Μήπως πληρώνουμε το τίμημα της πράσινης ενεργειακής μετάβασης και, άραγε, οι Ευρωπαίοι θα είχαν συναινέσει σε αυτήν αν ήξεραν εξαρχής το κόστος της; Αυτά τα δυο ερωτήματα επανέρχονται όλο και συχνότερα στον δημόσιο διάλογο με αφορμή την ενεργειακή κρίση. Είναι, όμως, κατά τη γνώμη μου, ψευδοερωτήματα που ίσως υποκρύπτουν αλλότρια κίνητρα.
Πρώτον, η πράσινη μετάβαση στην ενέργεια δεν είναι μια εναλλακτική προσέγγιση που μπορούμε και να μην την υιοθετήσουμε. Η πράσινη μετάβαση είναι μονόδρομος απέναντι στο αδιανόητο κόστος (ανθρώπινο, περιβαλλοντικό και οικονομικό) του επαπειλούμενου κλιματικού ολέθρου, δείγματα του οποίου έχουμε ήδη αρχίσει να βλέπουμε και στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση της Ε.Ε. όσον αφορά το ύψος των ετήσιων οικονομικών απωλειών που της προκαλεί το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, με τον σχετικό δείκτη να είναι για τη χώρα μας στα 91 ευρώ/κάτοικο/έτος, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι στα 27 ευρώ/κάτοικο/έτος.
Δεύτερον, μη ξεχνάμε ότι ενεργειακές κρίσεις συνέβαιναν κι όταν δεν υπήρχε πράσινη μετάβαση, αφού παρόμοια φαινόμενα έχει ξαναζήσει η Ευρώπη με τον ΟΠΕΚ και το πετρέλαιο από τη δεκαετία του 1970 και μετά πολλές φορές. Τι είχε συμβεί τότε; Σχεδόν όλες οι χώρες που παρήγαγαν ορυκτά καύσιμα, είχαν αποφασίσει να περιορίσουν την παραγωγή για να ανεβάσουν πολύ τις τιμές. Τώρα συμβαίνει κάτι αντίστοιχο.
Τρίτον, το πρόβλημα με την Ευρώπη και την ενεργειακή κρίση δεν είναι η πράσινη ενεργειακή μετάβαση, αλλά ότι πρόκειται για μία ανολοκλήρωτη επανάσταση, για την οποία έχουμε ακούσει πολύ περισσότερα λόγια απ’ ό,τι έχουμε δει πράξεις. Για κάθε βήμα που η Ευρώπη κάνει προς την πράσινη ενεργειακή μετάβαση, κάνει τουλάχιστον άλλα δύο προς τα πίσω, προς την εξάρτησή της από τα εισαγόμενα ακριβά και ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, παρατείνοντας την ενεργειακή ομηρία της.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για γεωπολιτικούς λόγους, αλλά και εξαιτίας επιμέρους εθνικών συμφερόντων εντός της Ε.Ε., αφέθηκε η ευρωπαϊκή αγορά ευάλωτη στις διαθέσεις τρίτων χωρών, αντί να θωρακιστεί επιταχύνοντας την αξιοποίηση φθηνής, ανεξάντλητης, καθαρής και παραγόμενης επί ευρωπαϊκού εδάφους ενέργειας.
Αν υπάρχει, λοιπόν, κάτι που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν εξηγήσει επαρκώς στους καταναλωτές είναι ότι όσο αυξάνεται η συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο ενεργειακό μείγμα, τόσο μειώνεται το κόστος της ενέργειας. Δεν είναι τυχαίο π.χ. ότι τις μέρες που φυσάει, οι τιμές της ενέργειας στη χονδρεμπορική μας αγορά υποχωρούν άνω του 30%. Επίσης, δεν έχουν εξηγήσει στους καταναλωτές ότι είναι οι πόροι που συγκεντρώνονται από τις ΑΠΕ και το κόστος των ρύπων αυτά που χρηματοδοτούν τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς των νοικοκυριών εν μέσω της ενεργειακής κρίσης την οποία τα ορυκτά καύσιμα προκάλεσαν.
Αντιθέτως, ακούγεται η μισή αλήθεια, ότι δηλαδή είναι υψηλό το κόστος των δικαιωμάτων διοξειδίου του άνθρακα που καλείται να επωμιστεί η Ευρώπη, αλλά αποκρύπτεται η άλλη μισή, ότι οι πόροι αυτοί είναι χρήματα που μένουν στην Ευρώπη και κάθε χώρα μπορεί να τα αξιοποιήσει ανάλογα με τις ανάγκες της, σε αντίθεση με τα τεράστια ποσά που πληρώνουμε όλοι οι κάτοικοι της Ευρώπης για να εισάγουμε πανάκριβα και ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα όπως το φυσικό αέριο.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι επενδύσεις στον τομέα της παραγωγής και αποθήκευσης συγκεκριμένων τεχνολογιών καθαρής ενέργειας (υδροηλεκτρικά, αντλησιοταμίευση, χερσαία και θαλάσσια αιολικά) προσφέρουν υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία και έχουν πολλαπλασιαστική επίδραση στην οικονομία, γιατί αυτές δημιουργούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα -και όχι τα εμβάσματα σε χώρες-παραγωγούς ορυκτών καυσίμων.
Αν, λοιπόν, σε κάτι απέτυχε η ευρωπαϊκή στρατηγική για την πράσινη μετάβαση, έτσι ώστε να αποτρέψει έγκαιρα και αποτελεσματικά τη σημερινή ενεργειακή κρίση, αυτό δεν ήταν ούτε ο σχεδιασμός της, ούτε οι βασικές στρατηγικές της επιλογές, ούτε τα μέτρα στήριξης που πάρθηκαν την τελευταία δεκαετία. Αυτό που δεν έγινε ήταν η ισόρροπη ανάπτυξη και των τριών αναγκαίων πυλώνων της πράσινης μετάβασης: Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), Διασυνδέσεις και Αποθήκευση.
Η ταχύρρυθμη ανάπτυξη των φθηνών και περιβαλλοντικά φιλικών ΑΠΕ δεν είναι από μόνη της αρκετή. Απαιτείται η ταυτόχρονη και ισόρροπη ανάπτυξη και των δύο άλλων στρατηγικών πόλων ή πυλώνων: Αφενός της αποθήκευσης ενέργειας, με εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας (κυρίως μεγάλων υδροηλεκτρικών και αντλησιοταμιευτικών έργων), έτσι ώστε η ενέργεια που παράγεται από τις «στοχαστικές» (κυμαινόμενης παραγωγής) ΑΠΕ να αποθηκεύεται σε περιόδους χαμηλής ζήτησης και να αποδίδεται σε ώρες αιχμής στο ηλεκτρικό σύστημα.
Αφετέρου, των ηλεκτρικών διασυνδέσεων μεταξύ κρατών, αλλά και στο εσωτερικό μιας χώρας (π.χ. μεταξύ των νησιών μας και της ηπειρωτικής Ελλάδας), έτσι ώστε η καθαρή ενέργεια που παράγεται σε ευνοϊκές τοποθεσίες (ή χώρες), με πλούσιες πράσινες πρώτες ύλες (νερό, ήλιο και άνεμο), να μεταφέρεται στα κέντρα κατανάλωσης με ασφάλεια και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.
Είναι, λοιπόν, κρίσιμο να μπει ένα τέλος σε αυτή την υποκρισία, αλλά και να επιταχυνθούν οι όποιες προσπάθειες και νομοθετικές πρωτοβουλίες.