Είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία έχει δείξει ένα δυναμισμό που αντανακλάται στη δυναμική της οικονομικής μεγέθυνσης στο εννεάμηνο του 2022, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 5,9%, ποσοστό ανώτερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (4%).
Η επίδοση αυτή αντανακλά την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στις αντίξοες διεθνείς συνθήκες που διαμορφώνονται από τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, τις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας και τις πληθωριστικές πιέσεις στην ενέργεια και στα τρόφιμα.
Η άνοδος αυτή υποστηρίχθηκε από την αναζωογόνηση του ελληνικού τουρισμού, τη σημαντική αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) και τη μείωση της ανεργίας. Η εκτίμηση για το τρέχον έτος είναι ότι ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα κυμανθεί περί το 5,6% σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών και σε 6% σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, γεγονός που συνεπάγεται ότι το ΑΕΠ της χώρας το 2022 αναμένεται να υπερβεί σημαντικά το προπανδημικό επίπεδο του 2019.
Οι προοπτικές για το 2023 είναι θετικές. Η σταδιακή απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), η υλοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και η ισχυρή δυναμική των ΑΞΕ διαμορφώνουν συνθήκες για μια αλλαγή στη σύνθεση της οικονομικής μεγέθυνσης του 2023, η οποία αναμένεται να προέλθει, σε μεγαλύτερο βαθμό, από την επενδυτική δαπάνη.
Επιπλέον, η επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα και η μεσοπρόθεσμη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών είναι η βασικότερη προϋπόθεση για τη διαφύλαξη της αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής και την αναβάθμιση, σε επενδυτική βαθμίδα, της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου. Ιδιαίτερα σημαντικός αναμένεται να είναι ο ρόλος του ΤΑΑ, όχι μόνο λόγω των συνολικών κονδυλίων, που μέχρι τέλος του 2027 θα ανέλθουν σε 31 δισ. ευρώ, αλλά κυρίως διότι επιτρέπει στην ελληνική οικονομία να στραφεί στις δύο προτεραιότητες που διαμορφώνονται σε πανευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο, δηλαδή στην πράσινη μετάβαση και στον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Οι βελτιωμένες συνθήκες ρευστότητας, σε συνδυασμό με την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να βελτιστοποιήσει την κατανομή των κεφαλαίων μέσω δανείων του ΤΑΑ, αναμένεται να στηρίξουν τη μελλοντική πιστωτική επέκταση, και μάλιστα σε καινοτόμες, βιώσιμες δράσεις. Ωστόσο, το πιο σημαντικό στοιχείο για την εξέλιξη των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων είναι η αυξανόμενη συμβολή των επενδύσεων στο μείγμα μεγέθυνσης.
Υπάρχουν πλέον ισχυρές ενδείξεις για αξιοσημείωτη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος την τελευταία τριετία. Με βάση την έκθεση του «Economist Intelligence Unit», για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει βελτιώσει τη θέση της μεταξύ 82 οικονομιών, κινούμενη ανοδικά κατά 16 θέσεις στη σχετική κατάταξη, κυρίως χάρη σε αρκετά διαρθρωτικά μέτρα που έχουν ληφθεί αλλά και με την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών.
Επίσης, υπάρχει ισχυρή ανοδική δυναμική στις ΑΞΕ, οι οποίες εκτιμάται ότι το 2022 θα σημειώσουν νέο ρεκόρ για δεύτερη διαδοχική χρονιά. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την υλοποίηση βασικών μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των θεσμικών αδυναμιών που εκκρεμούν, όπως για παράδειγμα η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και των διαδικασιών επίλυσης διαφορών, αναμένεται να ενισχύσουν τις μελλοντικές επενδύσεις σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στο τραπεζικό σύστημα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, κατόρθωσε, με τη μεγάλη βοήθεια του προγράμματος «Ηρακλής», να μειώσει το ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων κάτω από το 10% για όλες τις συστημικές τράπεζες, γεγονός που επέτρεψε στις τελευταίες να επανέλθουν σε κερδοφορία.
Δεν θα αποφύγω την αναφορά στην προσφάτως εκτεταμένη συζήτηση και, κατά βάση, με αρνητικό πρόσημο γύρω από το τραπεζικό σύστημα. Θεωρώ χρέος μου να επαναλάβω ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται χρήματα των καταθετών και πρέπει να τα διαχειρίζονται με σύνεση και αυστηρή τήρηση των εποπτικών κανόνων.
Παρ’ όλα αυτά, το τραπεζικό σύστημα, έχοντας δώσει πολλά παραδείγματα εταιρικής κοινωνικής υπευθυνότητας, θα ανταποκριθεί στο αίτημα στήριξης των ευάλωτων δανειοληπτών, που βλέπουν τους ατομικούς τους προϋπολογισμούς να ανατρέπονται. Ο σχεδιασμός θα γίνει προφανώς με κριτήρια κοινωνικής ευαισθησίας αλλά και εποπτικής συμμόρφωσης.
Την ίδια χρονική στιγμή, η αύξηση των καταθέσεων εμφάνισε μικρά σημάδια κόπωσης, με υποχώρηση της σημαντικής αύξησής τους το 2020 και το 2021, αλλά και λόγω της μερικής ανάλωσης αποταμιεύσεων για λόγους κάλυψης καταναλωτικών αναγκών. Παρά την εξέλιξη αυτή, οι τράπεζες έχουν ρευστότητα, η οποία διοχετεύεται σε σημαντικές χορηγήσεις προς το ελληνικό επιχειρείν.
Οι ελληνικές τράπεζες τα επόμενα έτη θα στηρίξουν την πραγματική οικονομία με διάφορους τρόπους. Όχι απλώς με τη χορήγηση δανείων για κεφάλαια κίνησης, που είναι απαραίτητα σε ένα περιβάλλον αυξημένων λειτουργικών εξόδων λόγω της ενεργειακής κρίσης και που χρηματοδοτούν το παραγωγικό και συναλλακτικό κύκλωμα της επιχείρησης, αλλά και με επενδυτικά δάνεια μεγάλης διάρκειας, που χρηματοδοτούν επενδύσεις σε εξοπλισμό και κτιριακές εγκαταστάσεις, οι οποίες έχουν πολύ σημαντικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα και θα βοηθήσουν να τεθεί η ελληνική οικονομία σε διατηρήσιμη τροχιά ανάπτυξης.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις έχουν δημιουργήσει μεγάλες αβεβαιότητες, που θολώνουν τον ορίζοντα των οικονομικών προοπτικών της παγκόσμιας και της ελληνικής οικονομίας. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να παραμείνουμε συνετοί και να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε δυσμενείς καταστάσεις. Παραμένω, όμως, αισιόδοξος ότι τελικά τα προβλήματα θα περιοριστούν σταδιακά και η ελληνική οικονομία θα επανέλθει σε σταθερή τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης.