Η Ευρώπη έχει πάψει να εμπνέει

Εγκλωβισµένη στην ιστορία, στις οικονοµικές σκοπιµότητες και στις εθνικές προτεραιότητες, η Ε.Ε. δεν παρέχει κοινό όραµα για το µέλλον

  • του Δημήτρη Χριστόπουλου*
Η Ευρώπη έχει πάψει να εμπνέει

Ως το τέλος του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου τα πράγµατα στον πλανήτη έµοιαζαν µε ευρωπαϊκό µονόπρακτο.

Η Ευρώπη ήταν ο σχεδόν αποκλειστικός πρωταγωνιστής της παγκόσµιας πολιτικής. Πολλά µεσολάβησαν έκτοτε και ο κάποτε πρωταγωνιστής θα πρέπει να περιµένει το τέλος του Ψυχρού Πολέµου και το θαυµαστό έτος 1989 για να ανασάνει ξανά µε αισιοδοξία µετά τον «σύντοµο» 20ό αιώνα: annus mirabilis!

Όµως µετά, ani miserabili: πόλεµος στη Γιουγκοσλαβία, στρατιωτικές επεµβάσεις νότια της Βιέννης και βόρεια της Αθήνας: νέες αστάθειες, που οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν µπορούν να διαχειριστούν µόνες τους λόγω των ιστορικών τους αµαρτιών και προτιµήσεων. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, την ίδια στιγµή που πολιτικά τα έχει χαµένα, πατάει ανεπίγνωστα γκάζι εστιάζοντας στο οικονοµικό, το νοµισµατικό και το δηµοσιονοµικό πεδίο. Το 1992, χρονιά κατά την οποία ξεκινά ο εµφύλιος στη Βοσνία, η Ε.Ε., µερικά χιλιόµετρα βορειότερα, υπογράφει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ...

Στο όνοµα αυτής της µεταρρυθµιστικής αύρας, η κοινωνική απορρύθµιση δοκιµάζεται µε εµµονή. Το πιο εύφορο έδαφος να ξεκινήσει κανείς αυτές τις εκπτώσεις υπήρξε η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, οι «νέες» χώρες όπου το «κοινωνικό κεκτηµένο» είχε καταστεί συνώνυµο του κοµµουνιστικού ολοκληρωτισµού. Κάποιες χώρες δεν τα καταφέρνουν στη στροφή και εκτροχιάζονται, εδραιώνοντας την «κρίση» τους ως κανονικότητα. Άλλες πάλι, µε σιδερένια πειθαρχία και σοβαρό κοινωνικό κόστος, ανταποκρίνονται στη «θεραπεία».

Η άλλοτε «ισχυρή Ελλάδα», η καπιταλιστική µητρόπολη των µεταψυχροπολεµικών Βαλκανίων, εκτροχιάστηκε. Μπήκε αµέριµνα στη δύσκολη στροφή της ιστορίας και πετάχτηκε. Από την «κρίση» θα βγει πλέον διαφορετική. Η χώρα έχει µια ειδική βαρύτητα για µια σειρά από ιστορικούς και γεωπολιτικούς λόγους, κάτι που µάλλον εξασφαλίζει ότι δεν θα καταλήξει κράτος-παρίας µιας εξαρθρωµένης κοινωνίας και µιας µίζερης δηµοκρατίας. Έχει δύσκολα σύνορα, µε απρόβλεπτους γείτονες, και παρά τα µύρια όσα προβλήµατά της και τις ιδεολογικές της εµµονές, όπως το Μακεδονικό, καταφέρνει και είναι µια σταθερή χώρα σε ένα γεωπολιτικά ασταθές περιβάλλον. Δεν είναι και λίγο αυτό.

Αυτό είναι το καλό σενάριο. Μετρίως καλό, για να µην πούµε µέτριο. Αλλά έτσι είναι. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είχε άλλες προσδοκίες, αλλά χωρίς επίγνωση των συσχετισµών οι προσδοκίες µένουν τέτοιες, οπότε αναγκαστικά πλέον κι αυτή δουλεύει πεισµατικά για την περίφηµη «αναπροσαρµογή».

Σε αντίθεση µε τη Δεξιά, διαθέτει µια σηµαντικά µεγαλύτερη δεξαµενή κοινωνικών συναινέσεων και αυτό εξηγεί την ανθεκτικότητά της σε σχέση µε τους προκάτοχούς της, ενώ η σωρευµένη κόπωση του ελληνικού λαού τον έχει καταστήσει πλέον βολικό ασθενή, σε αντίθεση µε την εικόνα που έδινε το 2011-2013 µε τα βίαια ξεσπάσµατά του. Πλέον, ο «ασθενής» καθηλώθηκε και στωικά αντιµετωπίζει τη «θεραπεία».

