Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 γιορτάστηκε στη Δύση σαν ένας θρίαμβος της φιλελεύθερης Δημοκρατίας ενάντια στον απολυταρχικό κομμουνισμό, πυροδοτώντας τότε τη συζήτηση σχετικά με το αν ο κόσμος έφτασε στο θεωρούμενο «τέλος της ιστορίας», αν ίσχυε η άποψη ότι -καλώς ή κακώς- η φιλελεύθερη Δημοκρατία είναι εκ ορισμού το πολίτευμα που θα προσέφερε καλύτερη ζωή στους περισσότερους.
Οι αξίες της φιλελεύθερης Δημοκρατίας -με έμφαση στα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες για όλους τους ανθρώπους- κατοχυρώνονται από τα Ηνωμένα Έθνη και μνημονεύονται ως αλήθειες που τις θεωρούμε «αυτονόητες», σύμφωνα με το κείμενο της αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας. Με άλλα λόγια, είναι τόσο ευρέως αποδεκτές που θεωρείται ότι δεν χρειάζονται καμία απόδειξη.
Είναι, όμως, στ’ αλήθεια; Το ερώτημα είναι πιο καίριο τώρα που η φιλελεύθερη Δημοκρατία, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αποτελούν πρότυπο παγκοσμίως, φαίνεται ότι έχει εξευτελιστεί μέσα από τη σκληρή πόλωση σε πολιτισμικά, θρησκευτικά και φυλετικά ζητήματα.
Ακολουθεί η άποψη της Laura Thornton, διευθύντριας της Alliance for Securing Democracy (Συμμαχίας για τη διασφάλιση της Δημοκρατίας) του German Marshall Fund, μία από τις ομιλήτριες στο Athens Democracy Forum στην Ελλάδα, που διοργανώνεται σε συνεργασία με τους «New York Times»: «Η πολιτισμική πόλωση είναι μεγάλη υπόθεση, αλλά η Δημοκρατία αποτυγχάνει να σταθεί στο ύψος της. Οι άνθρωποι αισθάνονται ότι το σύστημα είναι διεφθαρμένο, το χρήμα έχει υπερβολική επιρροή, η ελίτ κινεί τα νήματα - ότι το σύστημα δεν λειτουργεί προς όφελος του ατόμου» -ή, τουλάχιστον, όχι πια.
Και οι απολυταρχικοί ηγέτες του κόσμου, ανεξάρτητα από το πόσο ιδιοτελείς είναι, επιχειρηματολογούν ότι ένα πιο αυστηρά ελεγχόμενο και «κοινοτικό» σύστημα παρέχει περισσότερη και ταχύτερη ανάπτυξη, με μεγαλύτερα οφέλη για τους απλούς ανθρώπους, ακόμα κι αν τα ατομικά δικαιώματα και οι φωνές τους υποτάσσονται στο -σημαντικότερο- συλλογικό καλό.
Οι απολυταρχικοί ηγέτες και οι ακροδεξιοί πολιτικοί, στη Ρωσία, στην Κίνα ή σε μέρη της Αφρικής, ακόμη και της Ευρώπης, μπορούν να ισχυριστούν ότι «σήμερα η εικόνα της Δημοκρατίας είναι προβληματική - δεν είναι αποτελεσματική, δεν φέρνει οικονομική ανάπτυξη», είπε η κ. Thornton. «Υποστηρίζουν ότι χρειάζεται μια απολυταρχική κυβέρνηση για να σώσει τους ανθρώπους από τη φτώχεια και ότι βάζουν την υγεία, την ανάπτυξη και την ευημερία της κοινότητας πάνω από τα ατομικά δικαιώματα». Έτσι, η γεωπολιτική επέστρεψε, ειδικά όταν η ηγεμονία της Ουάσιγκτον αμφισβητείται όλο και περισσότερο.
