Αναντίρρητα, η περίοδος της ύφεσης αποτέλεσε για τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων το απόλυτο τεστ αντοχής σε όρους επιχειρηματικών συνθηκών. Ωστόσο, καθώς η ελληνική οικονομία φαίνεται να φτάνει στον προορισμό της, ως άλλος Οδυσσέας, ο επιχειρηματικός κόσμος παίρνει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Οι ελληνικές επιχειρήσεις βλέπουν με αισιοδοξία το μέλλον, αφήνοντας πίσω τη μείωση της κατανάλωσης και των κρατικών δαπανών, την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, καθώς επίσης και τις περιορισμένες δυνατότητες χρηματοδότησης, συνθήκες που δημιούργησαν ένα αφιλόξενο περιβάλλον και αναχαίτισαν τη διέγερση του ελληνικού επιχειρείν.
Για περίπου 10 χρόνια, οι ελληνικές επιχειρήσεις επιβίωσαν σε ένα δύσκολο και πολυσχιδές περιβάλλον, με τις εσωστρεφείς στρατηγικές να αποτελούν μονόδρομο. Ειδικότερα, η μείωση του κόστους, η λειτουργική βελτίωση και ο περιορισμός των επενδύσεων ήταν λίγες μόνο από τις στρατηγικές που ακολούθησαν οι ελληνικές επιχειρήσεις με μοναδικό σκοπό την επιβίωση. Ωστόσο, εξαίρεση αποτέλεσαν οι εταιρείες με δομημένο εξαγωγικό προσανατολισμό από την προ ύφεσης περίοδο, των οποίων το επιχειρηματικό πλάνο δεν διαφοροποιήθηκε ουσιωδώς.
Όσες επιχειρήσεις βρέθηκαν απευθείας αντιμέτωπες με τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης, κλήθηκαν να ανταποκριθούν σε ένα περιβάλλον υψηλού ανταγωνισμού, στο οποίο επιβίωσαν κατά βάση εκείνες που διέθεταν εξορθολογισμένη λειτουργική και χρηματοδοτική δομή. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά επέτρεψαν σε αυτές να είναι πιο ανταγωνιστικές, να διατηρήσουν ή ακόμα και να κερδίσουν μερίδια αγοράς, εκμεταλλευόμενες τη συρρίκνωση των ανταγωνιστών τους, που προέκυψε από την αδυναμία των τελευταίων να ανταποκριθούν στις συνθήκες μειωμένης ζήτησης και περιορισμένης χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποίησε η Grant Thornton στην Ελλάδα, μέσω ειδικού ερωτηματολογίου που απηύθυνε στην ανώτερη και ανώτατη διοίκηση μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων, ο στρατηγικός προσανατολισμός στον περιορισμό του κόστους, στη λειτουργική βελτίωση, στις χαμηλές επενδύσεις και στα μικρά χρηματοδοτικά ρίσκα δεν φαίνεται να διαφοροποιείται στο άμεσο μέλλον, παρά την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε ρυθμούς ανάπτυξης.
Παρατηρείται, λοιπόν, το εξής παράδοξο: παρότι 6 στις 10 επιχειρήσεις αναμένουν αύξηση στα έσοδα και στην κερδοφορία τους, ο ίδιος αριθμός επιχειρήσεων δεν σχεδιάζει αύξηση στο προσωπικό ή στις αμοιβές του στο άμεσο μέλλον. Παράλληλα, 8 στις 10 επιχειρήσεις δεν έχουν εκπονήσει προγράμματα σημαντικών επενδύσεων σε πάγιο εξοπλισμό για τους επόμενους 12 μήνες. Επιπρόσθετα, 9 στις 10 επιχειρήσεις δεν συνδέουν τη στρατηγική ανάπτυξής τους με νέα χρηματοδότηση.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξες αλλά επιφυλακτικές, με την αισιοδοξία αυτή να πηγάζει κυρίως από τους δικούς τους σχεδιασμούς και λιγότερο από τις προσδοκίες για την εξέλιξη του εγχώριου οικονομικού περιβάλλοντος, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Η επιφυλακτικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν σχετίζεται τόσο με τις προσδοκίες για την εξέλιξη των βασικών οικονομικών μεγεθών όσο με την έλλειψη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις εξασφαλίζουν τον εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και τον εξορθολογισμό του φορολογικού συστήματος, το οποίο βασίζεται σε υψηλούς συντελεστές που εφαρμόζονται σε περιορισμένη βάση, κυρίως λόγω της φοροδιαφυγής.
Σταθμός εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Πειραιά. Οι ελληνικές εταιρείες με δομημένο εξαγωγικό προσανατολισμό πριν από την ύφεση δεν επηρεάστηκαν από την κρίση και δεν χρειάστηκε να αναπροσαρμόσουν το επιχειρηματικό τους πλάνο.
Τα σχεδόν 10 χρόνια της ύφεσης είναι ξεκάθαρο ότι έχουν επηρεάσει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές επιχειρήσεις επιλέγουν να αναπτυχθούν. Τα αβέβαια και χωρίς εμπεριστατωμένο σχεδιασμό βήματα έχουν πλέον δώσει τη θέση τους σε μικρά, σταθερά και καλά μελετημένα βήματα χαμηλού ρίσκου. Σήμερα, οι επιχειρήσεις στις περισσότερες των περιπτώσεων επιλέγουν να χρηματοδοτήσουν στρατηγικές ανάπτυξης, οι οποίες όμως περιλαμβάνουν περιορισμένες επενδύσεις σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, ανθρώπινο δυναμικό και καινοτομία.
Έπειτα από 10 χρόνια ύφεσης, στο προσκήνιο έρχονται επιχειρήσεις με ανταγωνιστικό προφίλ, ρεαλιστικά επιχειρηματικά πλάνα και χρηματοδοτική δυναμικότητα πολύ μεγαλύτερη από τα υφιστάμενα επίπεδα χρηματοδότησής τους. Οι οργανισμοί αυτοί, που αναπτύσσονται δυναμικά και σε στέρεες βάσεις, αποτελούν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες και βασικούς φορείς ανάπτυξης. Ωστόσο, θα πρέπει να διαμορφωθούν οι κατάλληλες εξωγενείς συνθήκες που θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να αντλήσουν και να επενδύσουν κεφάλαια, ώστε να επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης στην ιδιωτική οικονομία. Αυτή άλλωστε είναι και η βασικότερη συνθήκη για την αύξηση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, της απασχόλησης και των εσόδων του Δημοσίου.
Εν κατακλείδι, μπορεί η Οδύσσεια της ελληνικής οικονομίας να έκανε τον κύκλο της, όμως ο δρόμος για την Ιθάκη της ανάπτυξης είναι ακόμα μακρύς και δύσβατος. Οι επιχειρήσεις οφείλουν να μην ξεχνούν πως «τό φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός τους» και πως, για να επανέλθουν στο προσκήνιο, θα πρέπει να προχωρήσουν με αίσθημα αισιοδοξίας απέναντι στις αντιξοότητες της ελληνικής πραγματικότητας. Το εγχείρημα αυτό αποτελεί ίσως και τη βασικότερη πρόκληση για την επάνοδο της χώρας σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
*Ο Βασίλης Καζάς είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Grant Thornton στην Ελλάδα - ιδρυτικό της μέλος (1994) και μέλος του Board of Governors της Grant Thornton International Ltd. Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής με Master of Philosophy από το University of Bradford και BA in Business Administration από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει επίσης ολοκληρώσει το «GTIL Senior Leadership Program» του Said Business School στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.