Όταν ο Jakob Bitner ήταν 7 ετών έφυγε από τη Ρωσία με τους γονείς και την αδελφή του για ζήσουν στη Γερμανία. Είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα, έχει βαλθεί να επιλύσει το πολυσύνθετο πρόβλημα της πράσινης ενέργειας, που θα βοηθούσε τη Γερμανία να απαλλαγεί από την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία ή απ’ οπουδήποτε αλλού.
Το πρόβλημα είναι πώς να διαθέτεις αιολική και ηλιακή ενέργεια 24 ώρες την ημέρα, 7 μέρες τη βδομάδα ακόμα κι όταν ο ήλιος δεν λάμπει και ο άνεμος δεν φυσά.
Η εταιρεία που συνίδρυσε ο κ. Bitner στο Μόναχο το 2016, η VoltStorage, σημειώνει επιτυχία με πωλήσεις μπαταριών που συσσωρεύουν ηλιακή ενέργεια σε οικιακές εγκαταστάσεις στην Ευρώπη. Τώρα, η εταιρεία του στοχεύει να παράξει πολύ μεγαλύτερες μπαταρίες -η καθεμία σε μέγεθος περίπου ενός κοντέινερ- βασιζόμενη σε μια χημική διεργασία που επιτρέπει την αποθήκευση και διοχέτευση ηλεκτρισμού για πολλές μέρες και όχι μόνο για λίγες ώρες, όπως ισχύει με τις μπαταρίες που διατίθενται σήμερα.
Αυτή η φιλοδοξία του να αψηφήσει την αβεβαιότητα της διάθεσης ανανεώσιμης ενέργειας από τη φύση, ταιριάζει απόλυτα με τους στόχους που έχει θέσει η Ευρώπη για να μειώσει την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, η εταιρεία του κ. Bitner αντιμετωπίζει μια σκληρή αλήθεια, η οποία υπονομεύει συνολικά τα σχέδια της Ευρώπης και προτάσσει μια ευρύτερη πρόκληση στην παγκόσμια μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή: την έλλειψη των χρηματικών πόρων που απαιτούνται για αυτό το εγχείρημα.
Η VoltStorage χρειάζεται «σημαντικά» περισσότερα χρήματα για να αναπτύξει την τεχνολογία νέων μπαταριών, είπε ο κ. Bitner. Το 2020 και το 2021 η εταιρεία συγκέντρωσε 11 εκατ. ευρώ. Αλλά απαιτούνται επιπλέον 40 εκατ. ευρώ μέχρι το καλοκαίρι του 2023.
«Παρότι βρέθηκαν σημαντικοί επενδυτές από τη Γερμανία και την Ευρώπη στο αρχικό στάδιο του εγχειρήματος, οι οποίοι συνεχίζουν να μας υποστηρίζουν, αποδεικνύεται πολύ δύσκολο να συγκεντρωθούν τα αναγκαία κονδύλια», είπε ο κ. Bitner αναφερόμενος στους μεμονωμένους επενδυτές.
Η Ευρώπη αποτελεί πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει υψηλούς στόχους για να μειώσει τις εκπομπές αέριων του θερμοκηπίου και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής χαίρει ευρείας πολιτικής στήριξης. Ο συνασπισμός διαθέτει δημόσιο χρήμα με μορφή επιδοτήσεων για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.
Όμως, πέρα από τα αρχικά κεφάλαια ίδρυσης ή τις κρατικές επιδοτήσεις, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να συγκεντρώσουν κονδύλια για τέτοιου είδους πρωτοβουλίες -χρειάζονται πολύ μεγαλύτερα πακέτα για να ολοκληρωθεί η πλήρης κατάργηση των ρυπογόνων πηγών ενέργειας. Το επενδυτικό κενό σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι έρχονται αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο είτε να μην επιτύχουν τους φιλόδοξους στόχους τους για το κλίμα είτε ακόμα και να αντιμετωπίσουν ενεργειακές ελλείψεις και αυξανόμενα κόστη.
