Ποιος είναι ο σηµερινός ρόλος της εκπαίδευσης; Στις συζητήσεις για τις µεγάλες αλλαγές στην εποχή µας, η εκπαίδευση έχει κεντρική θέση. Συνήθως συνδέεται µε τις µεγάλες καινοτοµικές αλλαγές στην τεχνολογία και την επιστήµη. Αλλά µια κοινωνία, κάθε κοινωνία, αποτελείται από ένα σύνολο τεχνοεπιστηµονικών στοιχείων, παλιών και καινούργιων, και από ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων.
Εποµένως, η προσέγγιση της εκπαίδευσης χρειάζεται µια συνολική µατιά και ταυτόχρονα συγκεκριµενοποίηση στον χώρο και στον χρόνο. Και µιλώντας για την Ελλάδα, δεν µπορείς να παρακάµψεις την κρίση.
Στον βραχύ χρόνο, η παιδεία, µαζί µε την υγεία, υπήρξαν τα µεγάλα θύµατα της κρίσης. Στον ευρύτερο χρόνο, όµως, και αν θεωρηθεί η κρίση ως ένας ιστορικός σπασµός της βίαιης και αναγκαστικής προσαρµογής µιας κοινωνίας στις µείζονες ιστορικές µεταβολές που την περιβάλλουν -πολιτικές, οικονοµικές, µεταβολές ισχύος- η εκπαίδευση, και ευρύτερα η παιδεία, δεν βρίσκεται εκτός του κύκλου των αιτιών και των αποτελεσµάτων.
Οι νέες τεχνοεπιστηµονικές αλλαγές, η αποδέσµευση των αγορών από τα όρια των εθνικών κρατών και η παγκοσµιοποίηση, µε τις πολλαπλές αλυσιδωτές τους συνέπειες, διέλυσαν τη µεταπολεµική κοινωνική σύµβαση που εγκαθίδρυσε το κράτος πρόνοιας, αλλά και τον παλιό κόσµο των δυαδικών αντιθέσεων και ταξινοµήσεων.
Στον κόσµο εκείνο η εκπαίδευση ήταν διαχωρισµένη από την κοινωνία, αφορούσε ορισµένες ηλικιακές βαθµίδες, η νεότητα ήταν µια διακριτή κατηγορία, καθετί είχε τη θέση του, και υπήρχε µια θέση για τον καθένα. Σήµερα όλα αυτά έχουν αλλάξει και αλλάζουν αναπάντεχα, καθώς συνεχώς νέα προβλήµατα και κρίσεις ανατρέπουν την επιδίωξη ισορροπιών και κανονικοτήτων.
Εποµένως, οι µεταρρυθµίσεις στην εκπαίδευση βρίσκονται στην τοµή δύο νοητών αξόνων. Ο πρώτος άξονας αφορά τις µεγάλες αλλαγές της εποχής, που περιγράφονται ευσύνοπτα µε τους όρους «κοινωνία της γνώσης» και «ψηφιακή εποχή». Ο δεύτερος άξονας αφορά τις επιπτώσεις τους στη χώρα τη συγκεκριµένη στιγµή.
Το έργο µιας εκπαιδευτικής µεταρρύθµισης µπορεί να περιγραφεί ως η χάραξη µιας καµπύλης ανάµεσα σε αυτούς τους δύο άξονες. Να πλησιάσει τον πρώτο άξονα σηµαίνει να δηµιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στην εκπαίδευση να «ατενίζει» τον ορίζοντα των αλλαγών και να λειτουργεί ως διαρκής προετοιµασία και ετοιµότητα γι’ αυτές. Να πλησιάσει τον δεύτερο άξονα σηµαίνει να δηµιουργήσει τους όρους ανθεκτικότητας απέναντι σε απροσδόκητες εξελίξεις και κινδύνους.
Η εκπαίδευση, το πνεύµα της και οι βαθιές νοοτροπίες που τη διέπουν έως τώρα αναπτύχθηκαν σε µια προηγούµενη εποχή, ήταν προσαρµοσµένες περισσότερο στις ανάγκες του κράτους παρά της εκπαιδευτικής κοινότητας, ήταν µέσα στο σχολείο, δασκαλοκεντρικές, προσαρµοσµένες στις ανάγκες των εκπαιδευτών παρά των εκπαιδευοµένων, υπαγορεύτηκαν από τη λογική του διαχωρισµού της εκπαίδευσης από την κοινωνία, από τη λογική του εργοστασίου που βγάζει πανοµοιότυπα προϊόντα, µετρήσιµα µόνο σε µία κλίµακα -την αριθµητική. Αναµενόµενο ότι το υπαρκτό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστηµα δύσκολα αντιλαµβάνεται αυτές τις µεγάλες αλλαγές, την κοινωνία στο νέο περιβάλλον, τα παιδιά και τους νέους στην προοπτική των δεκαετιών που έρχονται.
