Όταν ο πολιτισμός και η ανάπλαση πηγαίνουν μαζί, γεννιούνται κοινότητες.
Όταν οι κοινότητες γίνονται κοινωνίες, σχηματίζεται ένας οικισμός.
Σε αυτές τις πραγματικότητες στεγάζουμε τις προσδοκίες μας για αρμονική συνύπαρξη.
Οι αειφόρες πόλεις είναι σαν ένα δάσος: μεγαλώνουν συνεχώς και αποκτούν διαφορετικά πρόσωπα. Σ’ ένα δάσος, κάθε κλαδί, κάθε κορμός, κάθε δέντρο είναι μοναδικό καθώς μεγαλώνει με τον δικό του τρόπο. Ωστόσο, όλα συνδέονται. Καθετί στο δάσος έχει τον ρόλο του σαν μέρος μιας κοσμικής συμφωνίας. Η πόλη δεν διαφέρει από αυτό.
Είναι και αυτή ένας οργανισμός ταυτόχρονα σταθερός και ρευστός, στατικός και διαρκώς μεταβαλλόμενος. Οι άνθρωποι είναι μέρος του εσώτερου μηχανισμού της πόλης, όπως τα κύτταρά μας είναι μέρος του εαυτού μας. Οι δρόμοι λειτουργούν σαν φλέβες, συνδέοντάς μας με ένα δίκτυο ζωής, το οποίο μοιάζει στη βιοποικιλότητά του με δάσος.
Οπότε γιατί δεν βλέπουμε τις μικρές και τις μεγάλες πόλεις μας, αλλά και τα χωριά, σαν βιοτεχνολογικές οντότητες; Γιατί δεν σχεδιάζουμε και δεν χτίζουμε με φυσικούς τρόπους που αναβιώνουν το πνεύμα της κοινότητας, την κουλτούρα μιας θετικής συμμετοχικότητας;
Αναλογιστείτε την Jaipur, απ’ όπου ο μαχαραγιάς Sawai Jai Singh II κυβέρνησε την Ινδία του 18ου αιώνα. Οραματίστηκε την πόλη σαν επίγειο παράδεισο. Λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές του καιρού, καθώς και την κίνηση του ήλιου, ο Singh δημιούργησε μια πόλη χτισμένη με επίκεντρο τις συντεχνίες της και ομάδες κατοικιών που συνεργάζονταν και αλληλοσυμπληρώνονταν. Καθώς η Jaipur καλλιεργούσε το σώμα, το μυαλό και το πνεύμα, άκμασε κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά.
Η Jaipur αξιοποίησε τις αρχές του «vastu purusha mandala» -μιας αρχαίας σχεδιαστικής φιλοσοφίας που σκοπό είχε να δημιουργεί ένα ισορροπημένο και υγιές περιβάλλον. Αυτή η αρχαία φιλοσοφία διαμόρφωσε τους περισσότερους από τους παραδοσιακούς οικισμούς της Ινδίας. Το vastu purusha mandala μπορεί να προσαρμοστεί σε εντελώς διαφορετικά κλίματα και μέρη και, με τη σειρά του, τους δίνει έμπνευση.
Δυστυχώς, έχουμε ξεχάσει αυτή την τόσο εκφραστική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής και του αστικού σχεδιασμού και ακολουθούμε το κυρίαρχο μοντέλο σχεδιασμού, με τα μεγάλα budgets, τις κατασκευές μεγάλης κλίμακας και την απομονωμένη ιδιωτικότητα. Έτσι, οι κατοικίες μας είναι πολυκερματισμένες και η ζωή μας δεν συνδέεται με τη ζωή της πόλης με ολοκληρωμένο τρόπο.
Αντί να χτίζουμε συνεχώς περισσότερες μεγα-κατασκευές -οι οποίες διαρκώς καταναλώνουν χρόνο, ενέργεια και πόρους, ανθρώπινους και φυσικούς- γιατί να μην ακολουθήσουμε μια πιο φυσική, οικολογική προσέγγιση στην αρχιτεκτονική, που θα δώσει μικρές αλλά πλήρεις ομάδες οικισμών και ίσως να δημιουργήσει έναν νέο κόσμο;
Αυτοί οι μικρότεροι οικισμοί θα είναι αειφόροι και θα αντιγράφονται εύκολα. Θα είναι γεμάτοι ενέργεια και ζωτικότητα, αλλά δεν θα μεγαλώνουν πέρα από ένα συγκεκριμένο μέγεθος. Θα έχουν τις ίδιες αρετές με ένα δίκτυο βιοποικιλότητας.
Τέτοιοι οικισμοί δεν θα σπαταλούν χρόνο ή ενέργεια ή φυσικούς πόρους. Οι κάτοικοι θα έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν και να εργαστούν σε κάθε μέρος του κόσμου, αποκτώντας αυτό που λέγεται «global skills» και έναν τρόπο ζωής που τους ικανοποιεί και τους ταιριάζει. Αυτό, σαν αποτέλεσμα, θα μπορούσε να βοηθήσει στη σωτηρία του πλανήτη μας από την κλιματική αλλαγή και τις ανισότητες, που σκορπίζουν φόβους και ανησυχία για το μέλλον μας.
Συχνά, όταν επισκεπτόμαστε αρχαίες μικρές ή μεγάλες πόλεις, που είναι χτισμένες σωστά από κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική άποψη, νιώθουμε την ανάγκη να μείνουμε σιωπηλοί και να κινηθούμε πιο αργά. Η επιθυμία μας να πιέσουμε, να επιτύχουμε, να κατακτήσουμε μειώνεται και σκεφτόμαστε περισσότερο πώς η φύση μάς ενώνει και πώς μπορούμε να μοιραστούμε και να τιμήσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο.
Πέρα από την ηρεμία, άλλες αισθητικές διαστάσεις των οικισμών είναι η χάρη, η αγάπη, η συμπόνια και η ταπεινότητα. Για να δώσει κάποιος ζωή σε έναν οικισμό, πρέπει να δημιουργήσει σεμνότητα και δεσμούς τρυφερότητας, οι οποίοι ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να έλθουν κοντά, να μοιραστούν και να νιώσουν τους εαυτούς τους μέρος μια μεγαλύτερης τάξης, μέρος της Μητέρας Γης.
Στα αρχαία ινδικά κείμενα, ο «sthapati» (ο αρχιτέκτονας ή σχεδιαστής) πρέπει να γνωρίζει τους αειφόρους κύκλους της φύσης, ακολουθώντας τους νόμους του χρόνου και της ενέργειας, όπως κάνει και το οικοσύστημα. Ο sthapati είναι υποχρεωμένος να συγκεράσει αυτή τη φυσική ροή με τις ζωές των κατοίκων του οικισμού. Αυτή η μέθοδος του σχεδιασμού μερών που αλληλοεπιδρούν, επιτρέπει τις πολιτισμικές δράσεις και την κοινωνική ενσωμάτωση. Αυτή η μορφή αειφόρου αρχιτεκτονικής δίνει σε όλα τα άτομα, ασχέτως τάξης ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, τη δυνατότητα να συνδεθούν με την πραγματική τους φύση.
Εκτροφεία γαρίδων του World Wildlife Fund στα προάστια του Χονγκ Κονγκ. Σύμφωνα με αρχαία ινδικά κείμενα, ο αρχιτέκτονας πρέπει να γνωρίζει τους κύκλους της φύσης και να σχεδιάζει με βάση αυτούς.
Αυτός, άλλωστε, δεν είναι ο λόγος που τα περισσότερα σπίτια στην Ιαπωνία έχουν ένα μικρό δέντρο μπονσάι για να θυμίζει στους ενοίκους τους τη σύνδεσή τους με το εσωτερικό μυστήριο της ύπαρξης;
Σήμερα, αν και είμαστε παγκοσμίως διασυνδεδεμένοι, έχουμε χάσει την πνευματικότητα. Η prana -η ανεπαίσθητη ενέργεια που μπορεί κανείς μόνο να την αισθανθεί- είναι ο σύνδεσμος που λείπει και που, αν θερμανθεί, θα μπορούσε να αναζωογονήσει ξανά το πνεύμα της κοινότητας.
Άραγε, δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε αυτή τη σχεδιαστική φιλοσοφία στο παρόν για να δημιουργήσουμε ένα αειφόρο περιβάλλον, στο οποίο όλοι θα θέλουν να λειτουργούν θετικά;
*Η Balkrisha Doshi είναι αρχιτέκτων βραβευμένη με το βραβείο Pritzker 2018 -η πρώτη Ινδή που κερδίζει το πιο σημαντικό βραβείο αρχιτεκτονικής στον κόσμο.