H σημερινή τροχιά της ελληνικής οικονομίας έχει θετικό πρόσημο. Οι ρυθμοί μεγέθυνσής της καταγράφονται υψηλότεροι απ’ ό,τι στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με σταδιακή αύξηση επενδύσεων και μείωση της ανεργίας. Μετά τα μεγάλα ελλείμματα στα οποία επανήλθε κατά την πανδημία, το δημόσιο ταμείο εξισορροπεί, με αποτέλεσμα να είναι εφικτή η επίτευξη λελογισμένων πρωτογενών πλεονασμάτων στο άμεσο μέλλον.
Σε σημαντικούς κλάδους της υπάρχει αύξηση των εξαγωγών. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που λαμβάνει χώρα σταδιακά, αποτυπώνει τη μείωση των κινδύνων για τη μεσοπρόθεσμη πορεία της.
Η οικονομία κινείται με τριπλή ώθηση. Την ανάκαμψη μετά την πανδημία που στηρίχτηκε από την εντυπωσιακή επιστροφή του τουρισμού και την υψηλή επίδοση της κατανάλωσης. Την πιο μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη, μετά τη δεκαετή κρίση και τα προγράμματα προσαρμογής, καθώς η άρση της αβεβαιότητας και η σταθεροποίηση των προσδοκιών υποβοήθησαν την αύξηση των επενδύσεων. Επιπλέον, η οικονομική πολιτική έχει συμβάλει με φορολογικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις που τόνωσαν την παραγωγή, ενώ και η στάση των ευρωπαϊκών θεσμών, με το Ταμείο Ανάκαμψης και ευρύτερα, συνεισφέρει ισχυρά.
Όμως, η ελληνική οικονομία κινείται μέσα σε ένα επικίνδυνο παγκόσμιο πεδίο, το οποίο συνθέτουν γεωπολιτικές αναταραχές και οικονομικές προκλήσεις. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή υπενθυμίζουν πως η σταθερότητα και η ειρήνη σε μια κρίσιμη περιοχή του πλανήτη και πολύ κοντά στη χώρα μας απέχουν πολύ από το να επιτευχθούν. Ταυτόχρονα υπογραμμίζουν την ευμετάβλητη κατάσταση στο ευρύτερο γεωπολιτικό σύστημα. Η κρίση που ξεκίνησε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δεν έχει βρει λύση και είναι περισσότερο ορατό το ενδεχόμενο μακράς παράτασής της, μέσα σε ευρύτερες ανακατατάξεις, παρά της άμεσης επίλυσης. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί να θεωρείται ότι έχει κλείσει τον κύκλο της και η πρόσφατη ενεργειακή κρίση.
Η παγκόσμια οικονομία έχει αποφύγει προς το παρόν την ύφεση, όμως κινείται προς αυτή και σε περιοχή αυξανόμενου ρίσκου, καθώς η αποκλιμάκωση του έντονου πληθωρισμού στις περισσότερες οικονομίες είναι αργή και η διατήρηση των κεντρικών επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα συνοδεύεται από έντονη επιβράδυνση της μεγέθυνσης.
Κατ’ ελάχιστον, μπορεί κανείς να αναμένει πως η παγκόσμια οικονομία θα κινείται στο επόμενο διάστημα κάτω από συνθήκες υψηλότερου κόστους κεφαλαίου και ενέργειας απ’ ό,τι τα προηγούμενα χρόνια.
Η σημασία των ευρύτερων εξελίξεων για την ελληνική οικονομία είναι υψηλή. Βραχυχρόνια, οι πιέσεις στο εξωτερικό περιβάλλον δημιουργούν προκλήσεις σε δύο από τις πιο κρίσιμες για την ανάπτυξη μεταβλητές, δηλαδή τις εξαγωγές και τις επενδύσεις.