Ο Joseph Stiglitz, Νομπελίστας καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Columbia, δήλωσε πρόσφατα ότι οι οικονομικές θεωρίες που προωθήθηκαν από τις δυτικές Δημοκρατίες, «οι οποίες αποτελούν τη βάση της παγκοσμιοποίησης και υπόκεινται στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, έχουν απαξιωθεί εντελώς» και οδήγησαν σε τεράστιες ανισότητες. «Το έχουμε καταλάβει λάθος», είπε στο Ambrosetti Forum, ένα ετήσιο διεθνές οικονομικό συνέδριο που πραγματοποιείται στο Cernobbio της Ιταλίας. «Οι ΗΠΑ έγραψαν τους κανόνες, αλλά το παλιό διεθνές σύστημα συναλλαγών που βασίζεται στους κανόνες αυτούς, είναι τελειωμένο και θα είναι πολύ δύσκολο να ανακάμψει».
Η έννοια της Δημοκρατίας δεν αναφέρεται ούτε στον Χάρτη του ΟΗΕ ούτε στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όμως, ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών περιγράφει τις παγκόσμιες αξίες, σημείωσε ο Guntram Wolff, οικονομολόγος και διευθυντής του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, ακόμη κι αν οι απολυταρχικοί ηγεμόνες επιμένουν ότι η ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να ερμηνεύονται σε πιο συλλογικό επίπεδο. «Η Δημοκρατία είναι πιθανώς μια δυτική έννοια», είπε. «Αλλά είναι επίσης κάτι που πολλοί άνθρωποι στην Ανατολή, αν όχι οι περισσότεροι, θα ήθελαν να έχουν».
Είναι θεμιτό να συζητάμε για τα παράπονα του παγκόσμιου Νότου των αναπτυσσόμενων και των υπανάπτυκτων χωρών, που κατά κύριο λόγο σχετίζονται με την οικονομία, πρόσθεσε. «Όμως, αυτή η συζήτηση γίνεται δικαιολογία στα χέρια ορισμένων δικτατόρων, οι οποίοι θέλουν να διατηρήσουν την εξουσία τους και να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τους πολίτες τους που αγωνίζονται για την ελευθερία».
Ακόμη και τα γεγονότα του 1989 έχουν ερμηνευθεί μονομερώς και μάλιστα αλαζονικά, έγραψε ο Thomas Bagger, ανώτερος Γερμανός διπλωμάτης, σε ένα σημαντικό δοκίμιο στο «The Washington Quarterly». Εκείνη η χρονιά αντιπροσώπευε επίσης και την επιστροφή στην εθνική κυριαρχία για τα μετασοβιετικά κράτη, πράγμα που σήμαινε τη δυνατότητά τους να δημιουργούν αξίες για τον εαυτό τους ή να διαφοροποιούνται από αυτές που γίνονται αποδεκτές στα φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen κατά τη διάρκεια ομιλίας για την κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Στρασβούργο της Γαλλίας, τον Σεπτέμβριο του 2023.
Στην Ουγγαρία, για παράδειγμα, ο ασπασμός της «ανελεύθερης δημοκρατίας» έχει δημιουργήσει μεγάλες προκλήσεις για το κράτος δικαίου και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, πόσο μάλλον για την υπέρτερη ισχύ των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Πολωνία επίσης έχει απορρίψει την προσπάθεια των ολοένα και πιο ανεξίθρησκων Βρυξελλών να ορίσει τις ευρωπαϊκές αξίες, υποστηρίζοντας ότι οι παραδοσιακές αξίες που βασίζονται στις κύριες θρησκευτικές παραδόσεις, είναι πιο σημαντικές -για να αναφέρω ένα τρανταχτό παράδειγμα, την πεποίθηση ότι ο γάμος πρέπει να γίνεται μόνο μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας.
Αυτό είναι ένα επιχείρημα που προβλήθηκε έντονα από τους Ivan Krastev και Stephen Holmes στο βιβλίο τους «The Light that Failed», στο οποίο περιγράφουν πώς νέοι δημοκρατικοί ηγέτες, έχοντας μόλις απελευθερωθεί από δεκαετίες σοβιετικής ιδεολογικής επιβολής, βρέθηκαν ένοχοι για «αντιγραφή δυτικοποίησης». Το αποτέλεσμα, υποστηρίζουν, ήταν μια ευρεία πολιτική δυσαρέσκεια, μια εκ νέου διάθεση για επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας και αξιοπρέπειας και μια βαθιά αντίδραση κατά της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, η οποία ερμηνεύθηκε ως επιβολή «καθολικών» αξιών.
