Η μάχη για τη μνήμη μας

Όταν εγκαταλείπουμε το παρελθόν και την ιστορία μας σε μηχανές και σε κοινωνικά δίκτυα, εκθέτουμε τον εαυτό μας σε μια ύπουλη μορφή καταπίεσης.

Η μάχη για τη μνήμη μας
  • Burhan Sönmez

Λέγεται ότι η ιστορία είναι το καλύτερο μάθημα, αλλά οι άνθρωποι δεν φαίνεται να είναι οι καλύτεροι μαθητές. Συχνά λένε πως οι Ιρλανδοί πρέπει να θυμούνται το παρελθόν, γιατί οι Βρετανοί πάντα το ξεχνούν. Αυτό ισχύει και για εμάς τους υπόλοιπους. Πρέπει να θυμόμαστε το παρελθόν, γιατί διαφορετικά θα το λησμονήσουμε.

Η πρώτη λέξη της ανθρωπότητας δεν ήταν «μνήμη». Αν οι άνθρωποι χρειάζονταν τη λέξη «μνήμη», αυτό σημαίνει ότι πριν από αυτή υπήρχε ήδη η «λήθη». Ωστόσο, το να θυμάται κανείς σωστά σημαίνει να κρατά ό,τι είναι απαραίτητο από την πραγματικότητα και να γνωρίζει τι να ξεχάσει.

Σε ένα άρθρο του στο λογοτεχνικό περιοδικό «Sur», o Αργεντινός συγγραφέας Jorge Luis Borges το 1941 συνέκρινε την ανθρώπινη μνήμη στο διήγημά του «Funes, ο Μνήμων» με το μυθιστόρημα του James Joyce «Οδυσσέας».

Ο Ireneo Funes, ο χαρακτήρας στην ιστορία του Borges, είναι το αντίθετο του επιλήσμονα. Μετά τον τραυματισμό του στο κεφάλι λόγω ενός ατυχήματος, θυμάται τα πάντα. Υποφέρει ζώντας σαν τέρας. Στον «Οδυσσέα» ο Joyce παρουσιάζει ένα μυαλό παρόμοιο με εκείνο του Funes, χρησιμοποιώντας εκατοντάδες σελίδες για να αποτυπώσει όλες τις λεπτομέρειες που συνθέτουν μόνο μία ημέρα. Από την άποψη αυτή, το μυθιστόρημα «Οδυσσέας» είναι και αυτό ένα τέρας.

Αν δεν καταφέρουμε να διατηρήσουμε ένα υγιές ισοζύγιο ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη, η γνώση διασκορπίζεται καθώς το μυαλό αναλώνεται στη μάζα των πληροφοριών: ημερομηνίες, ονόματα, αριθμοί, μέρη, θεσμοί. Η δύναμη του γνωρίζειν υπερφορτώνεται και μετατρέπεται σε χωματερή. Μετά, σαν τον Funes, μεταμορφωνόμαστε κι εμείς σε τέρατα.

Σε κάθε πεδίο, από την πολιτική έως τα χρηματοοικονομικά και από τον κινηματογράφο έως τη μόδα, το παρελθόν αναδημιουργείται διαρκώς. Οι οραματιστές συνιστούν στους ανθρώπους να αποδέχονται τις αναθεωρήσεις τους γιατί, λένε, είναι κάτι φυσικό, είναι ο τρόπος με τον οποίο μεγαλώνουμε και εξελισσόμαστε.

Ακόμη και το πώς αποτιμάμε τραγωδίες όπως η πορεία προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι κάτι ανοιχτό σε επανερμηνείες, ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση του παρατηρητή. Καθώς οι ιδεολογίες που προσομοιάζουν στον χιτλερικό ναζισμό ανθίζουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κάποιοι -όπως ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin, που προσπάθησε να ξαναγράψει την ιστορία για να δικαιολογήσει την εισβολή στην Ουκρανία- ελπίζουν ότι, χρησιμοποιώντας ένα ξαναγραμμένο παρελθόν, θα μας πείσουν ότι αυτό που θεωρούσαμε κακό, είναι στην πραγματικότητα καλό. Για να ελεγχθεί το μέλλον ενός λαού, πρέπει πρώτα να αναμορφωθεί το παρελθόν του ώστε να ταιριάζει με αυτό το νέο μέλλον.

