Στο τέλος του βιβλίου του που εκδόθηκε το 1981 «The Portage to San Cristobal of AH», ο George Steiner ζητά από τους αναγνώστες του να φανταστούν το αδιανόητο. Είμαστε στο 1980 και οι πράκτορες της Μοσάντ συλλαμβάνουν έναν πραγματικά απίθανο αιχμάλωτο στη ζούγκλα της Λατινικής Αμερικής: τον Αδόλφο Χίτλερ!
Στην εναλλακτική πορεία της ιστορίας που περιγράφει το μυθιστόρημα, ο πρώην δικτάτορας δραπετεύει από τη Γερμανία το 1945 και καταφεύγει σε υπερατλαντικό κρησφύγετο. Αιχμάλωτος πλέον από μια ομάδα κυνηγών Ναζί, ο 91 ετών Χίτλερ εκφωνεί έναν απαλλακτικό για τις πράξεις του λόγο, ενώ στοχάζεται το μέλλον της ανθρωπότητας. «Σε έναν κόσμο που έχει βασανίσει πολιτικούς κρατούμενους και έχει απογυμνώσει τη γη από φυτά και ζώα», αναφωνεί ο Χίτλερ, «“εκείνος από την κόλαση” θεωρήθηκε ότι είχε εξολοθρευτεί». Μια μέρα, ωστόσο, το είδος θα επιστρέψει και «τα εγκλήματά του πρέπει να ταιριάζουν και να ξεπερνιούνται από τα εγκλήματα των άλλων».
Είναι δύσκολο να μην εντοπίσουμε τη σύγχρονη αντιστοιχία που κρύβεται στις προτάσεις του Steiner. Τέσσερις δεκαετίες μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματός του, η ακροδεξιά προελαύνει και πάλι. Ενώ η τάση είναι σαφώς παγκόσμια και εκτείνεται από το Νέο Δελχί μέχρι την Ουάσιγκτον, μια ήπειρος έχει υποστεί εντυπωσιακά ομαδοποιημένη μετατόπιση προς την άκρα δεξιά: η Ευρώπη.
Εμπροσθοφυλακές όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία βρίσκονται υπό ακροδεξιά κυριαρχία εδώ και μερικά χρόνια. Χώρες όπως η Ιταλία και η Φινλανδία κυβερνώνται από τις δυνάμεις της, ενώ στο Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Σουηδία οι δυνάμεις αυτές πλησιάζουν όλο και περισσότερο στα ύπατα αξιώματα. Η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Giorgia Meloni -μέλος των Fratelli d’Italia, ενός κόμματος με άμεση καταγωγή από τους φασίστες του Μουσολίνι- ξεχωρίζει ως το πρόσωπο της εθνικιστικής Διεθνούς, με φιγούρες όπως ο Viktor Orban, ο Mateusz Morawiecki και η Marine Le Pen να την πλαισιώνουν.
Η ακροδεξιά παλίρροια της Ευρώπης έχει ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό. Οι πρώτες παρουσίες καταγράφηκαν στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, και η τάση σταθεροποιήθηκε στη δεκαετία του 2000, ιδίως στην Αυστρία, όπου η ακροδεξιά εισήλθε στην κυβέρνηση. Όμως, στον απόηχο της πανδημίας του Covid και του πολέμου στην Ουκρανία, έχει σημειωθεί μια σημαντική αλλαγή: αντί για απλοί διεκδικητές της ψήφου των εκλογέων ή διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης εμφανίζονται τώρα ως εύλογες και κανονικές κυβερνητικές δυνάμεις. Αντί να αποτελούν μια καθαρά αντιπολιτευτική δύναμη, κινούνται πλέον στις αίθουσες της εξουσίας.
Τι εξηγεί αυτή τη νέα και ανησυχητική εξέλιξη; Μετά τις ψηφοφορίες για τον Ντόναλντ Τραμπ και το Brexit το 2016, ακολουθούμενες από εκλογικά αποτελέσματα όπως της Le Pen και του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AdF), πολλοί προσπάθησαν να εξηγήσουν την άνοδο της ακροδεξιάς μέσω της έννοιας του λαϊκισμού. Ωστόσο, η εξήγηση έκρυβε πάντα περισσότερα απ’ όσα αποκάλυπτε. Αφενός υπονοούσε ότι οι ακροδεξιοί ηγέτες ήταν αυθεντικοί εκπρόσωποι ενός ξεχασμένου λαού -ακόμη κι όταν οι εν λόγω πολιτικοί προέρχονταν, όπως συχνά συνέβαινε, από την κοινωνική ελίτ. Αφετέρου, φαινόταν να ρίχνει την ευθύνη για την άνοδο των δεξιών δυνάμεων σε παραπλανημένους ψηφοφόρους, παραβλέποντας αυτούς που κατείχαν την εξουσία στην ήπειρο τα τελευταία 30 χρόνια.
