Ξεκίνησε η διεθνής σύγκρουση δημοκρατίας με απολυταρχία

Η Δύση ξυπνά βίαια από τις ψευδαισθήσεις της και καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο τις αναθεωρητικές πολιτικές αλλά και τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος.

Ξεκίνησε η διεθνής σύγκρουση δημοκρατίας με απολυταρχία
  • Γιώργος Παπανικολάου

Το απόφθεγμα του Λένιν «υπάρχουν δεκαετίες στις οποίες δεν συμβαίνει τίποτε και εβδομάδες που συμπυκνώνουν τις εξελίξεις δεκαετιών» φαίνεται ότι επαληθεύτηκε στην πράξη την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου 2022. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σηματοδοτεί, δυστυχώς με αίμα, το τέλος μιας εποχής.

Το τέλος του ονείρου για ειρηνική συνύπαρξη σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, ενδεχομένως και το τέλος της γεωπολιτικής κυριαρχίας της Δύσης ανά τον κόσμο. Μιας κυριαρχίας που στην πορεία πολλών δεκαετιών συνοδεύτηκε από την οικοδόμηση ενός συστήματος διεθνών σχέσεων στηριγμένων σε κανόνες αλλά και σε σχέσεις ευρείας οικονομικής αλληλεξάρτησης (μέσω της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, παραγωγής και εμπορίου), της κοινώς αποκαλούμενης παγκοσμιοποίησης.

Τα παραπάνω εξηγούν και την ένταση των αντιδράσεων συνολικά της Δύσης στη ρωσική εισβολή. Το διακύβευμα ξεπερνά τα όρια της ουκρανικής ή της ευρωπαϊκής επικράτειας και αφορά το μέλλον των διεθνών ισορροπιών συνολικά αλλά και τη διαμόρφωση του εσωτερικού πολιτικού και οικονομικού τοπίου σε πολλές από τις χώρες της Δύσης.

Βαθύτερη αιτία για όλα αυτά είναι η Κίνα, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική δύναμη του κόσμου, από τη στάση της οποίας θα κριθούν πολλά. Το γεγονός ότι η Κίνα του Σι Τζιπίνγκ έχει συσφίξει τις σχέσεις της με τη Ρωσία το τελευταίο διάστημα είναι γνωστό.

Η συνάντηση του Κινέζου ηγέτη με τον Βλαντίμιρ Πούτιν γέννησε ένα κοινό «μανιφέστο», ένα κατηγορώ κατά των ΗΠΑ και της Δύσης, αλλά και μια υπόσχεση συνεργασίας «χωρίς όρια» μεταξύ τους, λιγότερο από ένα μήνα πριν από τη ρωσική εισβολή, ενώ η στάση της Κίνας παραμένει διακριτικά υπέρ της Ρωσίας έκτοτε, ως την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ενώ η σύρραξη στην Ουκρανία μαινόταν, την 7η Μαρτίου ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας δήλωσε ότι «η Ταϊβάν αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Κίνας», ότι αν οι ΗΠΑ υποκινήσουν άλλο δρόμο πέρα από αυτόν της επανένωσης μεταξύ των δύο περιοχών «θα υποστούν αβάσταχτες συνέπειες» κι ότι οι σχέσεις Κίνας-Ρωσίας «είναι σταθερές σαν βράχος».

Δεδομένου ότι η Ρωσία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη στον κόσμο και η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ (όπως και η Ταϊβάν δεν είναι μέλος κάποιας τοπικής συμμαχίας με τη Δύση στην Ασία), η Δύση απέφυγε να εμπλακεί στη στρατιωτική σύρραξη, εξαπολύοντας έναν άνευ προηγουμένου καταιγισμό κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που ισοδυναμεί με οικονομικό πόλεμο σε πρωτόγνωρη κλίμακα. Από την έκβαση αυτού του πολέμου θα κριθούν πολλά, αν όχι όλα, σε ό,τι αφορά όχι μόνο το μέλλον του Πούτιν και της Ρωσίας, αλλά τη μετεξέλιξη των διεθνών γεωπολιτικών και οικονομικών σχέσεων.

Για να το θέσουμε απλά, αν η Ρωσία του Πούτιν δεν τιμωρηθεί παραδειγματικά για το εγχείρημα στην Ουκρανία, τότε είναι πολύ πιθανό ότι θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, με τις χώρες που έχουν ρεβιζιονιστικές βλέψεις να ενθαρρύνονται στην υλοποίηση των σχεδίων τους, ενώ θα επικρατήσει η άποψη της Ρωσίας και της Κίνας για την πλήρη επαναφορά των «great power politics» στο διεθνές σκηνικό. Ήτοι τον διαχωρισμό του κόσμου σε «σφαίρες επιρροής», οι οποίες αποτελούν άβατο για τις λοιπές μεγάλες δυνάμεις, ενώ μέσα σε αυτές η εθνική κυριαρχία άλλων εθνών υποτάσσεται στα συμφέροντα της τοπικής μεγάλης δύναμης. Κάτι τέτοιο, βεβαίως, θα αποτελούσε de facto κατάργηση της λεγόμενης Pax Americana, στο πλαίσιο της οποίας έχει λειτουργήσει ο κόσμος τις δεκαετίες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Όμως, ο οικονομικός πόλεμος εναντίον της Ρωσίας, παρά την αδιαμφισβήτητη ισχύ του, έχει και προβλήματα. Οι κυρώσεις, πέρα από τις επιπτώσεις για τις ίδιες τις χώρες που τις λαμβάνουν, απομονώνουν τη Ρωσία από τη Δύση με βαριά επίδραση στην οικονομία της. Αλλά δεν την απομονώνουν αυτομάτως από τον υπόλοιπο κόσμο.

