Β. Κορέα: Τι διδάσκει το παρελθόν

Το παζλ είναι επικίνδυνο και περίπλοκο, αλλά είναι απολύτως απαραίτητη µια συνετή στρατηγική για την πυρηνική ασφάλεια του πλανήτη.

  • της Madeleine Albright*
Β. Κορέα: Τι διδάσκει το παρελθόν

Oταν συναντήθηκαν οι δυο τους στο Οβάλ Γραφείο µετά τις εκλογές του 2016, ο Barrack Obama λέγεται ότι είπε στον Donald Trump ότι η Βόρεια Κορέα θα είναι η πιο σοβαρή πρόκληση, σε επίπεδο εθνικής ασφάλειας, που θα αντιµετωπίσει κατά τη διάρκεια της θητείας του. Έπειτα από ένα χρόνο προκλητικών πυραυλικών δοκιµών, πύρινης ρητορικής και ριψοκίνδυνης διπλωµατίας, η προειδοποίηση του Obama αποδείχθηκε προφητική.

Το 2017 η νευρικότητα έφτασε κοντά στα επίπεδα του πανικού, καθώς τα προγράµµατα πυρηνικών όπλων και βαλλιστικών πυραύλων της Βόρειας Κορέας προχώρησαν πολύ γρηγορότερα απ’ ό,τι περίµεναν οι ειδικοί. Σηµειώνοντας ραγδαία πρόοδο η Πιονγιάνγκ προχώρησε στη δοκιµή ενός διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου ικανού να πλήξει όχι µόνο την αµερικανική στρατιωτική βάση στο νησί Γκουάµ και τη Χαβάη, αλλά και τις ηπειρωτικές ΗΠΑ. Επίσης, η Βόρεια Κορέα δοκίµασε µε επιτυχία την πιο ισχυρή πυρηνική κεφαλή της µέχρι τώρα, την οποία το καθεστώς ισχυρίστηκε ότι θα µπορούσε να τοποθετήσει σε έναν από τους βαλλιστικούς διηπειρωτικούς πυραύλους που διαθέτει.

Αντί να ακολουθήσει µια ξεκάθαρη στρατηγική, ο πρόεδρος Trump µεταπηδούσε από τη µια προσέγγιση στην άλλη, µετά βίας επιτρέποντας στους παρατηρητές -συµπεριλαµβανοµένων και συµµάχων-κλειδιά, όπως η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία- να κατανοήσουν και να ακολουθήσουν την πολιτική του.

Στράφηκε στην Κίνα για να χαλιναγωγήσει τη Βόρεια Κορέα, µια τετριµµένη στρατηγική, η οποία, όπως είχαν προβλέψει οι περισσότεροι, δεν πέτυχε. Εξέφρασε ενδιαφέρον να διαπραγµατευθεί απευθείας µε τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Kim Jong-un, λέγοντας ότι θα ήταν «τιµή» να τον συναντήσει.

Μετά αποφάσισε ότι ο διάλογος «δεν ήταν η λύση» παρότι κορυφαία στελέχη του περιβάλλοντός του δήλωναν διατεθειµένα να δεχθούν κάποια διπλωµατική πρωτοβουλία. Στη συνέχεια κατηγόρησε τους ηγέτες της Νότιας Κορέας για πολιτική κατευνασµού και έκανε λόγο για υπαναχώρηση, µε αφορµή αυτό, από τη συµφωνία ελεύθερων συναλλαγών µεταξύ των ΗΠΑ και της Ν. Κορέας.

Πρακτικά, σε ό,τι αφορά τη στρατηγική του Trump έναντι της Βόρειας Κορέας, δεν υπάρχει καµία συνέχεια και συνέπεια, εκτός από τις ευθύνες που επανειληµµένα καταλογίζει στους προκατόχους του για το δικό του αδιέξοδο. Και ενώ ασκεί κριτική στον George W. Bush και τον Obama για το ότι δεν έκαναν περισσότερα, αρκετό από το µένος του διοχετεύεται και κατά των διπλωµατικών προσπαθειών της κυβέρνησης Clinton, στις οποίες µετείχα ως πρέσβειρα στα Ηνωµένα Έθνη και ως υπουργός Εξωτερικών.

