Γεωπολιτικό «παράθυρο ευκαιρίας» στα ελληνοτουρκικά

Η αφύπνιση της Ε.Ε. και η αλλαγή πολιτικής στα θέματα άμυνας - ασφάλειας, αλλά και οι νέοι πολιτικοί συσχετισμοί δίνουν στην Αθήνα τη δυνατότητα για «φυγή προς τα μπρος». Ο αν. καθηγητής Σωτήρης Κ. Σέρμπος στην Ετήσια Εκδοση Turning Points του Euro2day.gr και των New York Times.

Γεωπολιτικό «παράθυρο ευκαιρίας» στα ελληνοτουρκικά
  • Σωτήρης Κ. Σέρμπος

Tο 2018, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Der Spiegel», ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών των Σοσιαλδημοκρατών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ δήλωνε πως «σ’ έναν κόσμο γεμάτο από σαρκοφάγους, οι χορτοφάγοι περνούν πολύ δύσκολα».

Τρία χρόνια αργότερα, Αμερικανοί και Ρώσοι συζητούσαν διμερώς για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Με τους Ευρωπαίους να μιλούν περί της έννοιας της ισχύος, αλλά εξακολουθώντας να μη διαθέτουν κανένα από τα κύρια συστατικά της: στρατιωτικές ικανότητες, στρατηγική κατεύθυνση και πολιτική βούληση.

Διακηρύσσοντας γενικώς και αορίστως την επίκληση ενός διακριτού ρόλου για την Ευρώπη, χωρίς όμως την ενότητα που απαιτείται και το ειδικό βάρος για να τον φέρει εις πέρας.

Έπρεπε να φτάσουμε στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την ηρωική αντίσταση της τελευταίας και τις αντιδράσεις της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης προκειμένου το Βερολίνο να προχωρήσει σε μια ιστορική στροφή πολιτικής, ανατρέποντας το καταληκτικό σχόλιο του Ίβαν Κράστεφ σε άρθρο του στους «New York Times» (3/2/2022): «Όταν προσκαλείς μια αρκούδα σε χορό, δεν είσαι εσύ που θα αποφασίσεις πότε θα τελειώσει ο χορός. Είναι η αρκούδα».

Με τα τρέχοντα δεδομένα, οι ανακοινώνεις του Γερμανού καγκελαρίου από το βήμα της Βουλής αποτελούν αλλαγή παραδείγματος και μια νέα μεταβλητή για τον απρόθυμο ηγεμόνα της Ε.Ε. Προκειμένου να αναβαθμίσει τη θέση του στα ζητήματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας και άμυνας. Ξεκινώντας από τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, ώστε η χώρα να αποκτήσει έναν πραγματικό στρατό.

Το Παρίσι θα διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία του, αλλά σταδιακά το Βερολίνο θα αναλαμβάνει μεγαλύτερο μερίδιο ενεργητικής ευθύνης. Με μικρότερα περιθώρια για ουδέτερο ρόλο στη διαχείριση κρίσεων στην περιφέρεια και στο εγγύς εξωτερικό της Ευρώπης. Η εξέλιξη κρίθηκε επιβεβλημένη όχι μόνο εξαιτίας των ασφυκτικών πιέσεων που ασκήθηκαν στο Βερολίνο, αλλά επειδή υπηρετεί και το γερμανικό συμφέρον στην περιφερειακή σφαίρα επιρροής του (χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης).

Εξετάζοντας ευρύτερα την επίδραση στο ενωσιακό οικοδόμημα, προκύπτει πως τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας πηγαίνουν χέρι-χέρι με τη λογική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Άρα, τίποτε από τα παραπάνω δεν θα είναι εφικτό έξω από τη διαδικασία αναθέρμανσης των προσπαθειών για την εμβάθυνση της ενοποίησης.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του Βερολίνου θα αποδειχθεί καθοριστικός προκειμένου η Ε.Ε. να προχωρήσει σε μια πιο ουσιαστική και ισορροπημένη ενοποίηση και όχι σε μια εκδοχή της που πρωτίστως θα υπηρετεί το γερμανικό συμφέρον. Εφαρμόζοντας τολμηρές πανευρωπαϊκές λύσεις που θα ευθυγραμμίζουν τους διαθέσιμους πόρους (ειδικά ως προς την άμυνα, πολλαπλάσιους συγκριτικά με εκείνους της Ρωσίας) με τα συμφέροντα της ενωμένης Ευρώπης.