Οι δύο μεγαλύτερες σε πληθυσμό χώρες του κόσμου, η Κίνα και η Ινδία, στις οποίες ζει αθροιστικά σχεδόν το 1/3 των κατοίκων της Γης, αρνήθηκαν μέχρι τώρα να συμπαραταχθούν, όπως και αρκετές χώρες στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, περιλαμβανομένων της Τουρκίας, του Ισραήλ της Βραζιλίας, του Μεξικού και της Νότιας Αφρικής.

Κι αν ο βαθμός επιτυχίας του οικονομικού πολέμου θα εξαρτηθεί κατά πολύ από το πόση βοήθεια θα παράσχουν στη Ρωσία αυτές οι χώρες, με πρώτη την Κίνα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η λήψη τέτοιων πρωτοφανών μέτρων θα οδηγήσει όχι μόνο την Κίνα αλλά και πολλές άλλες περιφερειακές δυνάμεις με όχι και τόσο δημοκρατικά καθεστώτα, στην οργάνωση εναλλακτικών δικτύων οικονομικής διασύνδεσης (έναντι λ.χ. του SWIFT), πιθανότατα και σε πιο οργανωμένες προσπάθειες υποκατάστασης του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος. Κάτι στο οποίο μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο και η ανάδυση της τεχνολογίας ψηφιακών νομισμάτων.

Εν ολίγοις, δεν αποκλείεται η εμφάνιση σφαιρών οικονομικής επιρροής, πριν ακόμη και από την εγκαθίδρυση του καθαρά στρατιωτικού αντίστοιχού τους, κάτι που θα αυξήσει γεωμετρικά το ρίσκο για τις διεθνείς επενδύσεις και τις εμπορικές συναλλαγές, με ιδιαίτερη έμφαση στις αλυσίδες εφοδιασμού, παγιώνοντας τη δυσάρεστη εμπειρία της πανδημίας.

Διαδηλωτής κρατά «ματωμένη» φωτογραφία του ηγέτη της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν, σε εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά της εισβολής στην Ουκρανία (Ρώμη, 25/2/2022). Η στάση της κοινής γνώμης ανά τον κόσμο ίσως αποδειχθεί ο πλέον καθοριστικός παράγοντας στον αγώνα μεταξύ των φιλελεύθερων δημοκρατιών και των αναθεωρητικών απολυταρχιών.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι όλα είναι μαύρα. Η ρωσική εισβολή αποτέλεσε ηχηρό καμπανάκι αφύπνισης για τις χώρες της Ευρώπης, με πρώτη τη Γερμανία, που αρνούνταν επιδεικτικά να αντιληφθεί ότι ο κόσμος έχει αλλάξει κι ότι η Pax Americana κλυδωνίζεται. Η στάση της κοινής γνώμης στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες είναι σε αυτή τη φάση ενθαρρυντική, ενώ είναι σαφές ότι μέσα στα απολυταρχικά καθεστώτα δυναμώνουν οι φωνές, ιδίως στις νεότερες γενιές, που ζητούν περισσότερη ελευθερία, περισσότερη δημοκρατία.

Το ερώτημα είναι αν οι ηγεσίες των κρατών της Δύσης θα μπορέσουν και πάλι να κάνουν την υπέρβαση. Να αφουγκραστούν σωστά τα λάθη των περασμένων δεκαετιών, να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων επενδύοντας όχι μόνο στη δύναμη των στρατιωτικών μέσων (την οποία συστηματικά παραμέλησαν εδώ και δεκαετίες) και των οικονομικών πλεονεκτημάτων, αλλά και στην ισχύ ιδεών και κανόνων, που να εφαρμόζονται, όμως, ανόθευτα στην πράξη. Διότι εκεί βρίσκεται ιστορικά το μέγιστο πλεονέκτημά τους: στην ικανοποίηση της ανθρώπινης ανάγκης για ελευθερία, βιοπορισμό και αυτοπραγμάτωση, στο πλαίσιο ενός συστήματος που να εγγυάται ότι όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο.

 

*Ο κ. Γιώργος Παπανικολάου είναι Διευθυντής στο Euro2day.gr

v