Oι ελληνικές τράπεζες και οι µέτοχοί τους κατέγραψαν σηµαντικές απώλειες την τελευταία δεκαετία της κρίσης και το τραπεζικό σύστηµα υπέστη έναν αναγκαίο βαθύ δοµικό µετασχηµατισµό, αρκετά βίαιο και µε βαρύτατες και σύνθετες συνέπειες, αλλά έχει κατορθώσει σήµερα να αποκαταστήσει τη χρηµατοοικονοµική του υγεία.
Συγκεκριµένα, µε την ολοκλήρωση του τρίτου προγράµµατος στήριξης προ των πυλών και το βελτιούµενο κλίµα στην οικονοµία και στις διεθνείς και εγχώριες αγορές, στοιχειοθετείται µια πιο αισιόδοξη εικόνα, καθώς οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν:
• Ισχυρή προ-προβλέψεων κερδοφορία (3,8 δισ. ευρώ το 2017).
• Επάρκεια εποπτικών κεφαλαίων, από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη (δείκτης CET 1 στο 16,3% - CRD IV fully loaded).
• Βελτιούµενες συνθήκες ρευστότητας, µε αυξανόµενη πρόσβαση στις αγορές, αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τοµέα κατά 5,5 δισ. ευρώ το 2017 και µείωση της εξάρτησης ρευστότητας από το ευρωσύστηµα σε επίπεδα κάτω από 27 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2018, έναντι 127 δισ. ευρώ το καλοκαίρι του 2015.
• Αποκλιµάκωση των εγχώριων µη εξυπηρετούµενων ανοιγµάτων (NPEs) στα 94 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017 από 107 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2016, και µε σχέδιο και δέσµευση των τραπεζών να τα µειώσουν στα 64 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019.
Στη βελτίωση των επιδόσεων των τραπεζών σηµαντική συµβολή είχε και η αντίστοιχη βελτίωση του µακροοικονοµικού και χρηµατοοικονοµικού περιβάλλοντος. Συγκεκριµένα:
• Επανήλθαν οι θετικοί ρυθµοί ανάπτυξης του ΑΕΠ το 2017, έπειτα από 10 χρόνια διαρκούς ύφεσης, µε το µικρό διάλειµµα της ασθενούς ανάκαµψης του 2014, ενώ η ανεργία αποκλιµακώνεται και εκτιµάται ότι θα υποχωρήσει ίσως και εντός του 2018 κάτω του 20%.
• Το επενδυτικό ενδιαφέρον των διεθνών αγορών για την ελληνική οικονοµία βελτιώνεται και το ασφάλιστρο κινδύνου των κρατικών οµολόγων αποκλιµακώνεται σταδιακά.
• Οι απαιτητικοί δηµοσιονοµικοί στόχοι υπερκαλύπτονται µε τη δηµιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασµάτων τα τελευταία χρόνια, οι µεταρρυθµίσεις υλοποιούνται έστω και µε καθυστερήσεις (όπως στους τοµείς των ιδιωτικοποιήσεων και της δηµόσιας διοίκησης), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει ισορροπήσει και το έλλειµµα είναι σχεδόν µηδενικό. Επιπλέον, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξάνονται σταθερά σε πραγµατικούς όρους (βελτιωµένες κατά 26% σε σχέση µε το 2009), η βιοµηχανική παραγωγή, η µεταποίηση και η οικονοµική και καταναλωτική εµπιστοσύνη βρίσκονται σε ανοδική πορεία και οι ξένες επενδύσεις προσέγγισαν τα 3,7 δισ. ευρώ το 2017, το υψηλότερο ποσό των τελευταίων ετών.
Ωστόσο, ακόµα και σήµερα, δανειζόµαστε σηµαντικά ακριβότερα σε σχετικούς όρους, π.χ. το Δηµόσιο πληρώνει ασφάλιστρο κινδύνου 2,4% πάνω από την Πορτογαλία. Ως εκ τούτου, και καθώς το τρίτο πρόγραµµα στήριξης βαίνει προς την ολοκλήρωσή του το καλοκαίρι του 2018, ο στόχος της απεµπλοκής της χώρας µας από τα µνηµόνια µε µία «καθαρή», αλλά µε ισχυρή επιτήρηση έξοδο προϋποθέτει την ικανοποίηση πρώτα 6 βασικών όρων:
1. Εθνικό σχέδιο ανάπτυξης και επενδύσεων: Απαιτείται η διαµόρφωση ενός εθνικού σχεδίου επίτευξης υψηλών ρυθµών ανάπτυξης και υλοποίησης των µεταρρυθµίσεων, κυρίως φιλικού προς την επιχειρηµατικότητα, τις ιδιωτικές επενδύσεις και την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων.