Η εξέλιξη αφορά και την Τουρκία. Αν και μεσο-μακροπρόθεσμα θα διατηρήσει τον αναθεωρητικό χαρακτήρα των πολιτικών της, η αλλαγή παραδείγματος και της λογικής των ίσων αποστάσεων εκ μέρους του προνομιακού της εταίρου στην Ε.Ε., η ανάκτηση της υπονομευμένης συλλογικής ευρωπαϊκής αυτοπεποίθησης και η προτεραιοποίηση των εννοιών της εθνικής κυριαρχίας, του διεθνούς δικαίου και των ηθικών δεσμεύσεων, δεν θα της επιτρέψει να ασκήσει περαιτέρω πίεση προς την Ελλάδα.

Επιπρόσθετα, η ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Άγκυρας έναντι της Μόσχας με όρους ισορροπίας δυνάμεων (βλ. Μαύρη Θάλασσα, όπου ιστορικά τα συμφέροντα των δύο ήταν και θα παραμείνουν ανταγωνιστικά) από κοινού με την αναγκαστική στροφή της και προς τη Δύση, θα δημιουργήσει ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την προσέγγιση με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον.

Σε αυτή την περίπτωση, μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες, η Αθήνα, με αναβαθμισμένη και τη δική της γεωπολιτική θέση (ειδικά στο Αιγαίο όπου οι Δυτικοί θα έχουν πλέον κάθε λόγο να αποφευχθεί μια ετεροβαρής αναβάθμιση που θα οδηγούσε σε υπέρμετρη εξάρτηση από την Τουρκία, η οποία διατηρεί ενεργές τις φιλοδοξίες κατάκτησης ρόλου «περιφερειακού τοποτηρητή») και με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, μπορεί να αξιοποιήσει το ευνοϊκό για εκείνην «παράθυρο ευκαιρίας». Στηρίζοντας το δυτικό εγχείρημα και συμμετέχοντας ενεργά στη συνιδιοκτησία του, έτσι ώστε να συμπεριληφθεί στη διαδικασία κι ένας οδικός χάρτης για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Με τον τελευταίο να περιλαμβάνει μεθοδολογία επίλυσης των διαφορών (βλ. θαλάσσιες ζώνες) συμβατής με τον πυρήνα του εθνικού και δυτικού παραδείγματος (βλ. διεθνές δίκαιο) και εγγυήσεις ασφαλείας με διατλαντικό πρόσημο.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προσέρχεται σε συνέντευξη Τύπου, στο πλαίσιο επίσημης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά (4/3/2013). Αν και η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας δεν αναμένεται να μεταβληθεί, το τέλος της λογικής των ίσων αποστάσεων από τη Γερμανία και η νέα προσέγγιση της Ε.Ε. σε θέματα άμυνας-ασφάλειας, δεν θα της επιτρέψει να ασκήσει περαιτέρω πίεση προς την Ελλάδα.

Για περίπου έξι δεκαετίες, τα ελληνοτουρκικά δεν έφτασαν ποτέ αρκετά ψηλά στην ιεράρχηση του διεθνούς παράγοντα, έτσι ώστε εκείνος να ενεργοποιηθεί αποφασιστικά για την επίλυσή τους. Με τον Τούρκο πρόεδρο, την τελευταία δεκαετία, να παρακολουθεί με ικανοποίηση τη μεταβατική για το διεθνές σύστημα περίοδο απονομιμοποίησης του κυρίαρχου προτύπου περί των αποδεκτών ορίων διευθέτησης και μεθόδων άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Με τη διατήρηση του status quo να εξετάζεται κατά περίπτωση και να θεωρείται κάθε άλλο παρά δεδομένη.

Σήμερα, όμως, με αφορμή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπου το διακύβευμα για τη Δύση καταγράφει ιστορικό υψηλό, η Αθήνα είναι σε θέση να «καβαλήσει» την ευνοϊκή για την ίδια γεωπολιτική συγκυρία αλλαγής παραδείγματος, επιδιώκοντας τη «φυγή προς τα εμπρός». Με ρεαλισμό πατριωτικής ευθύνης και μακράς πνοής.

Καταληκτικά, τις τελευταίες δύο δεκαετίες και παρά τις προσπάθειες εξορθολογισμού, η Ελλάδα δεν κατάφερε να ρευστοποιήσει το ευρωτουρκικό της ατού (2002-2006) και, από κοινού με τη δημοσιονομική κρίση, δεν ασχολήθηκε σε βάθος με την Τουρκία, οδηγούμενη σε εσφαλμένες εκτιμήσεις ως προς την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε μια ανερχόμενη μεσαία δύναμη. Αυτή τη φορά, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και λαμβάνοντας υπόψη πως ο παράγοντας χρόνος θα συνεχίζει να αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο στη διεθνή πολιτική, μια τέτοια κρίση δεν θα πρέπει να αφεθεί να πάει χαμένη.

*Ο κ. Σωτήρης Κ. Σέρμπος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

v