Όµως, τα πράγµατα είναι εύθραυστα. Η ραγδαία πολιτική απονοµιµοποίηση των πολιτικών ελίτ στην Ελλάδα -από τα δεξιά στα αριστερά- αφήνει διάπλατο χώρο σε ένα εγχείρηµα τύπου Τραµπ, «να κάνουµε την Ελλάδα µεγάλη πάλι», όπου η οικονοµική ολιγαρχία θα κυβερνά χωρίς τη µεσολάβηση πολιτικής και θεσµών. Φαίνεται -πώς να το πω;- ιστορικά αλλόκοτο η χώρα που σε λίγο θα έχει περάσει τα δέκα πιο σκληρά χρόνια «δηµοσιονοµικής αναπροσαρµογής» να τη βγάλει καθαρή µε κυβερνήσεις σαν κι αυτές που είχε ως σήµερα, ενώ ο ακροδεξιός λαϊκισµός εδραιώνεται σε όλα τα σηµεία του διεθνούς ορίζοντα.

Τα αποτελέσµατα των ιταλικών εκλογών απλώς διέλυσαν την επίφαση τεχνητής αισιοδοξίας στην ΕΕ. Για τον λόγο αυτό έχουµε αιτίες ανησυχίας. Το να είναι κανείς σκεπτικός µε το πού πάει η Ευρώπη σήµερα δεν είναι ευρωσκεπτικισµός, δηλαδή άρνησή της. Τουναντίον, είναι ευρωπαϊκή σωφροσύνη.

Κι όµως, το επιχείρηµα της «αναπροσαρµογής» -«σε όλες τις εκδοχές του, καθώς και στην κυρίαρχη, τη νεοφιλελεύθερη- είναι πραγµατικά ευρωπαϊκό επιχείρηµα. Είναι αυτό που επιχειρεί ειλικρινώς να σώσει την Ένωση από τις έξαλλες φωνές των «λαϊκιστών». Έτσι νοµίζει. Έχει ευρωπαϊκό πρόσηµο χτισµένο πάνω στις γερµανικές τύψεις για τον 20ό αιώνα, αλλά και στο λαβωµένο γερµανικό εθνικό αίσθηµα, που δεν µπορεί να εκφραστεί µε άλλον τρόπο παρά αυτόν του αυστηρού προτεστάντη δασκάλου.

Ό,τι και να του προσάψει κανείς -και δεν είναι λίγα αυτά- το σίγουρο είναι ότι το εγχείρηµα θέλει πράγµατι να «σώσει» την Ευρώπη. Είναι η ίδια η γερµανική κυβέρνηση η οποία, αφού επωµίστηκε υπευθύνως το µεγαλύτερο µέρος του προσφυγικού πληθυσµού στην επικράτειά της, έκλεισε την πόρτα σπρωγµένη από τον φόβο της Άκρας Δεξιάς, χωρίς να τολµήσει στοιχειωδώς να επιβάλει έναν ισότιµο καταµερισµό της ευθύνης στην περιφέρειά της. Είναι η ίδια κυβέρνηση η οποία, αφού µε άτεγκτη αποφασιστικότητα επέβαλε τα Μνηµόνια «δηµοσιονοµικής αναπροσαρµογής» στον ευρωπαϊκό Νότο, λίγα χρόνια αργότερα διστάζει να επιβάλει ένα προσφυγικό «µνηµόνιο» στην πάλαι ποτέ Mitteleuropa των χωρών του Βίσενγκραντ.

Την ίδια στιγµή που η Γερµανία επωµίζεται ούτως ή άλλως το µείζον τµήµα του προσφυγικού πληθυσµού στο έδαφός της, δεν δείχνει την ίδια αποφασιστικότητα ώστε να πιεστούν οι Κεντροευρωπαίοι γείτονες να δεχθούν πρόσφυγες. Η Κεντρική Ευρώπη έχει κοµβική σηµασία για τον νέο εθνικισµό της γερµανικής ηγεµονίας. Το να στοιβάζονται πρόσφυγες στην Τουρκία και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου είναι «ρεαλιστικό» και ανεκτό. Το να πιεστούν να δεχθούν κόσµο οι αντιδραστικοί δορυφόροι της γερµανικής µητρόπολης αποδεικνύεται δυσκολότερο.

