Η ελληνική άνοιξη των startups

Η έκρηξη, η ωρίμανση και οι πραγματικές επιτυχίες της νεοφυούς επιχειρηματικότητας στη χώρα μας .

  • του Νίκου Μουμούρη
Η ελληνική άνοιξη των startups

Το 2010 έφερε τους Έλληνες ενώπιον μιας νέας πραγματικότητας που τη συνόδευσε μια επέλαση όρων οικονομικής φύσεως, η οποία μέχρι τότε δεν είχε χρήση πέρα από κλειστούς κύκλους ειδικών, ερευνητών και ακαδημαϊκών. Οι περισσότεροι από αυτούς τους όρους μιλούσαν για περιστολή δαπανών και λιτότητα, όμως ανάμεσά τους περιλαμβανόταν και μια λέξη που θα αποτελούσε στα χρόνια που ακολούθησαν το αντίστοιχο της ελπίδας που απομένει στο κουτί που έχει ανοίξει η Πανδώρα στον γνωστό μύθο: «startups».

Γρήγορα ο αγγλικός όρος εξελληνίστηκε ως «νεοφυής επιχειρηματικότητα» και γύρω της χτίστηκε ένα οικοσύστημα αλλά και ένας μύθος. Οι νεοφυείς επιχειρήσεις εμφανίστηκαν -απότοκο της υπερβολής με την οποία συνήθως υποδεχόμαστε ό,τι νέο- ως ο από μηχανής θεός που θα απελευθέρωνε τη χώρα από τα μνημονιακά δεσμά και θα εγγυόταν την οικονομική ευμάρεια. Βεβαίως, εννέα χρόνια μετά, ο παιδικός ενθουσιασμός έχει εξανεμιστεί και τη θέση του έχει λάβει η ώριμη αντιμετώπιση ενός οικοσυστήματος που έχει αρκετές ιστορίες επιτυχίας να επιδείξει.

Από το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα οι startups άρχισαν να γίνονται κομμάτι του επιχειρείν στην Ελλάδα και γρήγορα απέκτησαν όγκο και δυναμική. Οι εκδηλώσεις Open coffee τις Παρασκευές στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, όπου ομάδες κυρίως νέων και φιλόδοξων -ανεξαρτήτως ηλικίας- επιχειρηματιών παρουσίαζαν ιδέες και αναζητούσαν συνέργειες και χρηματοδότηση στα πηγαδάκια των συζητήσεων, αποτελούσαν -και σε ένα μεγάλο βαθμό συνεχίζουν να αποτελούν- μέρος της ρουτίνας των ελληνικών startups.

Γρήγορα άρχισε να διαμορφώνεται ένας χώρος, ένα οικοσύστημα, με χρηματοδότες και θερμοκοιτίδες για τα πρώτα βήματα των νέων επιχειρηματικών προσπαθειών. Σύμφωνα με έκθεση της Endeavor Greece -οργανισμού που επιλέγει και στηρίζει αναπτυσσόμενους επιχειρηματίες προσφέροντας καθοδήγηση, πρόσβαση σε αγορές και σε κεφάλαια- του 2013, το 2010 είχαν ιδρυθεί 16 startups και ο αριθμός αυτός μόλις τρία χρόνια μετά είχε δεκαπλασιαστεί. Και από αυτό τον πληθυσμό, 30 επιχειρήσεις είχαν λάβει χρηματοδότηση. Αντίστοιχα, τα κεφάλαια που είχαν επενδυθεί το 2013 έφτασαν τα 42 εκατ., 80 φορές περισσότερα από το μισό εκατ. ευρώ του 2010.

Το 2013, ο όρος startups ήταν στενά συνδεδεμένος με τον τομέα της τεχνολογίας και ειδικότερα της ψηφιακής τεχνολογίας. Παρατηρητές του χώρου τονίζουν σε κάθε ευκαιρία πως startups δεν είναι μόνο όσες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται εντός του ψηφιακού χώρου. Η πραγματικότητα, όπου επιχειρήσεις με δραστηριότητες σε κλάδους όπως ο αγροδιατροφικός τομέας έχουν επιτυχημένη παρουσία στο εξωτερικό, τους επιβεβαιώνει.

Όμως, οι πραγματικά μεγάλες επιτυχίες προσπαθειών, όπως η Taxibeat (νυν Beat) ή η Innoetics, δείχνουν πως υπάρχει -ή τουλάχιστον εξακολουθεί να υπάρχει- ισχυρή παρουσία της ψηφιακής τεχνολογίας στο οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων. Η Beat αποτελεί εδώ και δύο χρόνια μέλος του ομίλου της γερμανικής Daimler, ενώ η Innoetics εξαγοράστηκε από τη Samsung και οι τεχνολογίες της θα χρησιμοποιηθούν σε λύσεις αναγνώρισης φωνής.

Στην έρευνα της Endeavor του 2013, οι εταιρείες με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση ήταν οι εταιρείες τεχνολογίας και ακολουθούσε ο χρηματοοικονομικός κλάδος, κυρίως λόγω των επενδύσεων που είχαν γίνει στην ασφαλιστική HellasDirect. Χαρακτηριστική ήταν, τότε, η έλλειψη επένδυσης σε κλάδους με μεγάλη δραστηριότητα, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο, η υγεία και η ενέργεια.

