Tο 2018 σηµατοδοτεί την 40ή επέτειο της µετάβασης της Κίνας από µια ελεγχόµενη οικονοµία σε µια οικονοµία της αγοράς. Η επέτειος αυτή έρχεται σε µια µοναδική ιστορική συγκυρία: η διαφαινόµενη οπισθοχώρηση των ΗΠΑ από την παγκοσµιοποίηση προσφέρει µια ξεχωριστή ευκαιρία για την Κίνα να επιταχύνει την άνοδό της ως θεµατοφύλακα του παγκόσµιου εµπορικού συστήµατος.
Εν τω µεταξύ, η ανάδυση της Κίνας από ένα φτωχό έθνος σε παγκόσµια δύναµη τις τελευταίες δεκαετίες, µπορεί να δίνει πολύτιµα µαθήµατα για άλλες αναπτυσσόµενες χώρες, ιδιαίτερα καθώς η κυβέρνηση Τραµπ συνεχίζει να υιοθετεί πολιτικές κατά της παγκοσµιοποίησης.
Το 1978, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας ήταν 154 δολάρια, λιγότερο από το ένα τρίτο αυτού των κρατών της Υποσαχάριας Αφρικής. Η Κίνα ήταν µια εσωστρεφής χώρα, µε τον λόγο εµπορίου προς το ΑΕΠ να διαµορφώνεται σε µόλις 9,7% -έναντι του 32,7% που είναι σήµερα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η οικονοµική ανάπτυξη υπήρξε πρωτοφανής. Το 2009 η Κίνα ξεπέρασε την Ιαπωνία και αναδείχθηκε ως η δεύτερη µεγαλύτερη οικονοµία του κόσµου, προσπέρασε τη Γερµανία ως ο µεγαλύτερος εξαγωγέας εµπορευµάτων του κόσµου το 2010, έγινε η µεγαλύτερη εµπορική χώρα του κόσµου το 2013 και ξεπέρασε τις ΗΠΑ το 2014 ως η µεγαλύτερη οικονοµία του κόσµου σε όρους αγοραστικής δύναµης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, περισσότεροι από 700 εκατοµµύρια Κινέζοι πέρασαν πάνω από το όριο της φτώχειας. Η Κίνα είναι η µόνη αναδυόµενη οικονοµία που δεν αντιµετώπισε εγχώρια οικονοµική κρίση τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.
Σήµερα, η Κίνα είναι µια χώρα ανώτερου-µεσαίου εισοδήµατος, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται κοντά στα 9.000 δολάρια ετησίως και πιθανόν να περάσει το όριο των 12.700 δολαρίων, το ορόσηµο µιας χώρας υψηλού εισοδήµατος, περί το 2025. Η Κίνα είναι επίσης η µεγαλύτερη παγκοσµίως χώρα παραγωγής αγαθών και µια από τις πιο ανταγωνιστικές χώρες του κόσµου.
Και η Κίνα ενστερνίζεται την παγκοσµιοποίηση. Η χώρα έχει προωθήσει τη φιλόδοξη πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόµος», που σκοπό έχει να τη συνδέσει µε αγορές στην Ασία, την Ευρώπη και την Αφρική µέσω της ανάπτυξης υποδοµών. Παρά την ανοιχτή αντίθεση των ΗΠΑ στην ίδρυσή της, η Ασιατική Επενδυτική Τράπεζα Υποδοµών, που προτάθηκε από την Κίνα ως ένα όχηµα για τη συγκεκριµένη πρωτοβουλία, έχει σήµερα 77 κράτη-µέλη, που την καθιστούν ένα από τα µεγαλύτερα πολυµερή αναπτυξιακά ιδρύµατα του κόσµου.
Το 2015 το renminbi έγινε ένα από τα πέντε νοµίσµατα στο καλάθι των ειδικών τραβηκτικών δικαιωµάτων (SDR) του Διεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου, µαζί µε το αµερικανικό δολάριο, το ιαπωνικό γεν, το ευρώ και τη βρετανική στερλίνα. Αυτό έφερε το renminbi ένα βήµα πιο κοντά στο να γίνει ένα διεθνές αποθετικό νόµισµα.
Αξίζει να σηµειωθεί πως, ενώ η πρώην Σοβιετική Ένωση και η Ανατολική Ευρώπη υπέστησαν οικονοµική κατάρρευση όταν ξεκίνησαν τις δικές τους οικονοµικές µεταβάσεις, η Κίνα είχε πολύ µεγαλύτερη επιτυχία. Ο πρωταρχικός λόγος ήταν ο διαφορετικός τρόπος προσέγγισης.
