Πώς διαβάζει κανείς το παρελθόν την ώρα της κρίσης; Πώς ξαναγυρίζει στο χθες, την ώρα που οι βεβαιότητες διαλύονται και το µέλλον αποκτά τα χαρακτηριστικά δυστοπίας; Τι σηµαίνει η σηµερινή οικονοµική κρίση ως ορόσηµο για να αναφερθούµε στο παρελθόν, µακρινό και κοντινό, να το ανακαλέσουµε;
Καµιά ανάκληση του παρελθόντος δεν είναι µια αυτονόητη διαδικασία. Αντίθετα, συνιστά ένα πολιτικό και ιστορικό διακύβευµα. Ποιοι είναι αυτοί που κάθε φορά επιστρέφουν σε ένα παρελθόν και τι είναι αυτό που επιδιώκουν µε την ανάκλησή του; Πόσο ανταγωνιστικές είναι οι ερµηνείες του; Η ανάκληση και η ερµηνεία του παρελθόντος είναι ένα πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών νοηµάτων συνδεδεµένων µε το σήµερα. Άλλωστε, κάθε συζήτηση για το παρελθόν είναι στενά συνδεδεµένη µε το εκάστοτε παρόν και αποτυπώνει τις σκέψεις και τις οπτικές της συγχρονίας.
Από την άλλη πλευρά, οι όποιες αναγνώσεις του παρελθόντος προς χάριν του παρόντος δεν είναι απλώς επινοήσεις, κατασκευασµένες εικόνες. Στηρίζονται σε αληθινά γεγονότα. Αποτελεί αυτό προϋπόθεση, ώστε να µπορούν να χρησιµοποιηθούν τελεσφόρα για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους. Εάν το παρόν επιλέγει από το παρελθόν τα στοιχεία εκείνα που µπορεί να αξιοποιήσει, που µπορούν να χρησιµοποιηθούν για τον σχεδιασµό του µέλλοντος, τα στοιχεία αυτά ακουµπούν, κάθε φορά, στη βιωµένη εµπειρία των ανθρώπων.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η παρατεταµένη οικονοµική κρίση συνιστά µια κρίσιµη τοµή, γεννά την ανασηµασιοδότηση εννοιών και πρακτικών, αναδιατάσσει δυνάµεις, θέτει ερωτήµατα, οδηγεί εκ των πραγµάτων στον αναστοχασµό. Κάθε κρίση είναι εξ ορισµού µια αφορµή για την ανασύνταξη του τρόπου µε τον οποίο διαβάζουµε το παρόν, άρα και το παρελθόν και το µέλλον, δηµιουργεί νέα ερωτήµατα, που δεν αφορούν µόνο τη θεµατολογία, αλλά και τα εργαλεία που διαθέτουµε για την κατανόησή της. Παράλληλα, γεννά εκ των πραγµάτων µια ανασύνταξη των γενεαλογιών, θέτει το ζήτηµα «πώς φτάσαµε ως εδώ». Το ίδιο ερώτηµα επανέρχεται κάθε φορά µετά ή κατά τη διάρκεια µιας κρίσης, λ.χ. µετά τους παγκόσµιους πολέµους ή µετά την επάνοδο στη δηµοκρατία το 1974.
Ας δούµε την ολοένα και πιο συχνή παρουσία της περιόδου της Μεταπολίτευσης στον δηµόσιο διάλογο, παρουσία µε έντονα συγκρουσιακά χαρακτηριστικά. Τι σηµατοδοτεί η κρίση για αυτή την παρουσία; Κατ’ αρχάς τη µετέτρεψε σε οριστικό παρελθόν. Έως και την κρίση, η Μεταπολίτευση ήταν ένα διαρκές παρόν: ενώ ήταν σαφής η αρχή της, η 24η Ιουλίου 1974, το τέλος της αποτελούσε ένα ερώτηµα κάθε φορά, τοποθετούνταν σε µια συγκεκριµένη στιγµή, για να αµφισβητηθεί στη συνέχεια.
Σηµειώνω, ενδεικτικά, προηγούµενα ορόσηµα: η άνοδος του ΠΑΣΟΚ το 1981, η πτώση του και το σκάνδαλο Κοσκωτά, η είσοδος στην ΟΝΕ, οι Ολυµπιακοί Αγώνες του 2004. Στην πραγµατικότητα, η Μεταπολίτευση αναδείχθηκε σε έναν, κατά Μπαχτίν χρονοτόπο, σε έναν συνεχή ενιαίο χρόνο και τόπο, όπου οι άνθρωποι εναπόθεσαν τις ελπίδες, τις προσδοκίες και τους φόβους τους, σε µια περίοδο που συνδέθηκε µε ατοµικές και συλλογικές επιδιώξεις, αιτήµατα και στρατηγικές.
