Τα αποτελέσματα της τελευταίας χρονιάς δείχνουν μια τάση κατανάλωσης προς τα premium προϊόντα (λ.χ. σαμπάνια, premium gin, premium tequila) έναντι των value προϊόντων. Είναι κάτι που έχετε εντοπίσει και εσείς στην ελληνική αγορά; Πώς το εξηγείτε, αν συνυπολογίσουμε τις πληθωριστικές πιέσεις που δέχονται οι καταναλωτές και τη διαφαινόμενη ύφεση;
Πολύ σωστά. Το 2021 και κυρίως το 2022 είδαμε μια προτίμηση κατανάλωσης προς τα premium spirits και τη σαμπάνια. Ενδεικτικό είναι πως μέχρι στιγμής, μέσα στο 2022 καταναλώθηκε 80% περισσότερη σαμπάνια από το 2019, με αντίστοιχα εντυπωσιακά αποτελέσματα και στις υπόλοιπες κατηγορίες, δηλαδή στο premium Gin +79%, στο premium Whiskey +47% και στην premium Tequila +69%.
Όλες οι έρευνες συγκλίνουν στα ίδια συμπεράσματα: κατά τη διάρκεια του 2022 και παρ’ όλα τα διεθνή προβλήματα (πόλεμος στην Ουκρανία, πληθωρισμός κ.ά.) υπήρχε μια διάθεση υπερκατανάλωσης. Μετά από σχεδόν τρία χρόνια περιορισμών, είδαμε το λεγόμενο «revenge drinking», που σε συνδυασμό με τη συσσώρευση αποταμιεύσεων, βοήθησε στη στροφή προς τα premium προϊόντα.
Για το υπόλοιπο του έτους και τους χειμερινούς μήνες, που η αγορά επαφίεται κυρίως στην εγχώρια κατανάλωση και πολύ λιγότερο στην τουριστική, περιμένουμε: α) επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης και κίνηση πιο κοντά στα περσινά επίπεδα και β) στροφή στα πιο value προϊόντα. Δεδομένων των οικονομικών συνθηκών είναι κάτι αναμενόμενο, το οποίο πιστεύω πως θα δούμε σε πολλές κατηγορίες αγαθών.
Η αγορά όντως κινδυνεύει να ξεμείνει από σαμπάνια, όπως προειδοποίησε εμμέσως πλην σαφώς ο επικεφαλής της Moët Hennessy, Philippe Schauss, που είπε ότι τα αποθέματα του οίκου εξαντλούνται;
Ναι, το 2022 υπήρχαν εκτεταμένες ελλείψεις και κατά πάσα πιθανότητα θα υπάρξουν και το 2023. Δυστυχώς, η σαμπάνια, όπως και κάποια άλλα προϊόντα που κατηγοριοποιούνται ως «προϊόντα ωρίμανσης», έχει πεπερασμένες φιάλες που είναι διαθέσιμες προς πώληση κάθε χρόνο. Είναι οι φιάλες που τοποθετήθηκαν στα κελάρια της Moët-Hennessy πριν από 3 ή 5 ή ακόμα και 20 χρόνια και που ωριμάζουν υπομονετικά όλο αυτό τον καιρό.
Τα αντανακλαστικά της ανεφοδιαστικής αλυσίδας, λοιπόν, είναι σχετικά περιορισμένα λόγω των πεπερασμένων αυτών ποσοτήτων. Παρ’ όλα αυτά, λόγω της στρατηγικής σημασίας της ελληνικής αγοράς και της εξαιρετικής μας σχέσης με τον οίκο και τον ίδιο τον Philippe, καταφέραμε και εξασφαλίσαμε επιπλέον ποσότητες, οι οποίες κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες της αγοράς.
Με περισσότερες από 70 επωνυμίες αποκλειστικής εμπορίας και πωλήσεις άνω των 125 εκατ. ευρώ, η εταιρεία την οποία εκπροσωπείτε είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες εισαγωγής και πώλησης αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα. Ποια είναι η γραμμή άμυνας (ή αντεπίθεσης, αν προτιμάτε), στην έλευση και νέων παικτών, όπως η Coca Cοla 3E και η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, στον κλάδο των αλκοολούχων ποτών;
Για την ακρίβεια, είμαστε εδώ και μερικά χρόνια όχι απλώς η παλαιότερη αλλά και η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου μας. Όσον αφορά τους νέους παίκτες, δεν είναι ακριβώς καινούργιοι στην αγορά. Η Cοca Cola 3E εδώ και αρκετά χρόνια δραστηριοποιείται στον κλάδο των spirits και η Αθηναϊκή Ζυθοποιία είναι μεν νέος διανομέας, αλλά με το χαρτοφυλάκιο προϊόντων sprits που διανέμει, δραστηριοποιείται στον κλάδο μας επίσης για πολλά χρόνια.
Συνεπώς δεν είναι ακριβώς «νέοι παίκτες». Το μόνο σίγουρο είναι πως ως μεγάλες και καταξιωμένες εταιρείες φέρνουν νέες δεξιότητες και τρόπους λειτουργίας, που αναμφίβολα θα ανεβάσουν τον πήχη για όλους μας και θα μας βοηθήσουν να γίνουμε ακόμα καλύτεροι.
Εκτιμάτε ότι το «μοίρασμα» της αγοράς θα φέρει συγκέντρωση και, αν ναι, ποια θα είναι η δική σας απάντηση;
Δεν θεωρώ πως οι τελευταίες αλλαγές στα δίκτυα διανομής των χαρτοφυλακίων δημιουργούν συνθήκες συγκέντρωσης. Το αντίθετο, μάλιστα. Όσο περισσότεροι παίκτες εισέρχονται στον κλάδο τόσο περισσότερο ενισχύεται ο υγιής ανταγωνισμός, κάτι που είναι προς όφελος του τελικού καταναλωτή.
Πώς εκτιμάτε ότι θα κινηθεί η εγχώρια αγορά αλκοολούχων ποτών την επόμενη διετία και ποια είναι η στόχευση της Άμβυξ;
Ήδη η αγορά το 2022 κινείται σε εξαιρετικά επίπεδα, αφού θα κλείσει +35% από το 2019. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά έναντι των υψηλών επιπέδων της προ-κρίσης εποχής, στο -40%. Πιστεύω πως εάν επανέλθει σχετική ηρεμία σε διεθνές επίπεδο και σε συνδυασμό με τη συνέχιση της βελτίωσης της εικόνας της Ελλάδος στο εξωτερικό, τα δύο αυτά στοιχεία μπορούν να λειτουργήσουν ως επιταχυντές επιδόσεων του κλάδου.
Όσον αφορά τα δικά μας πλάνα… «δεν αλλάζουμε ομάδα που κερδίζει». Παραμένουμε προσηλωμένοι στους τρεις στρατηγικούς μας πυλώνες, δηλαδή συνεχίζουμε: α) να διευρύνουμε το χαρτοφυλάκιό μας με νέα προϊόντα, β) να επενδύουμε στην ανάδειξη των brands και στις σχέσεις με τους πελάτες μας και γ) να εξελίσσουμε τον οργανισμό μας συνεχώς, με νέες δεξιότητες και δομές. Είναι μια σχετικά απλή συνταγή, που όμως μας έφερε στην πρώτη θέση του κλάδου, και σε αυτήν παραμένουμε πιστοί.