«Προστατεύστε την πατρίδα!». Το κεντρικό σύνθημα σε προεκλογική αφίσα του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) στις εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο του 2019. Οι ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης στοχεύουν σε μια «κλειστή» ήπειρο, περιορισμένη στον συμπληρωματικό της ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Από την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ το 1991, η οποία οδήγησε σε χαμηλές δημόσιες δαπάνες και αποπληθωρισμό, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί εστίαζαν όλο και περισσότερο στα επιχειρηματικά συμφέροντα σε βάρος των πολιτών. Μέσω αυτής της διαδικασίας, την οποία ο πολιτικός επιστήμονας Peter Mair ονόμασε «απόσυρση της ελίτ», οι πολιτικοί εκπρόσωποι δίσταζαν και διστάζουν να δώσουν μεγάλες υποσχέσεις στους ψηφοφόρους, μήπως κάποια από αυτές απειλήσει τις φιλικές για τις αγορές πολιτικές τους.
Έτσι, έπρεπε να βρουν έναν άλλο τρόπο για να διατηρήσουν τον έλεγχο. Εκεί βοήθησε η ακροδεξιά. Επικαλούμενοι την απειλή του επικείμενου δεξιού εξτρεμισμού, οι κυρίαρχοι πολιτικοί θα μπορούσαν να παρουσιάζονται ως το μικρότερο κακό. Όσο η δύναμή τους ήταν ανέγγιχτη, οι πολιτικοί εμφανίζονταν χαλαροί σχετικά με το πώς η κοινή πολιτική λογική -ιδίως όσον αφορά τη μετανάστευση και την κοινωνική πολιτική- μετατοπιζόταν όλο και πιο δεξιά.
Σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε. Για σχεδόν τρεις δεκαετίες, τα μεγάλα κόμματα σε όλη την ήπειρο κυριαρχούσαν χωρίς σοβαρή αντιπολίτευση. Αλλά ήταν, αν μη τι άλλο, υπερβολικά επιτυχημένοι. Χωρίς τις αντίθετες δυνάμεις που κάποτε εξισορροπούσαν τις ασταθείς κοινωνίες της Ευρώπης -όπως τα ισχυρά αριστερά κόμματα και τα συνδικάτα, που ηττήθηκαν στις δεκαετίες του 1970 και του 1980- οι Ευρωπαίοι κυβερνώντες διέλυσαν τα πρότυπα πολιτικής συμπεριφοράς και λόγου. Κάτω από τα μάτια τους, οι ανισότητες αυξάνονταν, οι οικονομίες δυσλειτουργούσαν και οι δημόσιες υπηρεσίες άρχισαν να μαραίνονται. Σε αυτό το άθλιο περιβάλλον, η ακροδεξιά κατάφερε σταδιακά να προσδιοριστεί ως ο μόνος αξιόπιστος αμφισβητίας του συστήματος. Αφού συγκέντρωσαν υποστήριξη από τα άκρα, ήρθε η ώρα τους.
Η ακροδεξιά στροφή της Ευρώπης προκαλεί αναπόφευκτα ιστορικές συγκρίσεις. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι η ήπειρος βιώνει μια επιστροφή στη δεκαετία του 1930, μια μεγάλη παλίρροια για τις εξτρεμιστικές δυνάμεις. Ωστόσο, η σύγκριση υστερεί σε πολλά μέτωπα. Οι φασίστες της Ευρώπης, για παράδειγμα, ανέβηκαν στην εξουσία σε μια περίοδο έντονης κοινωνικής αντιπαράθεσης: ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι επικράτησαν αφού τα εργατικά κινήματα προσπάθησαν να υποκινήσουν επαναστάσεις. Σήμερα απουσιάζει εμφανώς από την ευρωπαϊκή σκηνή ένα ισχυρό προλεταριάτο, μοιραία αποδυναμωμένο από την αποβιομηχάνιση και τις ελαστικές αγορές εργασίας.
Σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1930, όταν άκμασε η φασιστική βία στους δρόμους, η σύγχρονη ακροδεξιά ευδοκιμεί με την αποστράτευση. Το κόμμα της Meloni κέρδισε την πλειοψηφία σε εκλογές στις οποίες σχεδόν 4 στους 10 Ιταλούς έμειναν στο σπίτι τους, με τη συμμετοχή να είναι μειωμένη σχεδόν κατά 10% από τις προηγούμενες εκλογές στη χώρα. Στη Γαλλία, η Εθνική Συσπείρωση της Le Pen έχει εδώ και καιρό τα καλύτερά της νούμερα σε περιοχές της χώρας που έχουν τα υψηλότερα ποσοστά αποχής ψηφοφόρων. Και στην Πολωνία, η οικογένεια Kaczynski, πίσω από το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη, κυβερνά μια χώρα όπου λιγότερο από το 1% των πολιτών είναι μέλη πολιτικού κόμματος.
Υπάρχει και μια άλλη κρίσιμη διαφορά. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι υποσχέθηκαν στις εθνικές τους ελίτ τα ισοδύναμα των αποικιακών αυτοκρατοριών που είχαν αποκτήσει προ πολλού οι Γάλλοι και οι Βρετανοί ανταγωνιστές τους. Η σημερινή ακροδεξιά έχει μια εναλλακτική κοσμοθεωρία. Αντί να επεκταθούν προς τα έξω, η κύρια επιθυμία τους είναι να προστατεύσουν την Ευρώπη από τον υπόλοιπο κόσμο. Έχουν αποδεχτεί ότι η ήπειρος δεν θα είναι πλέον πρωταγωνιστής στον 21ο αιώνα. Το καλύτερο που μπορεί κανείς να ελπίζει είναι η προστασία από τις ορδές.
Στο μυθιστόρημα του Jean Raspail «Το Στρατόπεδο των Αγίων» (1973), το οποίο έχει γίνει έργο αναφοράς για τη σύγχρονη ακροδεξιά, ο στόχος των υποτιθέμενων σωτήρων της Ευρώπης δεν είναι να κατακτήσουν την Αφρική, αλλά απλώς να κρατήσουν τους κατοίκους της νότια της Μεσογείου.
Οι χαμηλές φιλοδοξίες καθορίζουν τη διεθνή προσέγγιση της ακροδεξιάς, ξεκινώντας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για δεκαετίες, τα ακροδεξιά κόμματα επικέντρωναν την οργή τους στους περιορισμούς του μπλοκ, προπαγανδίζοντας ακόμη και υπέρ της εξόδου από την Ένωση. Αυτή η ανυπακοή έχει εξαφανιστεί. Οι ακροδεξιοί πολιτικοί εξακολουθούν να καταδικάζουν τους νόμους για τη μετανάστευση, αλλά λένε λιγότερα για την εξάρτηση των εθνών τους από τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Η Ένωση, από την πλευρά της, εξαρτάται ολοένα και περισσότερο γεωπολιτικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η βιομηχανία της χάνει από την Κίνα. Ενώ ο Χίτλερ προσπάθησε να σπάσει μια αγγλοαμερικανική συμμαχία και έκανε μια προσπάθεια για παγκόσμια κυριαρχία, οι νέοι εκπρόσωποι της απολυταρχίας στην Ευρώπη είναι ικανοποιημένοι με το να καταλάβουν μια έστω μικρή θέση εντός της υπάρχουσας δομής εξουσίας. Ο στόχος είναι η προσαρμογή στην παρακμή, όχι η αντιστροφή της.
Η προέλαση της ακροδεξιάς της Ευρώπης δεν ακολουθεί κάποιο φυσικό νόμο. Στην Ισπανία, το ακροδεξιό κόμμα Vox έχασε ψηφοφόρους στις τελευταίες εκλογές, εν μέρει λόγω των εντυπωσιακά χαμηλών ποσοστών πληθωρισμού που πέτυχε η αριστερή κυβέρνηση συνασπισμού. Ωστόσο, το Vox κατάφερε να μετατοπίσει το πολιτικό κέντρο βάρους της Ισπανίας προς τα δεξιά. Αν και πολλοί Ισπανοί αγρότες δεν μπόρεσαν να σπείρουν φέτος λόγω της επίμονης ξηρασίας του φετινού καλοκαιριού, τα κλιματικά ζητήματα δύσκολα αναδείχτηκαν ως θέμα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Σε άλλες χώρες, ιδίως στην Ολλανδία, η δημοτικότητα της ακροδεξιάς έχει υπονομεύσει σοβαρά τις προσπάθειες για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Σε έναν κόσμο που καταστρέφει «φυτά και ζώα», όπως προέβλεψε ο Χίτλερ του Steiner, «αυτός από την κόλαση» φαίνεται να έχει επιστρέψει. Ωστόσο, δεν έχει έρθει ούτε κατά διάνοια με τη μορφή που περιμέναμε, παρουσιάζοντας κινδύνους που είναι εντελώς νέοι.
*O κ. Anton Jäger είναι λέκτορας πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας, μαζί με τον Arthur Borriello, του «The Populist Moment: The Left After the Great Recession».
© 2023 The New York Times Company