Το 1989, επίσης, υπήρχε μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη στη Δύση ότι μια πιο ευημερούσα Κίνα θα πορευόταν προς έναν πιο δημοκρατικό φιλελευθερισμό, ότι θα μπορούσε να διατηρήσει τη λαμπρή οικονομική ανάπτυξή της μόνο εάν επέτρεπε περισσότερη ατομική και εταιρική ελευθερία. Αυτή η αντίληψη, μάθαμε τώρα, ήταν αν όχι λανθασμένη, σίγουρα πρόωρη.
Στον αντίποδα, ο Lee Kuan Yew, ο οποίος υπηρέτησε ως πρώτος πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης από το 1959 έως το 1990, διαφώνησε με την ιδέα των καθολικών αξιών, υποστηρίζοντας ότι οι ασιατικές ή «κομφουκιανές» αξίες δίνουν έμφαση στην οικογένεια και την κοινότητα περισσότερο παρά στα ατομικά δικαιώματα και ήταν εξίσου θεμελιωμένες. Το επιχείρημά του εκλήφθηκε από ορισμένους ως ένας τρόπος να δικαιολογήσει την πατερναλιστική και αυστηρή διακυβέρνηση της Σιγκαπούρης. Ήταν, όμως, επίσης μια απάντηση σε αυτό που πολλοί έβλεπαν ως δυτικό πολιτισμικό ιμπεριαλισμό, μια συνέχεια της παλαιότερης ιεραποστολικής προσπάθειας να προσηλυτίσει τον κόσμο στον Χριστιανισμό.
Στον Mahathir Mohamad, επί μακρόν απολυταρχικό ηγέτη της Μαλαισίας, άρεσε να λέει ότι οι αποκαλούμενες «παγκόσμιες αξίες» ήταν οι δυτικές αξίες, ενώ πραγματικά οικουμενικές είναι οι ασιατικές αξίες.
Αυτό είναι μια άποψη που υιοθετείται με ενθουσιασμό από την Κίνα, η οποία καταπιέζει όλο και περισσότερο τα ατομικά δικαιώματα στην ελευθερία του λόγου, του συνέρχεσθαι, ακόμη και της κυκλοφορίας, στο όνομα της ασφάλειας και του συλλογικού καλού, όπως ορίζεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα και τον ανώτατο αρχηγό του, Xi Jinping.
Εκτός από τη σαφή αντιπαλότητα με τη Δύση και την προσπάθεια της Κίνας να αναδιαμορφώσει τους διεθνείς θεσμούς, διακρίνεται και σημαντική συναισθηματική δυσαρέσκεια στις σχέσεις, δήλωσε ο Dominique Moïsi του Institut Montaigne, ενός ανεξάρτητου think-tank στο Παρίσι. Όταν οι ηγέτες της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας συναντήθηκαν με τον πρόεδρο Biden στο Camp David, είπε σε συνέντευξή του, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Wang Yi, απευθυνόμενος σε μια ομάδα Κινέζων, είπε: «Ανεξάρτητα από το πόσο κίτρινα βάφετε τα μαλλιά σας ή πόσο μυτερή κάνετε τη μύτη σας, ποτέ δεν θα γίνετε Ευρωπαίοι ή Αμερικάνοι. Ποτέ δεν θα γίνετε Δυτικοί».
Ο κ. Wang είπε ότι οι Δυτικοί δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τον έναν Ασιάτη από τον άλλο και προειδοποίησε: «Ο καθένας μας πρέπει να γνωρίζει πού είναι οι ρίζες του». Προέτρεψε την Ιαπωνία και την Κορέα, Δημοκρατίες και οι δυο, να συνεργαστούν με την Κίνα, λέγοντας: «Δεν είναι μόνο ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα των τριών χωρών μας, αλλά και τις επιθυμίες των λαών μας, και μαζί μπορούμε να ευημερήσουμε, να αναζωογονήσουμε την Ανατολική Ασία και να εμπλουτίσουμε τον κόσμο». Κατά τη γνώμη του κ. Moïsi, οι Κινέζοι συζητούν για τις «αξίες της γεωγραφίας» και όχι για τη «γεωγραφία των αξιών», όπου η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα αντιπροσωπεύουν την ασιατική Δύση.