Όταν µιλάµε για την εκπαίδευση, συνήθως αναφερόµαστε στον αναπαραγωγικό της χαρακτήρα. Η εκπαίδευση αναπαράγει κοινωνικές σχέσεις. Αυτή είναι µια θέση ευρύτατα αποδεκτή και γι’ αυτό γύρω από το περιεχόµενο της εκπαίδευσης αρθρώνονται µεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Αναπαραγωγή κοινωνικών σχέσεων σηµαίνει αναπαραγωγή κοινωνικών ιεραρχιών.
Η κριτική οδήγησε στην επόµενη φάση, στην οποία έκδηλος ήταν ο αναδιανεµητικός της χαρακτήρας, δηλαδή η εξασφάλιση πρόσβασης στους φτωχότερους και σε όσους υφίσταντο κάθε είδους διακρίσεις εις βάρος τους. Αυτή ήταν η εκπαίδευση του κράτους πρόνοιας. Και η Ελλάδα, πριν από την κρίση, περίπου στη φάση αυτή βρισκόταν, µε τον τρόπο της.
Σήµερα όµως δεν είναι τόσο, ή µόνο, το περιεχόµενο της εκπαίδευσης που βρίσκεται σε αµφισβήτηση. Βρίσκεται ο ίδιος ο αναπαραγωγικός, αλλά και ο αναδιανεµητικός ρόλος της. Μπορεί η εκπαίδευση να αναπαράγει πλέον την κοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις; Μήπως η κοινωνία και οι νέες σχέσεις και ιεραρχίες αναπαράγονται ερήµην της εκπαίδευσης; Εξασφαλίζει πλέον η εκπαίδευση την κοινωνική κινητικότητα;
Κάποτε η εκπαίδευση ήταν κεντροµόλα. Τώρα είναι κεντρόφυγη. Ήταν κεντροµόλα σήµαινε κρατική και συγκεντρωτική, ότι απορροφούσε εκπαιδευτικές πρακτικές. Κεντρόφυγη σηµαίνει εκπαίδευση σε πολλά κέντρα που τείνουν να διαφύγουν από το κράτος, που αναπτύσσονται µακριά από αυτό, γι’ αυτό λ.χ. και η έµφαση στον ιδιωτικό ρόλο, στο unschooling, στα κουπόνια εκπαίδευσης κ.λπ., γύρω από τα οποία αρθρώνονται και τα νεοφιλελεύθερα αιτήµατα. Πρόκειται για την υποχώρηση του κράτους στην αναπαραγωγή της κοινωνίας. Αλλά πρόκειται επίσης και για µια αναπαραγωγή διαφορετικών ιεραρχιών και κοινωνικών σχέσεων.
Ωστόσο, δεν πρέπει να παγιδευτούµε και να δούµε όλες αυτές τις µεταβολές µόνο ως επιλογές που εκφράζουν µια αντίπαλη ιδεολογία και πολιτική. Πρέπει να δούµε πώς εγγράφονται στο πλαίσιο ευρύτερων ιστορικών µεταβολών, και βέβαια σύνθετων και πολυσχιδών µεταβολών, µέρος των οποίων είναι και οι ιδεολογίες αυτές.
Γιατί, όµως, χρειάζεται να επιµένουµε στη δηµόσια εκπαίδευση; Διότι οι ευρύτερες µεταβολές τείνουν σε µια µεγέθυνση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων και ανισοτήτων, ενώ εµείς θέλουµε µείωση των ανισοτήτων, σεβασµό των διαφοροποιήσεων, αλλά και κάτι άλλο: υπάρχει ο κίνδυνος, αν οι πολιτισµικές διαφοροποιήσεις ζευγαρώσουν µε τις κοινωνικές ανισότητες, να διαρρηχθεί και η στοιχειώδης ενότητα της κοινωνίας. Υποστηρίζουµε, λοιπόν, τη δηµόσια εκπαίδευση ως αντίδοτο, ως αντισταθµιστικό µηχανισµό.
Στο διάστηµα της κρίσης είναι εµφανές ότι η εκπαίδευση δεν µπορούσε να αναπαράγει τις κοινωνικές σχέσεις. Η περίφηµη διάζευξη της σχέσης εκπαίδευση - αγορά, τι άλλο δείχνει; Οι µεν λένε ότι η εκπαίδευση δεν παράγει τους κατάλληλους για την αγορά, οι δε απαντούν ότι αυτούς τους εξειδικευµένους που βγάζει δεν µπορεί να τους απορροφήσει η αγορά.