Στόχοι, µεταξύ άλλων, η επίτευξη σηµαντικής και σταθερής ανάκαµψης των ιδιωτικών επενδύσεων, που κατέρρευσαν στη διάρκεια της κρίσης, ο ανασχεδιασµός της δηµόσιας διοίκησης ώστε να βελτιωθεί η οικονοµική και κοινωνική αποτελεσµατικότητά της, η αναµόρφωση του φορολογικού συστήµατος που αποτελεί σήµερα αναπτυξιακό βαρίδι, καθώς και ο περαιτέρω στρατηγικός προσανατολισµός της οικονοµίας προς την εξωστρέφεια, την καινοτοµία, τη διαµόρφωση σύγχρονων υποδοµών. Παράλληλα, απαιτείται η πειστική ανάληψη της ιδιοκτησίας των µεταρρυθµίσεων από το πολιτικό σύστηµα, µε στόχο την περαιτέρω ανάκαµψη της αξιοπιστίας των εθνικών πολιτικών και της εµπιστοσύνης των αγορών.
2. Ισχυρές τράπεζες: Η διαδικασία των stress tests, η εφαρµογή των διεθνών λογιστικών προτύπων IFRS 9 και µιας σειράς άλλων σηµαντικών εποπτικών οδηγιών πρέπει να πιστοποιήσει τη διαχρονική χρηµατοοικονοµική υγεία και ισχύ των ελληνικών τραπεζών. Η σταθερή αναπτυξιακή τροχιά δεν µπορεί να επιτευχθεί µε τις τράπεζες σε διαρκή αµφισβήτηση από τις αγορές για την ικανότητά τους να χρηµατοδοτήσουν την ανάπτυξη και να διαχειριστούν το σηµαντικό ύψος των NPEs.
3. Βιώσιµη αναδιάρθρωση του δηµόσιου χρέους: Απαιτείται µια βιώσιµη συµφωνία αναδιάρθρωσης του δηµόσιου χρέους που θα πείσει τις αγορές, µε το ετήσιο ύψος εξυπηρέτησής του να διαµορφώνεται σε διατηρήσιµα επίπεδα υπό εύλογες µακροοικονοµικές υποθέσεις. Αυτό αποτελεί άλλωστε και δέσµευση των επίσηµων δανειστών της χώρας. Επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα των αγορών χωρίς επίλυση του προβλήµατος του δηµόσιου χρέους, καθίσταται δύσκολο να επιτευχθεί.
4. Θετική στάση του ΔΝΤ για τις εξελίξεις: Το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο (ΔΝΤ) πρέπει να παραµείνει ενεργά εµπλεκόµενο στο πρόγραµµα και να συµφωνήσει τόσο για τη βιωσιµότητα της αναδιάρθρωσης του δηµόσιου χρέους όσο και για την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήµατος µετά τα stress tests. Το αντίθετο θα ναρκοθετούσε την «καθαρή» έξοδο της χώρας από τα µνηµόνια.
5. Πολιτική δέσµευση για δηµοσιονοµική πειθαρχία και µεταρρυθµίσεις: Το πολιτικό σύστηµα (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) πρέπει να επιβεβαιώσει τη δέσµευσή του στους δηµοσιονοµικούς στόχους που έχουν τεθεί µέχρι το 2022 και στην υλοποίηση των µεταρρυθµίσεων, συµπεριλαµβανοµένης της έγκαιρης ολοκλήρωσης της τέταρτης αξιολόγησης. Τα πρωτογενή πλεονάσµατα είναι, ceteris paribus, πράγµατι υφεσιακά, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες, η ενίσχυση της δηµοσιονοµικής αξιοπιστίας της χώρας, που συνεπάγεται η δηµοσιονοµική συνέπεια, επιταχύνει την πλήρη πρόσβαση της χώρας στις αγορές µε ανταγωνιστικότερους όρους και είναι σηµαντικότερη από το υφεσιακό κόστος που πιθανά δηµιουργεί.