Το πολιτισμικό επιχείρημα έρχεται σε δεύτερη μοίρα, κυριαρχεί τώρα το επιχείρημα της αποτελεσματικότητας, είπε ο Philippe Le Corre, ειδικός στα κινεζικά θέματα, στο Asia Society Policy Institute, ένα think tank που διερευνά στενότερους δεσμούς με την Ασία. Στους Κινέζους αρέσει τελευταία να υποστηρίζουν ότι έχουν ακόμη και τη δική τους μορφή Δημοκρατίας, όπου το κόμμα επιλέγει τους καλύτερους ηγέτες και με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει καταστάσεις όπου «οι χώρες ψηφίζουν υπέρ του Brexit ή εκλέγουν τον Donald Trump ή πηγαίνουν προς την άκρα δεξιά ή αριστερά», είπε.
«Υποστηρίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο έχουν υπεύθυνους ηγέτες που ξέρουν πώς να διευθύνουν τα πράγματα», είπε ο κ. Le Corre. Όμως, τελευταία, το κινεζικό σύστημα φαίνεται πιο εύθραυστο, με οικονομική επιβράδυνση, με αμφισβήτηση των χειρισμών του για τον Covid και ξαφνικές, ανεξήγητες αλλαγές στην ηγεσία του Κόμματος. «Οι Δημοκρατίες μας δεν είναι τέλειες, αλλά τουλάχιστον έχουμε διαφάνεια», είπε. Απολυταρχίες όπως η Ρωσία και η Κίνα, «δεν έχουν».
Κινέζοι και εξέχοντες Ασιάτες διανοούμενοι, όπως ο Kishore Mahbubani από τη Σιγκαπούρη, έχουν κατηγορήσει συχνά τους επικριτές τους ότι χρησιμοποιούν τα ανθρώπινα δικαιώματα σαν πρόφαση, προσποιούμενοι ότι υποστηρίζουν την ελευθερία και τις παγκόσμιες αξίες, ενώ στην πραγματικότητα επιδιώκουν να επιβάλουν τις δικές τους πολιτικές και οικονομικές ατζέντες.
Αυτό είναι ένα επιχείρημα που διαδίδεται ευρύτερα στον παγκόσμιο Νότο, ο οποίος είναι ετερογενής, αλλά θέλει η παρούσα μεταπολεμική και κυριαρχούμενη από τη Δύση πολυπολιτισμική παγκόσμια τάξη να αντικατασταθεί από ένα πιο ποικιλόμορφο, ανοιχτό σύστημα - ένα σύστημα που θα αναγνωρίζει ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και ότι έχουν αναδυθεί νέες πολιτικές δυνάμεις.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εντείνει τις επικρίσεις, καθώς οι φτωχότερες χώρες έχουν πληγεί από τις υψηλότερες τιμές τροφίμων και ενέργειας. Όπως έγραψε ένας Ινδός διπλωμάτης, ο Shivshankar Menon, τον Φεβρουάριο στο «Foreign Affairs», «Αποξενωμένες και αγανακτισμένες, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες βλέπουν τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον ανταγωνισμό της Δύσης με την Κίνα να αποσπούν την προσοχή από τα πιο επείγοντα ζητήματα όπως τα δημόσια χρέη, η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της πανδημίας».
Η πρόσφατη απόφαση των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) να προσκαλέσουν έξι νέα μέλη από τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική είναι μια καλή ένδειξη της έντασης αυτής της δυσαρέσκειας. Στο επίκεντρο βρίσκεται η απογοήτευση από την κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών και ειδικότερα του αμερικανικού δολαρίου, που επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να ασκεί τεράστια εξουσία μέσω εμπορικών κυρώσεων.
Ο Xi Jinping, ο Κινέζος πρόεδρος, σε συνάντηση των ηγετών Κίνας - Αφρικής, την τελευταία ημέρα της Συνόδου Κορυφής των BRICS στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής, τον Αύγουστο του 2023.