Έξι χρόνια μετά, το τοπίο έχει μεταβληθεί. Το πρόγραμμα Jeremie, που αποτέλεσε τη βασική ροή χρηματοδότησης νεοφυών επιχειρήσεων, έχει δώσει πια τη θέση του στο Equifund, με δικά του κεφάλαια ύψους 300 εκατ. ευρώ, που με τη συνδρομή ιδιωτικών κεφαλαίων δημιουργεί μια δύναμη πυρός μισού δισ. για τις ελληνικές startups. Είναι σαφές πως η απόσταση που έχει διανυθεί από το 2010 είναι τεράστια.

Μια έρευνα του Foundation -πλατφόρμας που διευκολύνει την ανάπτυξη ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων- για το τοπίο των starups δείχνει πως και η στόχευση των επιχειρήσεων έχει πια διαφοροποιηθεί σημαντικά σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας (ή τα τέλη της προηγούμενης).

Στον τομέα των επιστημών υγείας δραστηριοποιείται σήμερα το 9,25% των νεοφυών επιχειρήσεων, ενώ ακολουθούν οι τομείς της ψυχαγωγίας (8,22%) και του τουρισμού (7,92%).

Από το σύνολο των επιχειρήσεων, το 58,8% είναι μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν 2-4 εργαζόμενους και το 39,7% αναφέρει πως ζητά σε πρώτη φάση χρηματοδότηση μεταξύ 1.000 και 300.000 ευρώ.

Συνολικά το 2018 οι ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις κατόρθωσαν να αντλήσουν 116,5 εκατ. ευρώ, όμως το 70% αυτού του ποσού πήγε σε τρεις επιχειρήσεις: τη Workable (που λειτουργεί μία πλατφόρμα εξεύρεσης εργασίας και απευθύνεται σε επιχειρήσεις), την εταιρεία λογισμικού Softomotive και τη γνωστή εταιρεία ηλεκτρονικών πληρωμών Viva Wallet.

Το 2019 υπήρξαν επίσης δύο σημαντικές… αποφοιτήσεις εταιρειών που ωρίμασαν και είναι έτοιμες για τον διεθνή ανταγωνισμό. Πρόκειται για την Incrediblue, που λειτουργεί μια υπηρεσία μίσθωσης σκαφών, και την πλατφόρμα Deliveras για online παραγγελία φαγητού. Η δεύτερη, μάλιστα, εξαγοράστηκε από τη γερμανική Delivery Hero, που λειτουργεί ακόμα δύο πλατφόρμες, που γρήγορα πέρασαν από την περίοδο της νεοφυούς επιχείρησης για να εξελιχθούν σε σημαντικές δυνάμεις στον χώρο τους - το e-food και το clickdelivery.

Η αύξηση των ποσών που διατίθενται για τη χρηματοδότηση δείχνει πως -τουλάχιστον για όσο διάστημα θα υπάρχει φθηνό χρήμα σε διεθνές επίπεδο- η άνοιξη για τις ελληνικές startups θα κρατήσει αρκετό καιρό. Βεβαίως, στην περίπτωση της χώρας μας δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος ή κάτι που θα θέσει τη βάση για μια ισχυρή ελληνική Silicon Valley, ωστόσο τηρουμένων των αναλογιών, το ελληνικό οικοσύστημα της νεοφυούς επιχειρηματικότητας έχει τις προοπτικές για να διευρυνθεί περαιτέρω και να αφήσει το δικό του στίγμα στην ανάταξη της ελληνικής οικονομίας.

Αξίζει να θυμίσουμε ότι διεθνώς ο όρος startups αρχίζει να πυκνώνει τις εμφανίσεις του στον δημόσιο λόγο μετά το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης. Όμως πριν βρεθεί μία λέξη για τις προσπάθειες που ξεκινούν με περιορισμένους πόρους και από ολιγομελέστατες ομάδες για να κατακτήσουν τον κόσμο, οι επιχειρήσεις αυτού του τύπου υπήρχαν.

Ο διαβάτης στην Addisson Avenue στο Palo Alto της California θα δει στον αριθμό 367 ένα ταπεινό γκαράζ, ο χώρος όπου ο David Packard και ο William Hewlett έχτισαν το 1939 τις βάσεις για την εταιρεία τους, τη Hewlett-Packard, αλλά και γι’ αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως Silicon Valley. Tα… γκαράζ έπαιξαν τον ρόλο της θερμοκοιτίδας και για άλλες εταιρείες στις δεκαετίες που ακολούθησαν. H Sun Microsystems και η Google είναι ίσως τα πιο γνωστά παραδείγματα που ξεκίνησαν από ένα ταπεινό γκαράζ, για να εξελιχθούν σε μεγαθήρια αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.

*Ο Νίκος Μουμούρης είναι Αρχισυντάκτης στο Euro2day.gr

v