Όπως και ο Trump, έτσι και ο Clinton ήρθε αντιµέτωπος από νωρίς µε τη βορειοκορεατική επιθετικότητα. Το 1993 η Βόρεια Κορέα απείλησε να αποσυρθεί από τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων και να χρησιµοποιήσει το εµπλουτισµένο πλουτώνιο από τον πυρηνικό της αντιδραστήρα για να καταστήσει ενεργές µισή ντουζίνα πυρηνικές κεφαλές.

Ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας Kim Jong-un παρακολουθεί την εκτόξευση ενός βαλλιστικού πυραύλου Hwasong-12. Καθώς το πυρηνικό οπλοστάσιο του Kim ισχυροποιείται και εξελίσσεται, ο κόσµος ανησυχεί όλο και περισσότερο. (Agence France-Presse - Getty Images)

Αυτό ενέτεινε την κρίση ανάµεσα στην Ουάσιγκτον και την Πιονγιάνκ. Η στρατηγική µας ήταν επικεντρωµένη στο να µην µπορεί η Βόρεια Κορέα να αναπτύξει πυρηνικά όπλα, οπότε ασκήσαµε πίεση στα Ηνωµένα Έθνη, ενώ εξετάζαµε και τις άλλες εναλλακτικές µας, οι οποίες έφτασαν να περιλαµβάνουν και στρατιωτικά πλήγµατα στον πυρηνικό αντιδραστήρα της Βόρειας Κορέας.

Ευτυχώς, µέσω της διπλωµατικής οδού, αποφεύχθηκε η στρατιωτική επέµβαση. Σε στενή συνεργασία µε τους συµµάχους µας διαπραγµατευθήκαµε σθεναρά µε τη Βόρεια Κορέα για να καταλήξουµε σε µια συµφωνία - πλαίσιο. Η συµφωνία αυτή απαιτούσε από τη Βόρεια Κορέα να κλείσει τον αντιδραστήρα της, να σφραγίσει 8.000 ράβδους, οι οποίες περιείχαν εµπλουτισµένο πλουτώνιο, και υπό την επίβλεψη της Διεθνούς Επιτροπής Ατοµικής Ενέργειας να εκκενώσει τις εγκαταστάσεις της παραγωγής πλουτωνίου. Σε αντάλλαγµα, οι ΗΠΑ και οι σύµµαχοί τους συµφώνησαν να βοηθήσουν τη Βόρεια Κορέα να καλύψει τις άµεσες ενεργειακές της ελλείψεις και να τη χρηµατοδοτήσουν για την κατασκευή δύο πυρηνικών, µη στρατιωτικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας.

Η συµφωνία-πλαίσιο δεν ήταν τέλεια και καµία από τις δύο πλευρές δεν την εφάρµοσε πλήρως. Ωστόσο, τερµάτισε την κρίση και εµπόδισε τους Βορειοκορεάτες να συνειδητοποιήσουν τη δυνατότητά τους να αναπτύξουν πυρηνικές βόµβες. Αν δεν είχε συναφθεί η συµφωνία, οι ειδικοί είχαν εκτιµήσει ότι η χώρα θα διέθετε 500-1.000 πυρηνικές κεφαλές έως τη χρονιά που ανέλαβε η κυβέρνηση Bush. Αντί γι’ αυτό, σύµφωνα µε τα όσα γνωρίζαµε, τότε δεν είχε καµία.

Μέχρι σήµερα, παραµένω ο πλέον υψηλόβαθµος Αµερικανός επίσηµος που έχει ποτέ ταξιδέψει στη Βόρεια Κορέα. Ο Kim Jong-il, πατέρας του σηµερινού ηγέτη, και εγώ είχαµε δύο ηµέρες εντατικών συνοµιλιών, κατά τις οποίες εµφανίστηκε πρόθυµος να δεχθεί πιο σηµαντικούς περιορισµούς στο πυραυλικό πρόγραµµα της χώρας του απ’ ό,τι περιµέναµε.

Όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Bush, αρνήθηκε να συνεχίσει τις διαπραγµατεύσεις και επεδίωξε µια περισσότερο επιθετική στρατηγική. Έως το 2003 η συµφωνία-πλαίσιο είχε καταρρεύσει. Έως το 2006 η Βόρεια Κορέα είχε πραγµατοποιήσει δοκιµή του πρώτου της πυρηνικού µηχανισµού.

Αφήνοντας τα καθήκοντά µου, ένιωθα ότι υπήρχαν πολλοί πιθανοί τρόποι µε τους οποίους θα µπορούσαν να εξελιχθούν τα πράγµατα στην κορεατική χερσόνησο. Δυστυχώς, έπειτα από αλλεπάλληλους ελιγµούς, επέστρεψαν στο σηµείο απ’ όπου ξεκίνησαν. Η κυβέρνηση Trump αντιµετωπίζει τώρα την απειλή που φοβόταν ο Clinton: µια Βόρεια Κορέα οπλισµένη µε αρκετά πυρηνικά όπλα για να απειλεί τους γείτονές της -και τις ΗΠΑ- και να αποτρέπει τις επιθέσεις προς αυτήν.

Προφανώς, αν αυτό το δίληµµα ήταν εύκολο να απαντηθεί, θα είχε απαντηθεί πριν από πολύ καιρό. Το θεµελιώδες πρόβληµα είναι ότι οι ηγέτες της Βόρειας Κορέας είναι πεπεισµένοι πως χρειάζονται πυρηνικά όπλα ως εγγύηση για την επιβίωσή τους. Για να ενισχύσουν τη βεβαιότητά τους αυτή, δεν έχουν παρά να συλλογιστούν την τύχη του Saddam Hussein και του Muammar al-Qaddafi.

Ωστόσο, ο πιο υποσχόµενος τρόπος για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση δεν διαφέρει τόσο πολύ από την προσέγγιση της κυβέρνησης Clinton. Η πολιτική των ΗΠΑ προς τη Βόρεια Κορέα θα πρέπει να περιλαµβάνει διπλωµατική πίεση, αυξηµένη βαρύτητα στην αποτροπή µε στρατιωτικά µέσα, στενή συνεργασία µε τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία και τη βούληση να εισέλθουν σε απευθείας συνοµιλίες, όχι ως ανταµοιβή προς την Πιονγιάνγκ, αλλά ως τρόπος να γίνει ό,τι είναι απαραίτητο για να προστατευθεί η δική µας ασφάλεια.

Για πάρα πολύ µεγάλο διάστηµα η αµερικανική πολιτική αναζήτησε µάταια µια επιδέξια, απλή λύση για τις πυρηνικές φιλοδοξίες της Βόρειας Κορέας. Η ελπίδα ήταν ότι το καθεστώς της Πιονγιάνγκ θα άλλαζε ή ότι η Κίνα θα το εξανάγκαζε να υποχωρήσει. Το αποτέλεσµα ήταν µια προς τα πίσω ολίσθηση, εγκαταλείποντας προηγούµενα οφέλη, χωρίς να αντικαθίστανται από οποιοδήποτε νέο. Είναι καιρός για µια πιο σοβαρή και ρεαλιστική προσέγγιση, µια προσέγγιση που να εξαντλεί τις δυνατότητες της διπλωµατικής οδού, να προστατεύει τους πολίτες µας και να µη βυθίσει τον κόσµο σε έναν αχρείαστο πόλεµο.

*Η Madeleine Albright ήταν Πρέσβειρα του ΟΗΕ από το 1993 έως το 1997 και υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ από το 1997 έως το 2001

© 2018 Madeleine Albright. Distributed by The New York Times Syndicate.



v