6. Capital controls: Η Ελλάδα οφείλει να ανακοινώσει σύντοµα ένα ταχύρρυθµο χρονοδιάγραµµα ολικής άρσης των περιορισµών στην κίνηση κεφαλαίων. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την εµπιστοσύνη, τόσο των πολιτών όσο και των αγορών, στις προοπτικές της χώρας, ενώ κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε και σε βελτίωση της διεθνούς πιστοληπτικής της διαβάθµισης, που ακόµα υστερεί σηµαντικά, έναντι π.χ. της Πορτογαλίας, και κυµαίνεται σήµερα πέντε βαθµίδες χαµηλότερα.
Κόσµος συνωστίζεται σε ΑΤΜ τράπεζας στις πρώτες µέρες εφαρµογής των capital controls στην Ελλάδα (Ιούλιος 2015). Η ολική άρση των περιορισµών στην κίνηση κεφαλαίων θα ενισχύσει την εµπιστοσύνη, τόσο των πολιτών όσο και των αγορών, στις προοπτικές της χώρας, ενώ κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε και σε βελτίωση της διεθνούς πιστοληπτικής της διαβάθµισης. (Shutterstock/Vasilis Ververidis)
Χωρίς την ικανοποίηση των παραπάνω προϋποθέσεων, ούτε η δηµιουργία σηµαντικού ταµειακού αποθέµατος από το Δηµόσιο ούτε η σύναψη συµφωνίας για προληπτική πιστωτική γραµµή που συνεπάγεται νέο Μνηµόνιο είναι ικανές πρωτοβουλίες να διασφαλίσουν τη χωρίς αναταράξεις έξοδο από τα Μνηµόνια και την κρίση.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές τράπεζες αντιµετωπίζουν σήµερα τέσσερις βασικές προκλήσεις.
Η πρώτη είναι η ανάγκη σταδιακής, αλλά ταχύτερης µείωσης των NPEs σε επίπεδα συγκριτικά µε τους ευρωπαϊκούς µέσους όρους. Πέρα από τη µείωση των NPEs που έχει ήδη επιτευχθεί το 2017, προβλέπεται βάσει προγράµµατος η περαιτέρω αποκλιµάκωσή τους, της τάξης των 30 δισ. ευρώ, µέχρι το τέλος του 2019. Όµως, ακόµα κι αν επιτευχθεί αυτός ο απαιτητικός στόχος, θα µεταφράζεται σε λόγο NPEs προς το σύνολο των δανείων περίπου στο 35% στο τέλος του 2019. Ένας δείκτης χαµηλότερος από το 49% του τέλους του 2017, αλλά σηµαντικά υψηλότερος από το 5,5% του µέσου όρου σήµερα της Ευρωζώνης.
Είναι βέβαιο ότι θα ενταθούν οι πιέσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους µας και τις εποπτικές αρχές για ταχύτερη και πιο ριζική αντιµετώπιση του σοβαρού ζητήµατος των NPEs όσο πλησιάζουµε το 2019, ιδιαίτερα ενόψει και του στόχου της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης στην Ευρώπη.
Ωριµάζουν οι συνθήκες να εξεταστούν από όλους τους εµπλεκόµενους σε συνεργασία µε τις τράπεζες εναλλακτικές λύσεις που θα οδηγήσουν σε σύντοµο χρονικό διάστηµα στη διαµόρφωση πλαισίου για τη µετά το 2019 εποχή, µε στόχο την ταχύτερη εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισµών.
Η δεύτερη πρόκληση είναι η επιτυχής ενσωµάτωση ενός µεγάλου φάσµατος νέων ρυθµιστικών και εποπτικών αλλαγών που µετασχηµατίζουν το ευρωπαϊκό χρηµατοοικονοµικό τοπίο. Ενδεικτικά αναφέρω ότι αυτές οι ρυθµίσεις περιλαµβάνουν το IFRS 9, τα stress tests, τις χρονολογικές προβλέψεις τόσο από την ΕΚΤ και τον SSM (addendum) όσο και µε το νέο σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το TRIM, το PSD2, το MiFiD2 και σε µελλοντικό χρόνο το MREL, καθώς και τις οδηγίες Βασιλεία IV.
Η εφαρµογή του IFRS 9 εκτιµάται από τις τράπεζες ότι θα έχει µια επίπτωση στα εποπτικά τους κεφάλαια CET 1 της τάξης των 5,7 δισ. ευρώ (pro-forma 2017, fully loaded basis), η οποία όµως θα επέλθει σταδιακά στην επόµενη πενταετία.
