έχουν δυσανάλογα μεγάλη σημασία για τη χώρα μας και είναι ήδη άμεσα αισθητές. Όπως καταγράφεται σε ελληνικές και διεθνείς μελέτες, το πρόβλημα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής θα απασχολεί τη χώρα για πολλές δεκαετίες. Συνεπώς είναι απαραίτητο να θεσμοθετηθεί ένας μηχανισμός έγκαιρης προετοιμασίας και αποτελεσματικής λήψης αποφάσεων, που θα λειτουργεί ανεξάρτητα από το πολιτικό κλίμα και τις κυβερνητικές διαδοχές.

Η κλιματική αλλαγή ήδη μεταφράζεται σε καύσωνες, ξηρασία, μεταβολή των εποχών, ακραία φαινόμενα και μείωση της βιοποικιλότητας. Οι δε επιπτώσεις τους στις κοινωνικές ομάδες και τις ανθρώπινες δραστηριότητες είναι μεγάλες. Σήμερα υπάρχει ένα πολυδιασπασμένο και μάλλον θολό πλαίσιο για την αντιμετώπιση αυτών των διαφορετικών και σύνθετων φαινομένων, ενώ απαιτείται ένα ενιαίο και ευρύ πλαίσιο, με συγκεκριμένες ευθύνες και καθορισμένες δράσεις.

Ένας τρόπος να καταλάβουμε καλύτερα ένα τέτοιο πλαίσιο είναι να κάνουμε κάποιους παραλληλισμούς με την κρίση του κορωνοϊού. Εδώ υπάρχει μια Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, η οποία συνεδριάζει καθημερινά, δίνει προβλέψεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας και, όταν προβλέπει επιδείνωση, προτείνει μέτρα στην κυβέρνηση, η οποία έχει την ευθύνη της λήψης των αποφάσεων. Αυτό το μοντέλο εφαρμόζεται με παραλλαγές στις περισσότερες χώρες.

Η κλιματική κρίση παρουσιάζει δύο σημαντικές διαφορές. Αφενός, εξελίσσεται σε χρονική κλίμακα ετών - δεκαετιών αντί εβδομάδων - μηνών, αφετέρου, περιλαμβάνει πολύ μεγαλύτερο εύρος σε τομείς που χρειάζονται επίβλεψη και μέτρα. Οι κλιματικές προβλέψεις για τον ελλαδικό χώρο πρέπει να ανανεώνονται σε ορίζοντα ετών αντί για ημερών και η κλιματική επιτροπή εμπειρογνωμόνων πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερη και διεπιστημονική. Μια τέτοια επιτροπή, για να μπορεί να λειτουργήσει με ορίζοντα δεκαετιών, πρέπει να έχει θεσμικό, υπερκομματικό χαρακτήρα και η δομή και η στελέχωσή της να γίνεται με καθορισμένες διαδικασίες από τους επιστημονικούς φορείς της χώρας.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα των μεθόδων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι ότι οι προβλέψεις σε διαφορετικές χωρικές και χρονικές κλίμακες εμπεριέχουν αβεβαιότητα και η επιβολή μέτρων βασισμένων σε αβέβαιες προβλέψεις δημιουργεί συχνά καχυποψία και αμφισβήτηση στην κοινωνία.

Δύο απαραίτητες προϋποθέσεις για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό είναι η όσο το δυνατόν καλύτερη ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών και, ακόμα περισσότερο, η άμεση συμμετοχή τους στη λήψη των τελικών αποφάσεων. Η επιτροπή εμπειρογνωμόνων θα πρέπει να έχει στη δομή της περιφερειακές υποεπιτροπές, που θα συνδέονται με τα τοπικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και την τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση.

Ο ρόλος τους θα είναι να επικεντρώνουν τις κλιματικές προβλέψεις στα θέματα μεγαλύτερης σπουδαιότητας για την κάθε περιφέρεια και να εξηγούν τις προβλεπόμενες επιπτώσεις στους πολίτες με τακτικές αλλά και διαρκείς ενημερώσεις, που θα δίνουν έμφαση και στον βαθμό της αβεβαιότητας της κάθε πρόβλεψης. Οι σφαιρικά ενήμερες κοινωνίες είναι λιγότερο καχύποπτες αλλά και περισσότερο προετοιμασμένες να συζητήσουν για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων.