Το μνημείο για τους δολοφονημένους Εβραίους της Ευρώπης, γνωστό ως το Μνημείο του Ολοκαυτώματος, στο Βερολίνο.

Το παρελθόν δεν είναι κάτι παθητικό. Είναι μια μετακινούμενη πραγματικότητα η οποία μπορεί να πάρει νέο σχήμα, ανάλογα με την προοπτική με την οποία το κοιτάζεις και που, όπως το παρόν και το μέλλον, είναι μεταβλητό και ανοιχτό σε διαφορετικές πιθανές ερμηνείες. Γι’ αυτό τα μεγάλα αφηγήματα και οι θεσμοί προσανατολίζονται προς το μέλλον ανασχηματίζοντας το παρελθόν, ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες τους. Ειδικά οι δυνάμεις της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης είναι πολύ καλές σ’ αυτό.

Στον 21ο αιώνα, με τον αυταρχισμό να κερδίζει έδαφος ξανά, οι διακρίσεις και η μισαλλοδοξία εμφανίζονται όλο και συχνότερα, ειδικά στην Ευρώπη. Απομακρυνόμαστε από το όνειρο ενός ειρηνικού κόσμου. Σε πολλές χώρες η Δημοκρατία θεωρείται δεδομένη και συχνά κακοποιείται.

Ο Santiago Abascal, επικεφαλής του σκληροπυρηνικού δεξιού κόμματος Vox, χαιρετώντας υποστηρικτές του σε συγκέντρωση στη Βαρκελώνη (Ισπανία, 1 Ιουλίου 2023).

Παραδοσιακές μέθοδοι καταπίεσης -φυλάκιση, δολοφονία και λογοκρισία- ήταν και είναι κοινές. Αλλά και νέες μέθοδοι, βασισμένες στον τρόπο με τον οποίο ανακαλούμε το παρελθόν, εισβάλλουν επίσης στη ζωή μας. Η ρητορική του μίσους, τα fake news και τα συστήματα παρακολούθησης βρίσκονται παγκοσμίως σε άνθηση.

Στο μυθιστόρημά του «1984», ο George Orwell περιγράφει αυτή την παραδοσιακού τύπου καταπίεση και δείχνει τις κοινωνίες να καταστρέφονται από αυτή. Από την άλλη, ο Aldous Huxley στο μυθιστόρημά του «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» δείχνει ένα διαφορετικό είδος καταπίεσης και περιγράφει με ποιον τρόπο οι κυβερνώντες τον έχτισαν με τη συναίνεση και τη συμμετοχή των ατόμων.

Αυτά τα δύο λογοτεχνικά έργα συχνά χρησιμοποιούνται σαν συντομογραφίες ενός μέλλοντος που ελπίζουμε να αποφύγουμε. Ωστόσο, τώρα ζούμε σε έναν κόσμο όπου συνυπάρχουν και οι δύο μέθοδοι καταπίεσης που περιγράφονται στα μυθιστορήματα. Η μία απαγορεύει τη μνήμη, αναγκάζοντάς μας να λογοκρίνουμε τους εαυτούς μας υπό την απειλή της φυσικής βίας, και η άλλη ξαναγράφει τη μνήμη, διαστρέφοντάς τη με την έγκρισή μας.

Διαδηλωτές διαμαρτυρόμενοι κατά της λογοκρισίας, έξω από βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη το 1966.

Αυταρχικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο ασπάζονται τις πλέον πρωτόγονες μορφές καταπίεσης και διακρίσεων, σαν να βρίσκονται σε μια εποχή που η ελευθερία και η Δημοκρατία δεν αποτελούν τον χρυσό κανόνα.

Κι όταν κοιτάζουμε τα σημερινά δίκτυα των social media και το μέγεθος της πληροφορίας που είναι διαθέσιμο για λόγους προπαγάνδας, βλέπουμε πώς η αλήθεια μπορεί να θαμπώσει και να αντικατασταθεί από μια πλημμύρα παραπληροφόρησης. Πολλά άτομα και οργανισμοί καθίστανται εθελοντικά μέρος αυτής της διαδικασίας, διαδίδοντας ψεύδη και θεωρίες συνωμοσίας και καταστρέφοντας -σχεδόν άπληστα- αυτό που αποκαλούμε αλήθεια.