Όσον αφορά τα αποτελέσµατα των stress tests, αξίζει να σηµειωθεί ότι οι τελευταίες αυξήσεις κεφαλαίου για τον κλάδο στο τέλος του 2015 βασίστηκαν στο δυσµενές σενάριο του αντίστοιχου stress test, οι παραδοχές του οποίου δεν επαληθεύθηκαν. Αντιθέτως, οι συνθήκες βελτιώθηκαν σηµαντικά σε όλους τους δείκτες της ελληνικής οικονοµίας και των ελληνικών τραπεζών τα τελευταία δύο χρόνια, εξέλιξη που δηµιουργεί σχετική αισιοδοξία για το αποτέλεσµα.
Σε κάθε περίπτωση, το εποπτικό και ρυθµιστικό κόστος συµµόρφωσης αυξάνεται σηµαντικά για τις τράπεζες, ενώ γίνεται αυστηρότερη η πολιτική προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλαγές καθοριστικές για το µέλλον και τη µορφολογία του τραπεζικού συστήµατος.
Η τρίτη πρόκληση πηγάζει από τον συνδυασµό της επανάστασης του FinTech και της ψηφιοποίησης, της αυξανόµενης έντασης του ανταγωνισµού από τις αγορές και µη τραπεζικούς οργανισµούς και τις αλλαγές στα συναλλακτικά µέσα των πελατών, που οδηγούν τις τράπεζες σε ανάγκη ριζικού λειτουργικού µετασχηµατισµού. Ενδεικτικά αναφέρω για την Ελλάδα ότι, µε βάση ανεπίσηµα στοιχεία, το 2017 µόνο το 26% των εγχρήµατων συναλλαγών έγιναν µέσω καταστηµάτων των ελληνικών τραπεζών σε σχέση µε το 38% το 2014. Οι υπόλοιπες έγιναν µέσω εναλλακτικών µέσων (κυρίως internet, mobile, ATM).
Οι τράπεζες στη χώρα µας, παρά το «βαρίδι» των NPEs και τις αβεβαιότητες που αντιµετωπίζουν, ανταποκρίνονται σε αξιοσηµείωτο βαθµό σε αυτή την πρόκληση και προγραµµατίζουν π.χ. επενδύσεις στην τεχνολογία, ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ την επόµενη τριετία, ενώ παράλληλα µετασχηµατίζουν το επιχειρησιακό και λειτουργικό πρότυπο της «καλής και σύγχρονης τράπεζας».
Η τέταρτη πρόκληση είναι η «κόπωση» των καθαρών εσόδων από τις τραπεζικές δραστηριότητες, που αποτελεί και ευρωπαϊκό φαινόµενο. Αυτό είναι άµεσα συνυφασµένο µε την ένταση στις συνθήκες ανταγωνισµού, αλλά και µε το οικονοµικό κλίµα που επικρατεί, καθώς π.χ. η επίτευξη ισχυρής διατηρήσιµης ανάπτυξης στην Ελλάδα θα έχει ευνοϊκή επίδραση στις τραπεζικές εργασίες και φυσικά στη µείωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου, που επιβάρυνε την προ-φόρων κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών µε περίπου 4,5 δισ. ευρώ το 2017.
Η αντιµετώπιση των σηµαντικών προκλήσεων που περιγράφονται παραπάνω οδηγεί µοιραία τις τράπεζες σε δραστικές αλλαγές των προτεραιοτήτων τους, καθιστώντας αναγκαία µια ολιστική προσέγγιση ώστε να είναι συµβατές µε τη νέα τεχνολογική εποχή και τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στο περιβάλλον γύρω µας.
Με σχέδιο, αποφασιστικότητα, γνώση της νέας πραγµατικότητας, σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση, ισχυρή κεφαλαιακή βάση και ρευστότητα και µε ισχυρούς ιδιώτες µετόχους, χωρίς κρατικές παρεµβάσεις και ενισχύσεις, οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να επανασχεδιάσουν το µέλλον και να διαχειριστούν αποτελεσµατικά το παρελθόν, να ενισχύσουν την εµπιστοσύνη του προσωπικού, των πελατών και των αγορών, να χρηµατοδοτήσουν την οικονοµία και να προσφέρουν σύγχρονες υπηρεσίες και προϊόντα στην πελατεία.
*Ο Νικόλαος Β. Καραµούζης είναι Πρόεδρος της Eurobank-Ergasias, Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), οµότιµος καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Πειραιώς. To άρθρο γράφτηκε πριν την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των stress test.