Λύσεις υπάρχουν, εφόσον βρεθεί η οικονομική υποστήριξη, λένε οι ειδικοί. Περίπου η μισή της απαιτούμενης μείωση ρυπογόνων εκπομπών μέχρι τον μηδενικό στόχου του 2050, θα επιτευχθεί με τεχνολογίες που αυτή τη στιγμή είναι ακόμα στα σπάργανα, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ). Θεωρητικά, τα κονδύλια των τρισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της παγκόσμιας μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, υπάρχουν και… περισσεύουν.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ξεκινήσει τη μετάβασή της σε πράσινες πηγές ενέργειας. Όμως, οι προσπάθειές της υπονομεύονται από οικονομικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέστησε την ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης ακόμα πιο επιτακτική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε ότι θα μειώσει την εισαγωγή του ρωσικού φυσικού αερίου κατά 2/3 φέτος και εντελώς μέσα στην επόμενη δεκαετία. Παρότι σκοπεύει να αντικαταστήσει την απαιτούμενη αυτή ποσότητα με εισαγωγές από άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Κατάρ, η αύξηση της εγχώριας παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας είναι καθοριστική για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Όμως, η προσέλκυση επενδυτών σε τέτοια εγχειρήματα, που θα μας οδηγήσουν πέρα από τη γνώριμη τεχνολογία, σε νέα δεδομένα ηλιακής και αιολικής ενέργειας, είναι δύσκολη. Οι υποψήφιοι χρηματοδότες, κάποτε διαπρύσιοι υποστηρικτές της πράσινης ενέργειας, τώρα δείχνουν προτίμηση στα κρυπτονομίσματα και σε νεοφυείς επιχειρήσεις ταχείας διανομής τροφίμων και μπίρας. Πολλοί απ’ αυτούς αποθαρρύνονται από τόσο απαιτητικές κεφαλαιουχικά επενδύσεις. Και οι κυβερνήσεις κάνουν το εγχείρημα ακόμα πιο δύσκολο με την πολιτική τους ασυνέπεια, που αντιφάσκει με την τολμηρή τους υπόσχεση να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα.
Ο Tony Fadell, που έχτισε την καριέρα του προσπαθώντας να καθιερώσει τις νέες τεχνολογίες στην καθημερινή ζωή ως στέλεχος της Apple και ιδρυτής της Nest, σημείωσε το εξής παράδοξο: παρότι ο κόσμος γνώρισε με σκληρό τρόπο τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής, τα κεφάλαια διοχετεύονται σε διάφορα εγχειρήματα κρυπτονομισμάτων, στο αποκαλούμενο metaverse και στις συλλογές ψηφιακής τέχνης των NFTs.
Σύμφωνα με το PitchBook, το 2021 η παγκόσμια χρηματοδότηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας ανήλθε στα 11,9 δισ. δολάρια, ενώ οι επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα και blockchain έφτασαν τα 30,01 δισ. δολάρια. Και από τα συνολικά 106 δισ. δολάρια που επενδύθηκαν πέρσι σε νεοφυείς (startups) επιχειρήσεις της Ευρώπης, μόνο το 4% αφορούσε επενδύσεις σε ενέργεια.
«Πρέπει να σοβαρευτούμε», δηλώνει ο κ. Fadell, που τώρα ζει στο Παρίσι και εργάζεται ως σύμβουλος ενεργειακής πολιτικής για τη γαλλική κυβέρνηση. «Πολλοί άνθρωποι επενδύουν σε πράγματα που δεν πρόκειται να βοηθήσουν τα υπαρξιακά μας προβλήματα. Επενδύουν απλά στο γρήγορο κέρδος».
Επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας, μια «φούσκα» πράσινης ενέργειας που είχε κάψει την αγορά στο παρελθόν. Πριν από 15 χρόνια, οι νεοφυείς επιχειρήσεις με περιβαλλοντική συνείδηση ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς στη Silicon Valley. Ένας από τους κύριους χρηματοδότες, η επιχείρηση Kleiner Perkins Caufield & Byers, διόρισε τον πρώην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Al Gore συνεταίρο και υποσχέθηκε ότι η καθαρή ενέργεια θα αποδώσει κατ’ ελάχιστο το 1/3 της αρχικής επένδυσης. Αντ’ αυτού, η Kleiner έγινε το παράδειγμα προς αποφυγήν σε ζητήματα του επενδυτικού ρίσκου σε επιχειρήσεις ενέργειας, καθώς η εταιρεία αμέλησε την παρουσία της στα κοινωνικά δίκτυα και, κατ’ επέκταση, τη στήριξή τους.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτά τα φαντάσματα υποχωρούν. Πριν από δύο χρόνια, η 360 Capital, μια επενδυτική εταιρεία με βάσεις στο Παρίσι και το Μιλάνο, δημιούργησε ένα ειδικό fund για επένδυση σε καθαρή ενέργεια και βιώσιμες επιχειρήσεις. Τώρα σκοπεύει να απευθύνει το πακέτο σε περισσότερους επενδυτές, μεγεθύνοντάς το από τα 30 στα 150 εκατ. δολάρια.
Όλο και περισσότερα dedicated funds για επενδύσεις στην ενέργεια ξεφυτρώνουν. Ωστόσο, υπάρχει μια τάση να συμμετέχουν σε αυτά εταιρείες software, εμφανίζοντάς τα λιγότερο επικίνδυνα απ’ ό,τι αν ήταν αμιγώς ενεργειακά. Οι 4 στις 7 εταιρείες που υποστηρίζει το fund της 360 Capital είναι εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης και παραγωγής λογισμικού.
Κι όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην από το 2008, όταν έγινε η πρώτη επένδυση μεγάλης κλίμακας σε πράσινη ενέργεια, είπε ο Fausto Boni, ο ιδρυτής της εταιρείας. «Βλέπουμε ενδεχομένως μεγάλα ποσά να εισρέουν στον κλάδο και τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε πριν από 15 χρόνια ξεπερνιούνται». Όμως, η διαθεσιμότητα των απαιτούμενων-μεγαλύτερων επενδύσεων που χρειάζονται για να βοηθήσουν τις εταιρείες να επεκταθούν στην Ευρώπη, είναι ακόμα πενιχρή, πρόσθεσε.
Η Breakthrough Energy Catalyst, με τη στήριξη του Bill Gates, προσπαθεί να καλύψει το κενό. Συστάθηκε στα τέλη του 2021 με σκοπό να βοηθήσει τις υποσχόμενες νέες τεχνολογίες να περάσουν από το στάδιο της ανάπτυξης στην πραγματική αγορά. Στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα έχουν διαθέσει 1 τρισ. δολάρια για τη στήριξη 4 ειδών τεχνολογίας -συσσωρευτές ενέργειας μακράς διαρκείας, καθαρό υδρογόνο, βιώσιμα καύσιμα αεροπλοΐας και απευθείας περισυλλογή διοξειδίου του άνθρακα από τον αέρα- που πιστεύεται ότι θα πρέπει να αναπτυχθούν ταχέως.
Στην Ευρώπη υπάρχουν «σημαντικές δυσκολίες στο στάδιο της ανάπτυξης», δήλωσε η Ann Mettler, αντιπρόεδρος για την Ευρώπη της Breakthrough Energy και πρώην γενική διευθύντρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όμως, τα χρήματα για τις νεοφυείς εταιρείες βρίσκονται όταν μεγαλώνουν και πετυχαίνουν, καθώς πολύ συχνά εξαγοράζονται από αμερικανικές ή κινέζικες εταιρείες, είπε. Στην Ευρώπη έχουν μείνει πολύ λίγες ανεξάρτητες επιχειρήσεις που παραμένουν επικεντρωμένες στα ενεργειακά προβλήματα που κλήθηκαν να επιλύσουν.