Οι Ολυµπιακοί Αγώνες του 2004 ήταν αφορµή για ένα εκτεταµένο πρόγραµµα δηµόσιων έργων και η επιτυχής διοργάνωσή τους θεωρήθηκε η κορωνίδα της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Λίγα χρόνια µετά, η διοργάνωση, όπως και συνολικά η Μεταπολίτευση, έχουν ριχθεί στο πυρ το εξώτερον ως αιτία όλων των δεινών (Shutterstock/Mike Liu).
Η κρίση έβαλε πλέον τέρµα σε αυτό, αποτέλεσε την ταφόπλακα της Μεταπολίτευσης. Ποιος µπορεί σήµερα να µιλήσει για τη συνέχειά της; Οι συζητήσεις αφορούν πλέον τις κληρονοµιές της. Η κρίση αποτέλεσε µια τοµή εξαιρετικά ισχυρή, καταλυτική, θα έλεγα, εξαιτίας της οποίας τα παλαιότερα ορόσηµα που έχουν προταθεί χάνουν τη συµβολική τους σηµασία ή γίνονται σταθµοί µιας πορείας που οδηγεί στον τελικό προορισµό. Εάν στη δεκαετία του 2000 οι επιτυχίες του εκσυγχρονισµού και η επιτυχία της ΟΝΕ δηµιουργούσαν ένα αφήγηµα επιτυχίας, δίνοντας ένα θετικό πρόσηµο στην πρόσφατη ιστορική διαδροµή, τα όσα ζούµε σήµερα δίνουν αναδροµικά µια αρνητική διάσταση στα όσα έχουν συµβεί. Όλη η Μεταπολίτευση εννοιοδοτήθηκε ως συµπαγές παρελθόν, όπου οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις του έχουν πολύ µικρή σηµασία.
Στο τρίπτυχο «µετεµφυλιακά χρόνια - δικτατορία - Μεταπολίτευση», το κέντρο βάρους στις προηγούµενες δεκαετίες δόθηκε στο πρώτο δίπολο. Η χούντα αποτέλεσε το τέλος µιας περιόδου που εκκινούσε κατά κύριο λόγο από τον Εµφύλιο και κατέληγε στην απροκάλυπτη πλέον παρέµβαση του στρατού στα πολιτικά πράγµατα. Η δικτατορία οδήγησε στην κορύφωση και εν τέλει στη γελοιοποίηση µιας σειράς χαρακτηριστικών της µετεµφυλιακής περιόδου: αντικοµµουνισµός, ελληνοχριστιανισµός, εθνικοφροσύνη.
Στη σηµερινή συζήτηση, το βάρος δίνεται στο δεύτερο δίπολο. Η Μεταπολίτευση ενίσχυσε και διεύρυνε τις αρνητικές κληρονοµιές της δικτατορίας, αποτελώντας, προφανώς µε άλλους όρους και πραγµατικότητες, µια οιονεί συνέχειά της που οδήγησε στην κρίση.
Στην αρχή του κειµένου αναφέρθηκε ότι ένας λόγος για το παρελθόν δεν µπορεί παρά να ακουµπά, για να είναι πιστευτός, στη βιωµένη εµπειρία των ανθρώπων. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι γεγονός ότι υπάρχουν συνέχειες, κληρονοµιές που διατηρήθηκαν όχι µόνο από τη δικτατορία, αλλά και από τα µετεµφυλιακά χρόνια, και φτάνουν ως σήµερα.
Αυτό, όµως, δεν µπορεί να αναιρέσει την τοµή, ούτε δικαιολογεί µια απλουστευτική γενικευτική λογική που ρίχνει όλα τα κακά στη Μεταπολίτευση, και µετρά τα όσα έχουν συµβεί µε βάση το πόσο οδήγησαν ή απέτρεψαν την κρίση. Έτσι λ.χ. οι αναδιανεµητικές πολιτικές, η οικοδόµηση κράτους πρόνοιας, η διεύρυνση των µεσαίων στρωµάτων, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, στοιχεία που δίκαια θεωρήθηκαν στοιχεία ανάπτυξης της ελληνικής µεταπολιτευτικής κοινωνίας, διαβάζονται, επιλεκτικά, ως τα άφρονα βήµατα που οδήγησαν στη σηµερινή κατάρρευση.
Ο κίνδυνος αυτών των αναγνώσεων του παρελθόντος, που εδράζονται στο σήµερα, είναι ορατός: µια α-ιστορική µατιά που θα µελετά τα πράγµατα εκτός της εποχής και του συγκεκριµένου πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου στο οποίο συνέβησαν, ένας λόγος ο οποίος θα κυριαρχείται από ισχυρά ηθικά και όχι ιστορικά προτάγµατα. Το ποιος ωφελείται από αυτό τον λόγο, είναι µια άλλη συζήτηση.
* Ο Βαγγέλης Καραµανωλάκης είναι Επίκουρος καθηγητής Ιστορίας, Πρόεδρος του ιστορικού Αρχείου Πανεπιστηµίου Αθηνών.