Η ιδιωτική ζωή δεν υφίσταται πλέον, γιατί έχουμε από κοινού στείλει τη μνήμη μας στο cloud. Τα αρχεία της ζωής μας υπάρχουν στα κέντρα δεδομένων, τα οποία ανήκουν σε επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να μας λογοκρίνουν αν το θελήσουν. Όποιος ελέγχει την ψηφιοποιημένη μας μνήμη, μπορεί να εισβάλει σε αυτήν, να τη διαταράξει, να την αλλάξει και μετά να μας κάνει να την πιστέψουμε. Τελικά, αν το μοναδικό αρχείο που διασώζεται από τη μνήμη μας είναι αλλαγμένο και λογοκριμένο, ποιος μπορεί να πει ότι κάποτε ήταν διαφορετικό;

Όταν νοσταλγούμε ένα χαμένο παρελθόν και ένα απραγματοποίητο μέλλον, γινόμαστε σκλάβοι μιας υπαρκτής δυστοπίας στο τώρα, η οποία ορίζεται από τη νοσταλγία. Την ίδια στιγμή η καχυποψία που νιώθουμε -για την κοινωνία, για τις μεταξύ μας σχέσεις- προέρχεται από τη δυσπιστία μας απέναντι στο παρελθόν και το μέλλον, τα οποία δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε και να θυμηθούμε όπως πρέπει. Μας παραλύει η νοσταλγία και ο φόβος ότι τίποτα δεν θα αλλάξει ποτέ.

Ωστόσο, αν η δυστοπία είναι στο παρόν, γιατί να μην έχουμε μια ευκαιρία να φτιάξουμε μια ουτοπία του σήμερα;

Η λέξη «bir» στα κουρδικά σημαίνει «μνήμη». Σημαίνει «να θυμάσαι» και «να ξεχνάς», ενώ περιγράφει και τη λαχτάρα για τους αγαπημένους σου. «Bir» επίσης σημαίνει «νεροπήγαδο». Η μνήμη μας είναι σαν ένα πηγάδι, βαθύ και σκοτεινό. Πετάμε τα πάντα μέσα σε αυτό. Ανασύρουμε από αυτό το πηγάδι ό,τι θυμόμαστε και χάνουμε τα πάντα εκεί, μαζί και αυτά που έχουμε ξεχάσει.

Η πρώτη λέξη της ανθρωπότητας δεν ήταν «μνήμη», αλλά ούτε και «ειρήνη». Αν οι άνθρωποι χρειάστηκαν την λέξη «ειρήνη», αυτό σημαίνει ότι είχαν «πόλεμο» πριν. Ήταν «ευτυχία» η πρώτη λέξη; «Ελευθερία»; Μήπως «αγάπη»;

Τι να κάνουμε τώρα; Να συνεχίσουμε να ψάχνουμε για να βρούμε την πρώτη λέξη που δημιούργησε η ανθρωπότητα και να οδηγηθούμε έτσι στην άβυσσο του παρελθόντος ή, αντί γι’ αυτό, να ονειρευτούμε τη δημιουργία μιας νέας λέξης για το μέλλον του κόσμου μας και του κόσμου των παιδιών μας;

Αν δούμε την πραγματικότητά μας και την πραγματικότητα των άλλων με ανεκτικότητα και κατανόηση, το παρόν σταματά να είναι δυστοπικό και γίνεται η απέραντη δυνατότητα του τι μπορούμε να δημιουργήσουμε μαζί: αν συνεργαστούμε για να σφυρηλατήσουμε δεσμούς ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές, ανάμεσα στους πολιτισμούς και στους λαούς, μπορούμε να ανακτήσουμε τη μνήμη μας.

Σήμερα στεκόμαστε σ’ ένα σημαντικό κατώφλι, ένα σημείο καμπής της ιστορίας. Είτε μπαίνουμε εθελοντικά σε μια οργουελική «Φάρμα των Ζώων», είτε απαιτούμε τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου.

*Ο κ. Burhan Sönmez είναι Πρόεδρος της PEN International. Συγγραφέας πέντε μυθιστορημάτων, με πιο πρόσφατο το «Stone and Shadow».

© 2023 The New York Times Company and Burhan Sönmez


v