Η Ελλάδα βαδίζει αργά μεν αλλά σταθερά στον δρόμο εξόδου από την κρίση, παρουσιάζοντας βελτίωση σε βασικούς δείκτες, που δημιουργούν αισιοδοξία για την ανάκαμψη της οικονομίας. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης διαμορφώθηκε το 2018 στο 1,9% και υπό προϋποθέσεις αναμένουμε επιτάχυνσή του κατά το τρέχον έτος.
Οι εξαγωγές το 2018 ξεπέρασαν το 18% και έφθασαν σε επίπεδο-ρεκόρ και οι προβλέψεις είναι ακόμα πιο θετικές για το 2019. Η οικοδομική δραστηριότητα αυξήθηκε τον Ιανουάριο κατά 18,4% σε δωδεκάμηνη βάση και η ανεργία μειώθηκε στο 18,5%. Ταυτόχρονα, έχουν γίνει τα πρώτα διερευνητικά βήματα για την επιστροφή του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, ενώ το τελευταίο διάστημα έχει σημειωθεί σημαντική αποκλιμάκωση στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Επιπλέον, στα «χρόνια των μνημονίων» διορθώθηκαν πολλές αδυναμίες. Διορθώθηκαν τα πολύ μεγάλα δίδυμα ελλείμματα (γενικής κυβέρνησης και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), βελτιώθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ενισχύθηκε η κεφαλαιακή δομή των τραπεζών και η εταιρική τους διακυβέρνηση, απελευθερώθηκαν σε σημαντικό βαθμό η αγορά εργασίας και οι αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και επαγγελμάτων, ελήφθησαν μέτρα για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Ωστόσο, πολλά προβλήματα παραμένουν άλυτα, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, ή έχουν εν μέρει μόνο αντιμετωπιστεί, όπως τα ζητήματα που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, τη γραφειοκρατία στο επιχειρείν και την προσέλκυση επενδύσεων, την υψηλή φορολογία, την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, τη σύνδεση της παιδείας με την αγορά εργασίας.
Επίσης, το γεγονός ότι η εσωτερική αποταμίευση κινείται σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από αυτά που ήταν πριν από την κρίση, σε συνδυασμό με τα αυξημένα πλεονάσματα που απαιτούνται για την αποπληρωμή του χρέους, σημαίνει ότι τα εσωτερικά κεφάλαια που είναι διαθέσιμα για την ανάπτυξη της χώρας δεν επαρκούν. Απαιτούνται ξένα ιδιωτικά κεφάλαια για τη στήριξη των επενδύσεων και τη μελλοντική χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η «μετα-μνημονιακή» εποχή δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Αντιθέτως, γεννά νέες προκλήσεις που πρέπει να υπηρετήσουμε όλοι μαζί, κοινωνία, πολιτική ηγεσία, επιχειρηματικός κόσμος, άνθρωποι του πνεύματος και της διανόησης, ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα εκλείψουν οριστικά οι λόγοι που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση, στα μνημόνια και στη διεθνή εποπτεία.
Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να αποκαταστήσουμε πλήρως τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους εταίρους μας και τη διεθνή επενδυτική κοινότητα. Αυτό προϋποθέτει κυρίως τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και σταθερότητας και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Δεύτερον, πρέπει να ενισχύσουμε περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα, δίνοντας έμφαση στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, κεφαλαιοποιώντας τη θετική δυναμική των μέχρι σήμερα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Τρίτον, πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια με στόχο την υιοθέτηση ενός παραγωγικού αναπτυξιακού προτύπου. Ενός προτύπου που θα ενισχύει την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων ανταγωνιστικών αγαθών και υπηρεσιών και θα καταστήσει τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που θα επιτρέψει στους Έλληνες πολίτες να δημιουργήσουν οικονομική ανάπτυξη και ευημερία και να αρχίσουν να απολαμβάνουν τα οφέλη αυτής της δυναμικής.