Η εκπαίδευση έχει πάψει να τροφοδοτεί την κοινωνία µε πολιτισµικό και συµβολικό κεφάλαιο. Αν τα προηγούµενα χρόνια προβαλλόταν η θέση ότι «ξοδεύαµε περισσότερα από όσα µπορούσαµε να παράγουµε», τώρα διατυπώνεται η θέση ότι «εκπαιδευόµαστε περισσότερο από ό,τι πραγµατικά χρειάζεται στην κοινωνία µας» ή ότι «ξοδεύουµε για την εκπαίδευσή µας περισσότερα από όσα η ίδια συµβάλλει για να παράγουµε».
Για τον λόγο αυτό η αποµείωση της χρηµατοδότησης της παιδείας δεν είναι συγκυριακό φαινόµενο, αλλά ιστορικό φαινόµενο. Τι άλλο δείχνει το αίτηµα από τα πανεπιστήµια για ταχύρρυθµες και φθηνότερες σπουδές; Αν όµως η δηµόσια εκπαίδευση δεν έχει αναπαραγωγικό ρόλο, τότε µειώνεται ο ρόλος της και το βάρος της στις σύγχρονες κοινωνίες. Αν η εκπαίδευση δεν έχει αναπαραγωγικό ρόλο ούτε και αναδιανεµητικό, τότε δεν έχει και δηµόσιο ρόλο.
Μαθητές σχολής χορού στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια παράστασής τους. Ο ρόλος της εκπαίδευσης και ο στόχος της παραµένει φλέγον ζήτηµα για την Ελλάδα και καταλαµβάνει κεντρική θέση στον δηµόσιο διάλογο. (Shutterstock / Vervetidis Vasilis)
Αυτό περιγράφει µε ακρίβεια εκείνο που συµβαίνει στην ιστορική περίοδο που διερχόµαστε; Εποµένως, το ζωτικό ερώτηµα είναι ποιος ο ρόλος για την εκπαίδευση;
Αν ο ρόλος της εκπαίδευσης δεν µπορεί να είναι ούτε αναπαραγωγικός ούτε αναδιανεµητικός, τότε πρέπει να γίνει επινοητικός. Αυτό είναι και το επιχείρηµα που πρέπει να διερευνήσουµε: Τι σηµαίνει επινοητικός ρόλος; Ο αναπαραγωγικός ρόλος αναπαρήγαγε δοµές, κατένειµε το συµβολικό και πολιτισµικό κεφάλαιο σε ιεραρχίες, επιχειρούσε καθολικές λύσεις. Ο αναδιανεµητικός µοίραζε αυτό το κεφάλαιο. Ο επινοητικός ρόλος δεν έχει να µοιράσει, αλλά να παράγει. Πρέπει να µετατρέψει τις εκπαιδευτικές κοινότητες σε αυτόνοµες παραγωγικές κοινότητες.
Στη θέση της οµοιότητας και των ενιαίων ρυθµίσεων πρέπει να µπει ο πειραµατισµός, στη θέση των βεβαιοτήτων η εξερεύνηση µέσα από αποκλίνοντες δρόµους, στη θέση των ενιαίων οµογενοποιηµένων χώρων, η συναρµογή διαφορετικοτήτων και η διατήρηση της βιοποικιλότητας, η δικτύωση παρά η ιεραρχία, η πρωτοβουλία παρά η πειθαρχία. Αν το συνταιριάξουµε αυτό µε την κοινωνία, θα δούµε ότι µια πολιτική µείωσης των ανισοτήτων δεν είναι η υιοθέτηση ισοπεδωτικών πολιτικών, αλλά µια πολιτική ενδυνάµωσης των αδυνάµων, µια λειτουργία που παράγει πρόσθετη αξία.
Η εφαρµογή των αλλαγών στην εκπαίδευση δεν µπορεί να είναι απλώς µια γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά, αντίθετα, µια διαδικασία ωρίµανσης και συµµετοχής, τολµηρού πειραµατισµού µέσα στη σχολική κοινότητα την ίδια, καθώς και στις σχέσεις της µε τις επιστήµες, την τεχνολογία και την τέχνη, µια διαδικασία δηµοκρατικών πρακτικών και µεθόδων πάνω απ’ όλα. Μια επινοητική εκπαίδευση είναι κατά τη γνώµη µου η µόνη που µπορεί να δείξει τον συνεκτικό ορίζοντα για τους πολίτες του αύριο, συνθέτοντας και συναρµόζοντας όλες αυτές τις πολύ διαφορετικές δυνατότητες και ταχύτητες που σήµερα συγκρούονται και ανταγωνίζονται καταστροφικά ακινητοποιώντας και τελµατώνοντας το εκπαιδευτικό σύστηµα.
*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι Ιστορικός, οµότιµος καθηγητής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και πρόεδρος του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, 2015-16. Το κείµενο συνοψίζει συµπεράσµατα του Διαλόγου.