Η επέκταση των BRICS μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό συμβολική προς το παρόν, αλλά εάν αυτά τα έξι κράτη συνενωθούν, η ομάδα τελικά θα περιλαμβάνει 3,7 δισεκατομμύρια ανθρώπους και ένα μεγάλο μερίδιο της παγκόσμιας οικονομίας. Θα γίνει επίσης σημαντικά λιγότερο δημοκρατική -θα κυριαρχείται από την Κίνα, αλλά θα εναγκαλίζεται και με τη Ρωσία, τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Συνολικά θα περιλαμβάνει έξι Δημοκρατίες, δύο δικτατορίες, δύο μοναρχίες και μία θεοκρατία.
Ακόμη κι αν η οικονομική τους επιρροή πέρα από την Κίνα είναι σχετικά μικρή, αυτές οι χώρες θεωρούν τους εαυτούς τους μια δυνητική συμμαχία ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Δύση γενικότερα και τη δυτική ερμηνεία του πώς πρέπει να συμπεριφέρονται τα κράτη – και αντιτίθενται στη δυτική άποψη για τις οικουμενικές αξίες.
«Ο ενθουσιασμός πολλών αναπτυσσόμενων χωρών να συμμετάσχουν στις BRICS αντικατοπτρίζει όχι μόνο την έλξη της ουδέτερης ως προς τις αξίες παγκοσμιοποίησης της Κίνας, αλλά και την αποτυχία των Δυτικών χωρών να οικοδομήσουν μια διεθνή τάξη χωρίς αποκλεισμούς», δήλωσε ο Neil Thomas του Κέντρου Ανάλυσης της Κίνας του Asia Society Policy Institute.
Ο Reinhard Bütikofer, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ειδικός σε θέματα Κίνας, είπε ότι «η κυριαρχία της Κίνας θα αυξηθεί και οι BRICS θα γίνουν μια σαφώς αντιδημοκρατικά κατευθυνόμενη ομάδα» και «πιο συγκρουσιακή».
Μια τέτοια επέκταση, είπε σε συνέντευξή του, «σημαίνει μια τεράστια πρόκληση» για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας για να αποδείξουμε ότι η Ευρώπη θέλει να είναι ένας αξιόπιστος, σταθερός και δίκαιος εταίρος για τις φτωχές και τις αναπτυσσόμενες χώρες», είπε. «Εάν αυτό δεν πετύχει, οι BRICS μπορεί να γίνουν πόλος έλξης για πολλές από αυτές τις χώρες».
Η κ. Thornton της Συμμαχίας για τη Διασφάλιση της Δημοκρατίας σημείωσε ότι υπήρξαν και άλλες εποχές έντονου διχασμού, όμως τώρα «οι παλαιότερες Δημοκρατίες όπως η δική μας, είναι απολιθωμένες», είπε, αναφερόμενη στη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη. «Δεν καινοτομούν. Έχουν κολλήσει σε παρωχημένες πρακτικές και διαδικασίες, με τα πολιτικά κόμματα ως κλειδοκράτορες της εξουσίας», ολοένα και λιγότερο αντιπροσωπευτικά σε μια ποικιλόμορφη κοινωνία.
Για τον κ. Moïsi, το επιχείρημα για τις αξίες έχει πολύ πιο έντονη απήχηση τώρα. «Αυτό που κάνει το θέμα πιο καίριο από ποτέ είναι η κρίση της Δημοκρατίας, ειδικά στις ΗΠΑ», είπε. «Στη Γαλλία είμαστε πολωμένοι και διχασμένοι και στην Ευρώπη υπάρχουν ανελεύθερες Δημοκρατίες όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Ιταλία, αλλά όχι τόσο όσο στις ΗΠΑ. Είναι ως ένα βαθμό τρομακτικό. Είναι η πρόκληση και ίσως η ευκαιρία για τους Ευρωπαίους να ανασκουμπωθούν. Δεν έχουμε άλλη επιλογή».
*Ο Steven Erlanger είναι επικεφαλής του διπλωματικού ρεπορτάζ «New York Times» στην Ευρώπη, με έδρα το Βερολίνο. Έχει εργαστεί ως ανταποκριτής σε Βρυξέλλες, Λονδίνο, Παρίσι, Ιερουσαλήμ, Πράγα, Βελιγράδι, Ουάσιγκτον, Μόσχα και Μπανγκόκ.
© 2022 The New York Times Company and Steven Erlanger