Εταιρείες που παράγουν πολύπλοκα και συχνά ακριβά μηχανήματα, όπως οι μπαταρίες του κ. Bitner, δυσκολεύονται ιδιαίτερα να βρουν επενδυτές που δεν διστάζουν να αναλάβουν ρίσκα. Μετά από μερικούς χρηματοδοτικούς κύκλους οι εταιρείες γίνονται πολύ μεγάλες για μικροεπενδυτές αρχικών σταδίων, αλλά και πολύ μικρές για θεσμικούς επενδυτές, που ζητούν πιο ασφαλή λιμάνια να τοποθετήσουν τα μεγάλα τους ποσά.
«Αν παρατηρήσουμε τις τυπικές κλιματικές τεχνολογίες, όπως η αιολική και η ηλιακή ή ακόμα και οι μπαταρίες ιόντων λιθίου, χρειάστηκαν περίπου 4 δεκαετίες για να μεταβούν από το στάδιο έρευνας και ανάπτυξης στο στάδιο της εμπορευματοποίησης μεγάλης κλίμακας και της ανταγωνιστικότητας κόστους», είπε η κ. Mettler, αναφερόμενη στην έρευνα και την ανάπτυξη. «Προφανώς δεν έχουμε 4 δεκαετίες».
Υπάρχουν ενδείξεις βελτίωσης, συμπεριλαμβανομένων περισσοτέρων funds που επικεντρώνονται σε καθαρή ενέργεια ή βιωσιμότητα και όλο και περισσότερες εταιρείες επενδύουν όλο και περισσότερα ποσά. Όμως, δεν λείπει το αίσθημα της απόγνωσης που πηγάζει από τη διαπίστωση στην οποία καταλήγουν τόσο οι εταιρείες όσο και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις: η καινοτομία και η χρήση νέων τεχνολογιών είναι απαραίτητο να εφαρμοστούν πολύ πιο γρήγορα, προκειμένου να μειωθούν αισθητά οι εκπομπές άνθρακα πριν από το 2030.
«Δεν υπάρχει άλλο μέρος στον κόσμο που να είναι τόσο επικεντρωμένο στην ανάγκη αυτή όσο η Ευρώπη», είπε η κ. Mettler. «Δεν λείπει η φιλοδοξία ή το όραμα. Απλώς είναι δύσκολο».
Όμως, οι επενδυτές επιμένουν ότι οι κυβερνητικές πολιτικές θα μπορούσαν να βοηθήσουν περισσότερο. Παρά τις υποσχέσεις τους, οι ρυθμίσεις και οι υφιστάμενοι νόμοι δεν συνθέτουν ελκυστικό πλαίσιο για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες. Βιομηχανίες όπως αυτή του χάλυβα και του τσιμέντου πρέπει να αναγκαστούν να υιοθετήσουν περισσότερο φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους παραγωγής, λέει ο κ. Boni, ιδρυτής της 360 Capital founder.
Για αποθήκευση ενέργειας, υδρογόνο, πυρηνική ενέργεια και άλλα τέτοια έργα μεγάλης κλίμακας, η κυβέρνηση θα πρέπει να επισπεύσει τις αδειοδοτήσεις, να μειώσει τους φόρους και να παράσχει αντίστοιχα κεφάλαια, είπε ο κ. Fadell, ο οποίος έχει τοποθετήσει την προσωπική του περιουσία στο Future Shape, το οποίο υποστηρίζει τις νεοφυείς επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν κοινωνικές προκλήσεις. «Υπάρχουν επενδυτές που θα τα έδιναν όλα για όλα, με 200 ή και 300 εκατομμύρια δολάρια», είπε ο κ. Fadell. «Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση είναι με το μέρος μας».
* H Eshe Nelson είναι συντάκτρια των «New York Times» για οικονομικά και επιχειρηματικά θέματα. Ο Adam Satariano είναι συνεργάτης των «New York Times» για θέματα τεχνολογίας
© 2022 The New York Times Company