Η Ελλάδα έχει όλες τις δυνατότητες να γίνει μια σημαντική οικονομική δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Κι αυτό δεν είναι κάτι που το λέμε μεταξύ μας για να αισθανθούμε καλύτερα. Είναι κάτι που προκύπτει αν λάβει κανείς υπόψη του τα μεγάλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, τα οποία έχουν υπογραμμιστεί από εκθέσεις μεγάλων οργανισμών όπως η McKinsey.
Η πορεία της χώρας, όμως, τα τελευταία χρόνια δεν γεννά, δυστυχώς, ιδιαίτερη αισιοδοξία. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το 2018 οι επενδύσεις -όπως αποτυπώνονται από τον Ακαθάριστο Σχηματισμό Παγίου Κεφαλαίου- βρέθηκαν, σε ονομαστικές τιμές, σχεδόν 3 δισ. ευρώ κάτω από το 2017 και στο 1/3 του επιπέδου του 2007!
Είναι ξεκάθαρο πως, αν συνεχίσουμε στην ίδια πορεία, η προοπτική να καταστεί η χώρα μας μια ευρωπαϊκή οικονομική δύναμη θα παραμένει μακρινή, παρότι αυτό θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να έχει ήδη συμβεί.
Αντιθέτως, κινδυνεύουμε να γίνουμε χώρα χαμηλών προσδοκιών. Μια χώρα ανασφαλής η οποία, ασθμαίνοντας, θα προσπαθεί να καλύψει την απώλεια του βιοτικού της επιπέδου που προέκυψε την περίοδο των μνημονίων, αλλά δεν θα τα καταφέρνει.
Αξίζουμε κάτι καλύτερο από αυτό. Και μπορούμε να το καταφέρουμε, αν προχωρήσουμε σε μια αλλαγή παραδείγματος. Αν κάποιος με καλούσε να περιγράψω με δύο λέξεις το νέο μοντέλο που χρειάζεται η οικονομία μας, θα χρησιμοποιούσα τις εξής λέξεις: «παράγω-εξάγω».
Πώς θα το πετύχουμε αυτό; Θα το πετύχουμε όταν επιστρέψει κάτι που λείπει αυτή τη στιγμή από την οικονομία μας. Αναφέρομαι στην εμπιστοσύνη. Όσο δεν επιστρέφει η εμπιστοσύνη, η στασιμότητα θα παραμένει.
Υπάρχουν μια σειρά από προϋποθέσεις για να επιστρέψει η εμπιστοσύνη στην οικονομία μας. Θα σταθώ σε τρεις βασικές:
1) Πρώτα απ’ όλα χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις, που θα εστιάσει στην προσέλκυση επενδύσεων και τη στήριξη της επιχειρηματικότητας. Μια κυβέρνηση-«Εθνική Ελλάδος», η οποία θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη σε αγορές και επενδυτές και θα στείλει το μήνυμα -εντός και εκτός συνόρων- ότι είμαστε αποφασισμένοι να γυρίσουμε σελίδα.
2) Δεύτερη προϋπόθεση είναι η αλλαγή του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, με μειώσεις στους φόρους και παράλληλο περιορισμό της σπατάλης στον δημόσιο τομέα. Η μείωση της φορολογίας θα καταστήσει την Ελλάδα πιο φιλική στις επενδύσεις και θα βελτιώσει τη φορολογική συμμόρφωση, που είναι πολύ χαμηλή αυτή τη στιγμή, ενώ θα οδηγήσει μέρος της οικονομικής δραστηριότητας από την παραοικονομία, πίσω, στη νόμιμη οικονομία. Παράλληλα, οι παρεμβάσεις αυτές στη φορολογία θα πρέπει να συμπληρωθούν με απλούστευση των αδειοδοτήσεων για τις επιχειρήσεις και μια ουσιαστική λύση στο ζήτημα των κόκκινων δανείων, για να μπορέσουν οι τράπεζες να γίνουν και πάλι βρύσες με νερό.
3) Και, τέλος, χρειάζεται να προχωρήσουμε σημαντικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη και την παιδεία. Κι αυτό επειδή, για να επιτευχθεί το αναπτυξιακό σοκ που χρειάζεται η Ελλάδα, απαιτείται ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα συνδέονται οργανικά με τις αλλαγές στην οικονομική πολιτική. Μια δημόσια διοίκηση που είναι φιλική προς τον πολίτη και την επιχείρηση, ένα δικαστικό σύστημα που απονέμει δικαιοσύνη γρήγορα και δίκαια και μια παιδεία που είναι εξωστρεφής και συνδέει τις γνώσεις και τις δεξιότητες που προσφέρει με τις ανάγκες της αγοράς, θα δημιουργήσουν συνέργειες με τις αλλαγές στην οικονομική πολιτική, συνεισφέροντας στην αλλαγή του κλίματος για τη χώρα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Το παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο για την ανάπλαση της περιοχής καρκινοβατεί για χρόνια, στέλνοντας αρνητικά μηνύματα σε όσους ενδιαφέρονται να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Αυτό το σχέδιο χρειάζεται η Ελλάδα και αυτό είναι το σχέδιο με το οποίο η Νέα Δημοκρατία θα διεκδικήσει την ψήφο των πολιτών στις επερχόμενες εθνικές εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν. Το σχέδιό μας δεν προσπαθεί να ανακαλύψει τον τροχό, αλλά περιλαμβάνει προτάσεις που εφάρμοσαν άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε., οι οποίες αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα και πέτυχαν. Με τις εμπροσθοβαρείς αυτές μεταρρυθμίσεις που έχουμε σχεδιάσει, εκτός από την εμπιστοσύνη των επενδυτών, θέλουμε να κερδίσουμε και την εμπιστοσύνη των εταίρων μας, έτσι ώστε να αποσπάσουμε παραχωρήσεις, όπως για παράδειγμα στον τομέα των πλεονασμάτων. Έτσι, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για περαιτέρω μειώσεις φόρων, που θα ενισχύσουν τον ενάρετο κύκλο ανάπτυξης που προσδοκούμε να πετύχουμε.
Εάν συμβούν όλα τα παραπάνω, η Ελλάδα μπορεί, βάσιμα, να ελπίζει στην ανάκτηση του προ του 2009 βιοτικού της επιπέδου σε σύντομο χρονικό διάστημα, στην αναστροφή του brain drain και στην επιτυχή αντιμετώπιση των σημαντικών επερχόμενων προκλήσεων.
Οι δυνατότητες της Ελλάδας βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας. Αυτό που χρειάζεται είναι πολιτικό θάρρος και αποφασιστικότητα για την εφαρμογή ενός στρατηγικού σχεδίου που βασίζεται στην κοινή λογική και τις καλές διεθνείς και ευρωπαϊκές πρακτικές. Αν το πετύχουμε, δεν υπάρχουν όρια στο πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει η χώρα μας.
*Ο Κωστής Χατζηδάκης είναι Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και αρμόδιος εκπόνησης του νέου κυβερνητικού προγράμματος του κόμματος. Βουλευτής Β’ Αθηνών (Βόρειος Τομέας). Δικηγόρος Αθηνών. Βουλευτής από το 2007 και ευρωβουλευτής την περίοδο 1994-2007. Υπουργός στα υπουργεία Μεταφορών και Ανάπτυξης κατά τις περιόδους 2007-2009 και 2012-2014.