Εγκατάσταση φωτοβολταϊκού πάρκου. Παρά την προφανή σημασία τους στον αγώνα κατά της κλιματικής κρίσης, καταγράφονται συχνά αντιδράσεις για εγκαταστάσεις Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, γεγονός που δείχνει τόσο το έλλειμμα ενημέρωσης όσο και το κενό πολιτικής στις τοπικές κοινωνίες.

Τόσο τα μέτρα για τον μετριασμό της παγκόσμιας υπερθέρμανσης όσο και αυτά για την προσαρμογή στις κλιματικές αλλαγές έχουν πρωταρχικά τοπικές επιπτώσεις. Οι αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης για μείωση των θερμοκηπιακών εκπομπών μέσω εγκατάστασης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ή μέσω απενεργοποίησης μονάδων καύσης άνθρακα, επηρεάζουν καίρια τις κοινωνίες που φιλοξενούν τις μονάδες αυτές.

Επιπλέον, τα μέτρα προσαρμογής στις επιπτώσεις είναι από τη φύση τους τοπικά, μια και διαφέρουν ανάλογα με τις γεωφυσικές και κλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής. Είναι λογικό, λοιπόν, μέσα στο γενικό πλαίσιο της κεντρικής κρατικής πολιτικής, οι επιμέρους αποφάσεις για τα κλιματικά μέτρα να λαμβάνονται από τις τοπικές κοινωνίες μέσα από τους φορείς της περιφερειακής και της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Αυτό προϋποθέτει πρώτα την εκτεταμένη και σωστή ενημέρωση που αναφέρθηκε προηγουμένως, αλλά και τη δημιουργία δομών και τη μεταφορά τεχνογνωσίας στην αυτοδιοίκηση που θα της επιτρέπει να σχεδιάζει και να εκτελεί μέτρα κλιματικού μετριασμού και κλιματικής προσαρμογής. Η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη «ιδιοκτησία» των μέτρων από τις τοπικές κοινωνίες μειώνει την αμφισβήτηση και αυξάνει την αποτελεσματικότητά τους.

Κλείνοντας, πρέπει να τονίσουμε ότι η συνεχής επικαιροποίηση των κλιματικών προβλέψεων θα αποκαλύπτει αναπόφευκτα προβλήματα και ελλείψεις στα επιστημονικά εργαλεία και στις μεθόδους που χρησιμοποιούμε για τις προβλέψεις αυτές. Οι ελλείψεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν τις θεματικές ενότητες για προκηρύξεις μελετών από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), έτσι ώστε τα όποια κενά να καλύπτονται μέσα από την έρευνα Ελλήνων ερευνητών.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι εξαιρετικά ανησυχητική η πρόσφατη απαξίωση του ΕΛΙΔΕΚ ως «θνησιγενούς φορέα» από κύκλους προσκείμενους στην κυβέρνηση. Ο φορέας αυτός είναι ο πρώτος που κατοχύρωσε την αντικειμενική και αποτελεσματική διανομή ερευνητικών κονδυλίων στην ελληνική επιστημονική κοινότητα, με τρόπο ανάλογο των ευρωπαϊκών και διεθνών πρακτικών, και είναι κρίσιμο να κρατηθεί μακριά από κομματικές σκοπιμότητες και να ενισχυθεί με ευρωπαϊκά αλλά και ελληνικά κονδύλια. Στον τομέα της κλιματικής αλλαγής, αλλά και σε πολλούς επιστημονικούς τομείς, η ενδογενής επιστημονική έρευνα δεν είναι πολυτέλεια. Είναι επιτακτική κοινωνική ανάγκη.

*Ο κ. Γιώργος Τσελιούδης είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο Goddard της NASA, διδάσκει στο τμήμα Εφαρμοσμένης Φυσικής του Πανεπιστημίου Columbia. Ειδικεύεται στα θέματα της κλιματικής αλλαγής, συμμετέχει στην Επιτροπή Κλιματικής Εκτίμησης των ΗΠΑ.

 

v