Σε αυτή την προσπάθεια, οι ελληνικές τράπεζες θα παίξουν, και είναι σε θέση να το κάνουν, καθοριστικό ρόλο. Κεφαλαιακά επαρκείς και άρα ανθεκτικές σε ενδεχόμενους μελλοντικούς κινδύνους, όπως επιβεβαιώθηκε και από τα αποτελέσματα των stress test που διενεργήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Μάιο του 2018, και με ενισχυμένη ρευστότητα από την επιστροφή καταθέσεων, είναι σε θέση να ανταποκριθούν όλο και πιο ενεργά στις ανάγκες χρηματοδότησης των παραγωγικών, επιχειρηματικών και επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) συνεχίζει να είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες. Η προσπάθεια που καταβάλλεται έχει αξιοσημείωτα αποτελέσματα, καθώς καταγράφεται σημαντική μείωση και οι στόχοι επιτυγχάνονται, ενώ οι προτάσεις που προωθούν τόσο το υπουργείο Οικονομικών με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένεται να επιταχύνουν την επίλυση του προβλήματος.
Παρ’ όλα αυτά, το υψηλό επίπεδο των NPEs δεν αποτελεί τροχοπέδη για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, καθώς οι τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα. Αυτό που λείπει είναι ικανοποιητική ζήτηση για δάνεια που αφορούν την υλοποίηση επενδύσεων και τη χρηματοδότηση παραγωγικών σχεδίων.
Εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών στο Μεσολόγγι. Οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα, όμως η ζήτηση για δάνεια που αφορούν την υλοποίηση επενδύσεων και τη χρηματοδότηση παραγωγικών σχεδίων είναι χαμηλή. Αιτία, η γενική αίσθηση αστάθειας στην πραγματική οικονομία.
Η Ελλάδα μπορεί να βγήκε από τα μνημόνια και οι συνθήκες ρευστότητας να έχουν αποκατασταθεί ουσιαστικά, αλλά δεν έχει επιστρέψει πλήρως στις αγορές, ο αποκλεισμός από τις οποίες την οδήγησε στα μνημόνια. Με τα σημερινά επίπεδα των επιτοκίων -αν και έχουν υποχωρήσει αισθητά-, η αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους με όρους αγοράς παραμένει απαγορευτική. Τα μέτρα που ελήφθησαν στη διάρκεια της κρίσης έχουν βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους, εξέλιξη που διεθνείς οργανισμοί και οίκοι αξιολόγησης αναγνωρίζουν.
Όμως, η πρόκληση είναι να πειστούν οι αγορές. Με την αναπτυξιακή δυναμική της ευρωζώνης να υποχωρεί, το εξωτερικό περιβάλλον να επιδεινώνεται λόγω και των αναταράξεων σε Ιταλία και Τουρκία, δημιουργείται στην αγορά μια λεπτή ισορροπία που μπορεί να ανατραπεί, αν υπαναχωρήσουμε από τα συμφωνηθέντα με τους εταίρους.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, η προσήλωση στην ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, η διατήρηση μιας εύρυθμης δημοσιονομικής πορείας, η οποία θα στηρίζεται σε εξορθολογισμένα πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα βγάλουν την οικονομία από τον φαύλο κύκλο των υψηλών φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, και η αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της οικονομίας αποτελούν τις βασικές προκλήσεις της χώρας στη μεταμνημονιακή εποχή. Μόνο έτσι θα εκλείψουν οι παθογένειες που οδήγησαν στη μεγαλύτερη μεταπολεμικά οικονομική κρίση, θα εδραιωθεί η διεθνής αξιοπιστία της χώρας και θα εξαλειφθούν οριστικά οι λόγοι που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια.
*Ο Γιώργος Χαντζηνικολάου είναι Πρόεδρος του Ομίλου Τράπεζας Πειραιώς, Πρόεδρος Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), Μη Εκτελεστικό Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου ΕΧΑΕ, Πρόεδρος Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, Μέλος της PRIME Finance Panel of Experts.