Μια πρόσφυγας µε το παιδί της, σε κέντρο υποδοχής στην Ελλάδα. Το µεταναστευτικό ζήτηµα εκφράζει χαρακτηριστικά τις «µισές λύσεις» που τείνει να υιοθετεί η Ε.Ε. και κυρίως η Γερµανία: ενώ η ίδια δέχτηκε µεγάλο αριθµό µεταναστών στο έδαφός της, αδυνατεί ή δεν επιδιώκει (υπό την πίεση της Άκρας Δεξιάς) να δώσει ώθηση σε µια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική που να το αντιµετωπίζει συνολικά (Shutterstock/Giannis Papanikos)

Το παράδειγµα της Συµφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας το γενικεύουµε. Στο Παρίσι, στα τέλη του καλοκαιριού του 2017, είχαµε σύνοδο κορυφής ανάµεσα στη Γαλλία, την Ιταλία, το Τσαντ, τον Νίγηρα και τη Λιβύη για το πώς θα συγκρατούν οι αφρικανικές αυτές χώρες τον κόσµο που θέλει να διέλθει τη Μεσόγειο. Στη Λιβύη ξεκίνησε πάλι η δουλεία. Κι όµως, όλα αυτά είναι πλέον κοινότοπες παραδοχές ενός κακού που κάποτε ξορκίζαµε.

Ευρωπαϊκές αξίες είπαµε; Ανθρώπινα δικαιώµατα; Τα ανθρώπινα δικαιώµατα είναι σαν το ασανσέρ: όταν πραγµατικά το έχεις ανάγκη στην πυρκαγιά, δεν λειτουργεί...

Η Ευρώπη, στα χρόνια της πρωτοκαθεδρίας της, υπήρξε ικανή για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ενίοτε το χειρότερο συνέβαινε συχνά για να υπηρετήσει το καλύτερο. Ο αγώνας για την αυτοδιάθεση των εθνών, αγώνας δηµοκρατικού αυτοπροσδιορισµού, έγινε συχνά προάγγελος εθνοκαθάρσεων. Ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη και σοσιαλισµό οδήγησε σε εδραίωση του ολοκληρωτισµού. Ο αγώνας για οικονοµική ανάπτυξη έγινε αβίαστος ιµπεριαλισµός και αποικιοκρατική βία.

Και ο κατάλογος δεν τελειώνει εδώ. Η Ευρώπη υπήρξε Ιανός. Η βίαιη Ευρώπη: φάρος της Νεωτερικότητας (Σ.τ.Ε: ιστορική περίοδος από την εποχή του Διαφωτισµού ως το τέλος του 20ού αιώνα, µε χαρακτηριστικά στοιχεία τη χρήση µηχανών, την ανάπτυξη της επιστήµης, την ανάπτυξη αστικών κέντρων και την ανάδυση πολυεθνικών επιχειρήσεων).

Πλέον, όµως, η Ευρώπη έχει χάσει προ πολλού την προσδοκία του καλού. Από την άλλη -ας µην ξεχνάµε- έχει υπάρξει και πολύ χειρότερη. Σήµερα, είναι απλώς µέτρια. Ο ευρωπαϊκός «ρεαλισµός» είναι απλώς η παραδοχή της µετριότητάς της. Γι’ αυτό ο «ρεαλισµός» της δεν εµπνέει, όσο κι αν παλεύει να µας σώσει από τα χειρότερα.

Τα ευρωπαϊκά έθνη είναι ιστορικά και γεωγραφικά καταδικασµένα στη συγκατοίκηση και για τον λόγο αυτό ζητούµενο είναι να συνυπάρχουν χωρίς να σκοτώνονται. Γι’ αυτό αξίζει η «ευρωπαϊκή ιδέα», αυτοτελώς και ανεξάρτητα από αυτούς που την εκπροσωπούν κατά καιρούς. Ο άλλος δρόµος απέναντι σε αυτήν την ιδέα -ο πιο δοκιµασµένος δρόµος όπου ξέρει να βαδίζει η ευρωπαϊκή ιστορία- στις στιγµές της µαταίωσης αλλά και αυτές του πιο αχαλίνωτου εγωισµού των λαών της, είναι αυτός των εθνικισµών της.

Γι’ αυτό η «ενωµένη Ευρώπη» δεν είναι κάποιο a priori φετίχ. Είναι, όµως, η ασφαλέστερη λύση. Αυτό σκέφτηκαν οι founding fathers της και το πάλεψαν στα αποκαΐδια του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου. Για τις σοφές επιλογές τους, ο άνθρακας κι ο χάλυβας ήταν µέσα για την ειρήνη. Στα τέλη του αιώνα, η νοµισµατική ένωση έγινε αυτοσκοπός που εξάρθρωσε, µε την ακαµψία της, την πολιτική ένωση.

Σήµερα, η µέτρια Ευρώπη δεν είναι ικανή για το χειρότερο, όπως παλιά, ούτε όµως εµπνέει για κάτι καλύτερο. Δεν πείθει. Αυτό είναι το πρόβληµα. Και όταν το σχέδιο µιας κοινής πολιτικής κοινότητας δεν ελκύει, τότε παραµονεύει το χειρότερο ιστορικά..

*Ο κ. Δηµήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, Πρόεδρος της Διεθνούς Οµοσπονδίας Δικαιωµάτων του Ανθρώπου

 

v