Τα πρώτα χρόνια της µετάβασης, στην Κίνα υπήρχε ένας µεγάλος αριθµός µη βιώσιµων κρατικών επιχειρήσεων σε βιοµηχανίες εντάσεως κεφαλαίου, όπως η κατασκευή µηχανολογικού εξοπλισµού και η χαλυβουργία. Στην ανοικτή και ανταγωνιστική αγορά, τέτοιες βιοµηχανίες δεν θα µπορούσαν να είχαν επιβιώσει χωρίς προστασία και επιδοτήσεις. Ως εκ τούτου, η κινεζική κυβέρνηση επιδότησε τις επιχειρήσεις αυτές, όµως άνοιξε τις επενδύσεις στις βιοµηχανίες εντάσεως εργασίας στις οποίες η Κίνα είχε συγκριτικά πλεονεκτήµατα. Αυτή η διπλή προσέγγιση επέτρεψε στην Κίνα να διατηρήσει τη σταθερότητα και να επιτύχει ταχεία ανάπτυξη.
Ο Πρόεδρος της Κίνας Xi Jinping σε τελετή στο Πεκίνο. Τον Οκτώβριο του 2017, την έναρξη της δεύτερης θητείας του στο ύπατο αξίωµα της χώρας σηµατοδότησε η ψήφος στο συνέδριο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος για τη συνταγµατική κατοχύρωση της «Σκέψης Xi Jinping», που κατά τους παρατηρητές βοήθησε να εδραιωθεί η εξουσία του. (Andy Wong/Agence France-Presse - Getty Images)
Μια ανάλογη στρατηγική εφαρµόστηκε στο άνοιγµα της ευρύτερης οικονοµίας της Κίνας. Η Κίνα περιόρισε την εισροή ξένου κεφαλαίου στις βιοµηχανίες εντάσεως κεφαλαίου, που περιλάµβαναν κυρίως τις κρατικές επιχειρήσεις. Από την άλλη πλευρά, οι βιοµηχανίες εντάσεως εργασίας άνοιξαν για να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις.
Όµως, η διπλή µετάβαση είχε κόστος. Οι παρεµβάσεις στην αγορά και η στρέβλωση οδήγησαν στην αύξηση της διαφθοράς και της άνισης κατανοµής του εισοδήµατος. Η µόλυνση του περιβάλλοντος επιδεινώθηκε µε την ταχεία ανάπτυξη της µεταποίησης. Για να αντιµετωπίσει τα ζητήµατα αυτά, κατά την πρώτη πενταετή θητεία του στο ύπατο αξίωµα της χώρας το 2012-2017, ο πρόεδρος Xi Jinping, µε τη βοήθεια του συµµάχου του Wang Qishan, προχώρησε σε σαρωτικές κινήσεις κατά της διαφθοράς, πρότεινε να επιτραπεί στην αγορά να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην ανακατανοµή των πόρων, εξαλείφοντας τις στρεβλώσεις της διπλής µεταρρύθµισης, και τάχθηκε υπέρ αυστηρότερων περιβαλλοντικών κανονισµών, που θα εξισορροπούσαν την υψηλή ανάπτυξη µε την «πράσινη» ανάπτυξη.
Καθώς αυξάνεται η οικονοµική βαρύτητα της Κίνας, έτσι θα αυξηθεί και η επιρροή της στην παγκόσµια διακυβέρνηση. Στο 18ο Συνέδριο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος της Κίνας τον Οκτώβριο του 2017, ο Xi κέρδισε µια δεύτερη πενταετή θητεία και αναδύθηκε ως ο ανώτατος ηγέτης της χώρας. Τώρα έχει επιφορτιστεί µε την ολοκλήρωση της µετάβασης της Κίνας σε µια αποδοτική ανοιχτή οικονοµία, µε την ανάλογη συµβολή σε µια νέα τάξη διεθνούς ειρήνης και ανάπτυξης.
Το κράτος θα συνεχίσει να υλοποιεί προγράµµατα κατά της φτώχειας και της πείνας όχι µόνο εντός των δικών του συνόρων, αλλά ανά τον κόσµο. Αντί να ακολουθήσει τη δυτική πρακτική της επιβολής των αξιών και ιδεολογιών της σε άλλες αναπτυσσόµενες χώρες ως προϋπόθεση, για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, η Κίνα θα συνεχίσει να προσφέρει βοήθεια, εµπορικές και επενδυτικές ευκαιρίες σε αναπτυσσόµενες χώρες τηρώντας παράλληλα την αρχή της µη παρέµβασης.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Κίνα κατάφερε να επιτύχει µια δυναµική ανάπτυξη µέσω ενός συνδυασµού ισχυρής ηγεσίας και πραγµατισµού. Με διαρκή προνοητικότητα και ανοιχτό πνεύµα, η Κίνα είναι σε θέση να αναλάβει τον ιστορικό της ρόλο ως ηγετικής δύναµης στον κόσµο.
*Ο Justin Yifu Lin είναι Διευθυντής του Center for New Structural Economics, κοσµήτορας του Institute of South-South Cooperation and Development και επίτιµος πρόεδρος του National School of Development του Peking University. Έχει διατελέσει πρώτος αντιπρόεδρος και επικεφαλής οικονοµολόγος της Παγκόσµιας Τράπεζας.
© 2018 Justin Yifu Lin. Distributed by The New York Times Syndicate.