Οι επενδύσεις πιέζονται όταν αυξάνονται τα επιτόκια, όπως και οι προσδοκώμενοι ρυθμοί μεγέθυνσης πιέζονται μεσοπρόθεσμα στο εξωτερικό. Αυτή είναι μια κομβική παράμετρος, καθώς παρά τη βελτίωση κατά τα τελευταία χρόνια, υπάρχει υψηλή ανάγκη νέων επενδύσεων, ιδίως σε περισσότερο μεσοπρόθεσμες και καινοτόμες δραστηριότητες. Από την άλλη πλευρά, οι χαμηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης των οικονομιών που είναι κύριοι εμπορικοί εταίροι, συνεπάγονται μελλοντικά μειωμένη δυνατότητα εξαγωγών προϊόντων ή υπηρεσιών. Επιπλέον, αν υπάρξει μια αναταραχή στις παγκόσμιες αγορές χρηματοδότησης, αυτή θα επηρεάσει σημαντικά όλες τις οικονομίες -και τη δική μας.
Σταθμός φορτοεκφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Πειραιά (Πέραμα). Οι ελληνικές εξαγωγές ακολουθούν ανοδική πορεία, όμως οι χαμηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης των οικονομιών που είναι κύριοι εμπορικοί εταίροι υποσκάπτουν τις περαιτέρω προοπτικές - η στροφή σε δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας που θα παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες με υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα είναι επιβεβλημένη, τονίζει ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ.
Αν και κινείται ταχύτερα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές, η οικονομία μας έχει ξεκινήσει από πολύ χαμηλότερη βάση. Το επίπεδο των εισοδημάτων στη χώρα δεν είναι ακόμη ικανοποιητικά υψηλό. Επίσης, αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δημογραφικές και δανειακές προκλήσεις σε βάθος χρόνου.
Συνεπώς, κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά της μεγέθυνσης χρειάζονται συνεχή παρακολούθηση, εφόσον το ζητούμενο είναι να υπάρχει ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα. Πολλές από τις δυνάμεις που στηρίζουν τη σημερινή ισχυρή ανάκαμψη, φυσιολογικά θα εξασθενίσουν τα επόμενα χρόνια, καθώς η ανεργία ήδη μειώνεται, όπως και το επενδυτικό κενό, άρα για περαιτέρω μεγέθυνση θα είναι αναγκαία η άνοδος της παραγωγικότητας και η προσέλκυση νέων πόρων.
Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα είναι συγκριτική και, αν η οικονομία μας φιλοδοξεί να βελτιώσει το επίπεδο των εξαγωγών της, πρέπει να τρέξει μεσοπρόθεσμα πιο γρήγορα από άλλες. Συνολικά, γίνεται κρίσιμη η αναβάθμιση της οικονομίας μέσω μεταρρυθμίσεων που θα τη θέσουν σε υψηλότερη τροχιά από την τρέχουσα.
Αναφορά σε μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις έχει γίνει ήδη στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, όπως και σε αναλύσεις από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς. Συνολικά, για να υπάρξει βιώσιμη άνοδος των εισοδημάτων, είναι απαραίτητο να υπάρξει στροφή σε δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας που θα παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες με υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Μόνο με συστηματική αύξηση εξαγωγών με τέτοια χαρακτηριστικά, κάτι που προϋποθέτει και συνεχιζόμενες καινοτόμες επενδύσεις, θα μπορεί να υπάρξει υψηλή ευημερία τα επόμενα χρόνια. Είναι κρίσιμης σημασίας η οικονομική πολιτική, με τις φορολογικές, ασφαλιστικές και ρυθμιστικές της πτυχές, να υποστηρίξει την επίσημη εργασία και, παράλληλα, αλλαγές στο κράτος, τις υποδομές και τις βασικές υπηρεσίες, όπως η δικαιοσύνη και η εκπαίδευση, να υποστηρίξουν την επιχειρηματικότητα, ιδίως σε καινοτόμους και εξωστρεφείς τομείς.
*Ο κ. Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής, Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου έχει υπηρετήσει ως Πρόεδρος του Τμήματος Οικovoμικής Επιστήμης. Έχει υπηρετήσει ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Duke University, Επισκ. Καθηγητής στο INSEAD, μέλος της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού και του Economic Advisory Group της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Αναπληρωτής Πρόεδρος της Επιτροπής Αναπτυξιακού Σχεδιασμού («Επιτροπής Πισσαρίδη»).